Φλερτάρω και περιπτύσσομαι ερωτικά κατ' εξακολούθηση, συνήθως χωρίς σοβαρό σκοπό. Χρησιμοποιείται μειωτικά. Γράφεται και τσιλημπουρδίζω (το β' συνθετικό -μπουρδίζω, δέν σχετίζεται με το μπούρδα, αλλά μάλλον με το πορδίζω).
Φλερτάρω και περιπτύσσομαι ερωτικά κατ' εξακολούθηση, συνήθως χωρίς σοβαρό σκοπό. Χρησιμοποιείται μειωτικά. Γράφεται και τσιλημπουρδίζω (το β' συνθετικό -μπουρδίζω, δέν σχετίζεται με το μπούρδα, αλλά μάλλον με το πορδίζω).
Got a better definition? Add it!
Ενθουσιαζομαι με κάτι υπερβολικά. Η χαρά μου είναι πρακτικά ακράτητη.
- Το δες το νεο Mac Book air, Μάκη; Γαμάτο;
- Τι να σε πω ρε Μηνά.. αφού με ξες... Με αυτές τις γκατζετιές δεν χέζω και τα βρακιά μου.
Got a better definition? Add it!
Published
Είμαι υπερβολικά ενεργητικός και πολυάσχολος με προφανή σκοπό να εντυπωσιάσω κάποιον.
Κάνω, ράνω, δείχνω τινά: είμαι περιποιητικός και προσφέρω υπηρεσίες προς κάποιον με τον ίδιο προφανή σκοπό.
- Τον είδες Μάκη τον Bill Gates, ψε; Κύριος... Ήρθε, έκανε, έρανε, έδειξε κι έφυγε.
- Πως πήγε ψε με το γκομενάκι, Μάκη;
- Τζιφος φίλε. Στα καλύτερα την πήγα... Την έκανα, την έρανα, την έδειξα... Αυτή τίποτα... Καριόλες...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Επιφώνημα που δηλώνει ανακούφιση ή και ενθουσιασμό (μετά απο δυσάρεστη περίοδο πίεσης, ανίας κλπ). Συνώνυμα: επιτέλους!, καιρός ήταν!, άιντε!
Got a better definition? Add it!
Σεξουαλική στάση στην οποία ο άντρας (ή η γυναίκα με στραπ ον) βλέπει πλάτη.
Βλ. και σκυλίσιο
Got a better definition? Add it!
Βρισιά (μπινελίκι) το οποίο περιέχει αναφορά στα Θεία.
Ταμπού για κάποιους, αναπόσπαστο κομμάτι του καθημερινού λεξιλογίου για άλλους.
-Έλεος ρε πούστη μου, τι διαιτησία ειναι αυτή γαμώ το Χριστό μου!
-Άραξε ρε φίλε, όχι γαμοσταυρίδια με το παραμικρό!
Βλ. και χεσίδι - σχετικά επίσης χριστοπαναγίες, Χριστοπαναγίδια, καντήλι, ...το Χριστό / την Παναγία.
Λέξεις με ρήμα για πρώτο συστατικό: αλλαξοκωλιά, γαμο-, γαμογελώ, γαμολεβιές, γαμοπαίδι, γαμοπερίπτωση, γαμοπιλώθω, γαμόπουστας, γαμοσείρι, γαμοσπέρνω, γαμοσταυρίδι, γαμοτζάζ, γαμόφλαρος, γαμοχέρουλα, γλειφομούνι, γλειφοκώλι, γλειφοπούτσι, ζαλαρχίδης, κλασομούνι, κλαψομούνης, κοψοχρονιά, λαχταροψώλα, μαδομούνι, σπαζαρχίδης / σπασαρχίδης, σπασικαύλιος, σπασοκλαμπάνιας, τρεχέδειπνος
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η αποθήκη κλοπιμαίων ή ναρκωτικών.
Πλέον η λέξη χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει αντικείμενο/-α τα οποία απέκτησε κάποιος τσάμπα ή με «ύποπτο» τρόπο.
- Γαμάτος αναπτήρας! Πού τον βρήκες ρε λαμόγιο;
- Είναι καβάντζα από ένα ξενοδοχείο όπου έμεινα το καλοκαίρι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Στη φράση έχω κάποιον (στο) σήκω-σήκω κάτσε-κάτσε: έχω κάποιον κάτω από την εξουσία μου.
Συνώνυμα: (έχω κάποιον) σούζα / προσοχή.
[...] Από την άλλη όμως και οι άντρες τα θέλουν όλα. Και να είναι γκομενάρα-κορμάρα, να ντύνεται σέξυ και να είναι έξυπνη (ενίοτε) για να «σταθεί» στις παρέες τους, να είναι καλή νοικοκυρά (υποκατάστατο της μαμάς), να την έχουν σήκω-σήκω κάτσε-κάτσε, αλλά και να μην τους τα πρήζει. Κάτι άλλο παιδιά;
(από ιστολόγιο)
Δες και κάνω κάποιον γιο-γιο. Παράβαλλε μπουχεσολεβιές, βάζω στο βρακί μου.
Got a better definition? Add it!
Το λουκούλλειο γεύμα, η υπερβολική κατανάλωση φαγητού, η κραιπάλη, συνήθως με παρέα.
- Τι κάνατε χτες τελικά;
- Άσε, πήγαμε σε μια χασαποταβέρνα και τα τσακίσαμε όλα, μιλάμε για τρελή μασαμπούκα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χαρακτηρισμός για άτομο που μετά από υπερβολική κατανάλωση αλκοολούχων ποτών έχει οδηγηθεί σε μέθη.
Χαρακτηρισμός για άτομο που κλαίει για τη γκόμενα που έχασε.
Χελώνα αφού επιχείρησε να περάσει την εθνική οδό.
Κοίτα τον! Πάλι πίτα είναι!
Τον καημένο τον Μάκη! Από τότε που τον άφησε η Γιάννα έχει γίνει πίτα!
Μπαμπά κοίτα την χελώνα! Είναι τελείως πίτα !
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified