Further tags

Έκφραση που περιγράφει μία εξαιρετικά δύσκολη και φορτική κατάσταση για το άτομο, παρόμοια με ερωτική συνεύρεση παρά φύσιν, αλλά και στοματικώς.

Είχαμε πολλή δουλειά την εβδομάδα που μας πέρασε στο υπουργείο. Καθημερινά φεύγαμε κατά τις επτά το απόγευμα, πίπα κώλο μας πήγαν....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η άδικη εμπλοκή τρίτου προσώπου, με αρνητικά συνήθως αποτελέσματα για τον ίδιο, σε καταστάσεις που έχει προκαλέσει κάποιος άλλος.

Με συγχωρείτε, αλλά δε σκοπεύω να πληρώσω τα γαμησιάτικα τα δικά σας, παρατήρησε με έντονο ύφος ο φαντάρος στους υπόλοιπους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μεγάλη αναστάτωση, το μπέρδεμα. Η λέξη «κουλουβάχατα» προέρχεται από την Αραβική έκφραση «Kullu Wahad» η οποία σημαίνει «όλα ένα».

Να τη διώξεις αυτή τη καθαρίστρια. Μου κάνει κουλουβάχατα τα πράγματά μου, η μπετούγια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται απο τον ιδιοκτήτη του fast food Gantas στο Βόλο.

Hamburger κομπλέ στο οποίο περιέχονται τα εξής υλικά: μπιφτέκι με νωπό κιμά δικό μου που τον φτιάχνω εγώ εδω, κασέρι, μπέικον, πατάτούλες χειροποίητες και σαλατούλα τις αρεσκεία σας. Τραχανάς κομπλέ χειροποίητος με κρητικές μπουκιές, φέτα και λουκάνικο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε συνήθως όταν μια κατάσταση γίνεται ανυπόφορη.

- Τι λέει ρε, καιρό έχουμε να τα πούμε! Όλα καλά;
- Άσε ρε φίλος, δεν την παλεύω με την καμία. Όλη μέρα δουλειά.

(από patsis, 21/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ηρεμώ, έρχομαι στα ίσα μου.

Δεν μπορώ άλλο με την δουλειά, πρέπει να πάρω άδεια να πάω διακοπές να στανιάρω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λήμμα, με την ίδια σημασία, είναι γνωστό και ως τιγκανά, παραπέμποντας στον παλαίμαχο ποδοσφαιριστή.

-Άντε! πέρασε η ώρα και έχω δουλειά αύριο. Τιγκανά, τα λέμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κουκούλωμα. Όταν μασάμε τα λόγια μας για ένα γεγονός/πρόσωπο/κατάσταση, «το κάνουμε γαργάρα».

- Τα 200 ευρώ που σου είχα δανείσει δεν τα θυμάσαι όμως, ε μαλακάκο; Τα κάναμε γαργάρα τα 200...

τσακο ρε μαγκα οκτακοκια και καντινα γαργαρα τη δουλεια (από notheitis, 05/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γρήγορα και πρόχειρα, όπως κι όπως, πατ κιουτ.

Αν απενεργοποιούσαν και τις νάρκες έτσι τσάτρα πάτρα, την είχαμε κάτσει τη βάρκα!

Κάνω κότσο το μαλλί μου, και μαθαίνω στο παιδί μου, να μισεί τον Φρανκ Σινάτρα, να την βγάζει τσάτρα-πάτρα, οο. (από Khan, 16/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκαζώνω το αυτοκίνητο ως το τέρμα, έτσι ώστε το πεντάλ του γκαζιού να ακουμπήσει στο πάτο του αμαξιού.

- Άδειος είναι ο δρόμος ρε, σανίδωσε το! –Σανιδωμένο το 'χω αλλά δεν πάει άλλο, 900άρι Fiat είναι, τι περιμένεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified