Τύπος αξιόπιστου περιστρόφου που δεν παθαίνει εμπλοκή. Αλλιώς η ΝτεΦονσέκα. Από το τυπικό νούμερο γυναικείου παπουτσιού και κλατσάρας.
- Καρούμπαλο είναι αυτό ρε;
- Το χειρίζεται καλά το 38άρι η Μαριώ, άσ' τα.
Τύπος αξιόπιστου περιστρόφου που δεν παθαίνει εμπλοκή. Αλλιώς η ΝτεΦονσέκα. Από το τυπικό νούμερο γυναικείου παπουτσιού και κλατσάρας.
- Καρούμπαλο είναι αυτό ρε;
- Το χειρίζεται καλά το 38άρι η Μαριώ, άσ' τα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Συνώνυμο της γκιλοτίνας για τον αποκεφαλισμό των καταδίκων, που αποτελείται από δύο ορθοστάτες ανάμεσα στους οποίους κινείται μια τριγωνική λεπίδα. Μεταφορικά χρησιμοποιείται για κάτι πολύ επικίνδυνο, που απειλεί ή αφαιρεί ζωές. Η ρίζα είναι από τα γαλλικά carmagnol(e) -α (χορός που χόρευε ο λαός κατά τη γαλλική επανάσταση) και δη όταν αποκεφάλιζε βασιλείς ή έκαιγε παλάτια.
Η Λεωφόρος Καβάλας είναι σκέτη καρμανιόλα, μέχρι στιγμής ο φόρος αίματος που έχει πληρωθεί είναι τεράστιος.
Got a better definition? Add it!
Απαστράπτουσα χλιδή, πραγματική ή επινοημένη. Οι φέροντες χαρακτηριστικά γκλαμουριάς αποκαλούνται γκλαμουράτοι.
Η έκφραση συνήθως εμπεριέχει ψήγματα σαρκασμού, εκτός εάν ο χρήστης της στερείται παντελώς της αίσθησης του γελοίου.
Είναι απίστευτο, αλλά η λέξη αποτελεί Ελληνικό αντιδάνειο: γκλαμουριά > glamour > gramarye (μαγεύω, στα Σκωτικά) > grammar (η μάθηση, κυρίως απόκρυφων και μαγικών τεχνών, στα μεσαιωνικά Αγγλικά) > γραμματική. (Βλέπε www.etymonline.com)
«Ένα στίγμα που ανάλογο δίνουν πια σχεδόν όλα τα ξένα φεστιβάλ- η γκλαμουριά, η νοτιοευρωπαϊκή κυρίως ιδέα του φεστιβάλ ΄ντυνόμαστε καλά και πάμε να δούμε τον σταρ΄ εξαφανίζεται, ακόμα και στη Βερόνα.» (Τέρμα στους σταρ και στην γκλαμουριά, ΤΑ ΝΕΑ, 28 Ιουνίου 2008)
Got a better definition? Add it!
Αναλώνω τον όχι και τόσο πολύτιμο χρόνο μου σε αδράνεια, κωλοβαράω, πλήττω.
Ισχύει τόσο λόγω πραγματικής έλλειψης δουλειάς (πχ ελλείψει πελατών σε κατάστημα) όσο και λόγω ιδεολογικής στάσης ζωής.
Ανάθεμά σε ΙΚΕΑ, όλοι οι μαραγκοί βαράμε μύγες!
Got a better definition? Add it!
Βρίσκομαι σε κατάσταση εξαιρετικά κακής διάθεσης λόγω βαρεμάρας, ή κακής παρέας.
Άσε ρε φίλε, βγήκα με ένα ταγάρι και με πήγε σε φεστιβάλ Αγγελόπουλου. Η κάμερα εστίαζε για δύο ώρες σε ένα βράχο... εκείνη την είχε καταβρεί, και εγώ βαρούσα ενέσεις!
Got a better definition? Add it!
Μπατίρισα, χρεοκόπησα, έμεινα ταπί και ρέστος, μου ’φαγες όλα τα δαχτυλίδια.
«Στα ‘δωσα όλα και έμεινα στον άσσο
έτσι θέλησα να σου εκφράσω
πως τη μέρα που θα φύγεις θα καταστραφώ»
(Η γυναίκα του Ντέμη)
Σχετικά: δεν έχω ούτε μαντήλι να κλάψω, δεν έχουμε μαντήλι να κλάψουμε, έμεινα πανί με πανί, κάνω το σκατό μου παξιμάδι, ξυπολιάς, ξυπόλυτος, ξυπολυταρία, ζάφτωχος, παξιμάδι, στεγνός, φτωχοσυμπέθερος, φτωχός πλην τίμιος, φτωχοπρόδρομος, φτωχομπινές, φτωχομπινεδιάρης.
Got a better definition? Add it!
Το νερόβραστο φαγητό, με πολύ ζουμί και ελάχιστη γεύση. Ετυμολογικά η λέξη προέρχεται από τον ήχο που ακούγεται ρίχνοντας στερεά υλικά στο νερό που βράζει.
- Ψηλέ, τι έχουμε για φαΐ;
- Πατάτες μπλουμ.
- Πάλι ρε πούστη μου... Πατάτες μπλουμ, μακαρόνια μπλουμ, για το πούτσο είναι ο μάγειρας... Πότε θα πάω σπίτι μου να φάω σαν άνθρωπος...
Got a better definition? Add it!
Το μυθικό αυτό οστρακόδερμο φέρει δαγκάνες και συνουσιάζεται με σαύρες.
Οι επιστήμονες το ανεκάλυψαν την δεκαετία 90, μέσα από σειρά ανέκδοτων, και έκτοτε κυκλοφορεί σε πολλές εκδόσεις: καβουρογαμόσαυρος ο αμμώδης, ο χερσαίος, ο αποτρόπαιος, Αιτωλοακαρνάνας, κοκ.
Η έκφραση σήμερα χρησιμοποιείται για να περιγράψει γεύματα θαλασσινών με αμφίβολα συστατικά και φρεσκάδα, όπως κατ’ αναλογία η λέξη γκοτζίλα αναφέρεται σε ύποπτα κρεατικά.
Ιάπων σεφ: Σάς άρεσε το kani sashimi σεβαστέ κύριε Hino Takataka;
Hino Takataka: Με λίγο murasaki παραπάνω, ο καβουρογαμόσαυρός σας θα ήτο εξαίσιος!
(προσβεβλημένος, ο σενσέι σεφ εκτελεί σεπούκου)
Ενδοτάξεις γαμοσαύρων: καβουρογαμόσαυρος, καγκουρογαμόσαυρος ο φαντασιόπληκτος, καμπουρογαμόσαυρος domesticus, καμπουρογαμόσαυρος pornobichtus, καμπουρογαμόσαυρος ελευθέρας βοσκής, μαγκουρογαμόσαυρος, μπακουρογαμόσαυρος, σαβουρογαμόσαυρος
Got a better definition? Add it!
Ιστορική μάρκα αθλητικών ειδών, η οποία κατέληξε να γίνει συνώνυμο του αθλητικού παπουτσιού. Μία από τις πρώτες εταιρίες αθλητικών που εισήγαγε μαζικά αθλητικά παπούτσια στην Ελλάδα. Με το πέρας του χρόνου, η μάρκα καθιερώθηκε στη συνείδηση και το καθημερινό λεξιλόγιο του Έλληνα, ως το Ersatz του αθλητικού παπουτσιού.
- Ωραίο το σπορτεξάκι, καινούργιο είναι;
- Ναι, χθες το πήρα.
- Με γεια!
- Μπαμπά, θέλω να αγοράσω καινούργια σπορτέξ, τα παλιά έχουν σκιστεί!
Βλ. και ελβιέλα.
Got a better definition? Add it!
Οτιδήποτε χρησιμοποιείται για να αποσπάσει την προσοχή και να παραπλανήσει. Κάλυψη, προπέτασμα. Από τις κλασικές λέξεις που χρησιμοποιεί ο Τσιφόρος - π.χ. ο λαχανάς στο λεωφορείο βάζει την εφημερίδα μπουζουριέρα για να φάει το πορτοφόλι του ανυποψίαστου συνεπιβάτη.
Κρατάω μπουζουριέρα μπορεί και να σημαίνει φυλάω τσίλιες - ειδικά όταν προσποιούμαι ότι κάνω κάτι άλλο, π.χ. «ένας μάγκας παραπέρα μας κρατάει τη μπουζουριέρα», που λέει κι ο Μπάτης στο ρεμπέτικο «Βάρκα μου μπογιατισμένη».
Δεν είναι σαφές πώς σχετίζεται η μπουζουριέρα με το ρήμα μπουζουριάζω. Με την έννοια της παραπλάνησης, της κάλυψης, δεν υπάρχει προφανής σχέση. Μια άλλη εκδοχή λέει ότι στην μπουζουριέρα κρύβουμε, παραχώνουμε, μπουζουριάζουμε κλοπιμαία, το μαύρο κλπ - στην περίπτωση αυτή σημαίνει την κρυψώνα.
Η μπουζουριέρα δεν πρέπει, βεβαίως, να συγχέεται με την μπιζουτιέρα. Άλλο Τουπαμάρος κι άλλο...
(«Τα σκαθαράκια», από Τα Παιδιά της Πιάτσας του Ν.Τσιφόρου)
Θάσαι σεμνός, όσο πιο σεμνός είσαι, τόσο καλύτερα θα τους γελάς. Όποιος μοστράρεται για ξύπνιος είναι σα να κάνει ρεκλάμα: 'φυλαχτείτε από μένα', φυλάγονται, ενώ άμα κάνεις τον κουτό, γελάνε μαζί σου και τους τη φέρνεις καλύτερα. Θα φροντίσεις νάχεις μια δουλειά μπουζουριέρα δήθεν πως κάτι πουλάς και κονομάς από κει, έτσι κάνουνε κι οι μεγάλοι να πούμε, απ' αλλού δείχνουνε πως τα βγάζουνε κι απ' αλλού κονομάνε.
(Ελευθεροτυπία, 26/02/2008)
Εν τέλει, αποδεικνύεται μύθος το «φτωχό» -με βάση τον επίσημο εθνικό προϋπολογισμό- υπουργείο Πολιτισμού. Οπως αποκαλύπτει σχετική έρευνα του Αρη Χατζηγεωργίου στην «Ε» (16/2), οι εκταμιεύσεις του ΟΠΑΠ προς το υπουργείο Πολιτισμού, όχι μόνο το καθιστούν... ζάπλουτο, αλλά και... πολυπλόκαμη «μπουζουριέρα» πάσης φύσεως επιχορηγήσεων, με αναρίθμητους παραλήπτες και -σε πλείστες περιπτώσεις- τουλάχιστον... ανορθόδοξα κριτήρια.
(από πολιτικό κείμενο του Νέου Αριστερού Ρεύματος)
Αυτό που μας σερβίρουν ως «νέο», είναι το απαρχαιωμένο μοντέλο ενός δικομματισμού, που αποτελεί την μπουζουριέρα ενός καινούριου αντιδραστικού συνασπισμού εξουσίας .της σύγχρονης βαρβαρότητας.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified