Μπουχτίζω, αφιερώνω πολύ χρόνο (και αίμα) σε κάτι που δεν προσφέρει ευχαρίστηση.
Μπουχτίζω, αφιερώνω πολύ χρόνο (και αίμα) σε κάτι που δεν προσφέρει ευχαρίστηση.
Got a better definition? Add it!
Περίοδος αγαμίας.
- Καιρό έχω να σε δω, πώς και χάθηκες, βρήκες γκόμενα; - Τι γκόμενα ρε, με δουλεύεις; Μεγάλη ξηρασία. Έχω να πάω με γυναίκα 5 μήνες. Ευτυχώς που υπάρχει και το filmnet και την βγάζουμε και μόνοι μας.
βλ. και αναμουνή, ξεραΐλα
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το μπανιστήρι, η ηδονοβλεψία. Λέγεται και «κάνω μάτι».
- Αν την ρίξεις την γκόμενα θα με αφήσεις να πάρω μάτι; - Τι λες ρε ανώμαλε, αντί να βρεις και εσύ καμία μπας και ξελαμπικάρεις, θες να πάρεις μάτι.
Βλ. και μπανιζοκοζαρίζω, μπανιστηροκάμερα, μπανίζω
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Από το γαλλικό complet. Σημαίνει ολοκληρωμένος. Χρησιμοποιείται για καταστάσεις ή πράγματα που δεν παίρνουν άλλο, που είναι πλέον τίγκα.
Πιάσε και μια σαλάτα και είμαστε κομπλέ.
βλ. και κομπλέντερ, κομπλεδόν.
Got a better definition? Add it!
Χαμένος από χέρι, χωρίς περίπτωση θετικού αποτελέσματος ή έκβασης.
Καλά ρε, σε αυτό το ψωράλογο έβαλες όλα σου τα λεφτά; Αυτό είναι καμένο χαρτί.
Got a better definition? Add it!
Η παράδοση, ή η τέχνη που περνάει από γενιά σε γενιά. Η βαθιά γνώση ενός αντικειμένου.
Ο Τάκης είναι μεγάλη πουτάνα σ' αυτά ρε, χρόνια στο κουρμπέτι. Δεν πρόκειται να το χάψει σου λέω!
Got a better definition? Add it!
Αφορά την πράξη της μαλακίας ή απλά της αδράνειας.
— Τι θα γίνει θα βγούμε; Ο Νίκος θα έρθει;
— Άσ' τον αυτόν θα κάτσει σπίτι... Ασπρίζει τοίχους...
Δες και βάφει ταβάνι.
Got a better definition? Add it!
Παθαίνω σοκ απο αυτά που ακούω ή βλέπω. Αλλιώς, μου πέφτουν τα μαλλιά.
Μου είπε ότι η Βαρκελώνη είναι στο Ιράκ και με καράφλιασε!
Βλ. και καράφλιασα
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται (εκδικητικά) για κάποιον που δεν προσέχει / δεν δίνει σημασία στα λεγόμενα και τις συμβουλές μας.
- Εγώ στα έλεγα, αλλά εσύ πετούσες χαρταετό. Φάτα τώρα στη μάπα.
Got a better definition? Add it!
- Έκανα χτες μια ξεπέτα...
- Καλή η γκόμενα; - Μπα, μόνο για ξεπέτα.
Έρωτες χωρίς δεσμεύσεις: ανάβω κεράκι, γαμιολάκι, ελευθερογαμία, ελευθεροσχεσίτες, ένα στα γρήγορα, ερωφίλη, καβάτζα, καβατζογκόμενα, καφέ και πίπα, κοινόχρηστη γκόμενα, ξεπέτα, πηδύλλιο, πισωκολλητός και πισωκολλητή, πουτσοδότης, σαλματζής, σεξάκι (ως και σεξάκοι), σέρβις, φιλικό (τα καλύτερα γκολ μπαίνουν στα φιλικά), φίλοι με προνόμια, fuck buddy, one night.
Got a better definition? Add it!