Further tags

Κάποιος ή κάτι που είναι για πέταμα, άχρηστο ή άσχημο.

- Πήγα και πήρα αυτή την οθόνη που είχα βρει στην αγγελία και είναι για τα μπάζα, μια θολούρα βλέπεις μόνο! - Ε τι περίμενες με 50ευρώ που έδωσες;!;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τελικά. (μικρή παραλλαγή: ντιπ-για-απο-ντιπ.)

- Είσαι ντιπ-για-απο-ντιπ κουδούνας ή μαλάκας;

Got a better definition? Add it!

Published

Ο μάγκικος, ο μουράτος, ο φινετσάτος.

-Είδες αμάξι που πήρα; Τσίλικο, ε;

Got a better definition? Add it!

Published

Στα άτομα: χαρακτηρίζει κάποιον με βλακώδη, χαζή συμπεριφορά.
Στα αντικείμενα: συνώνυμο του σουρεαλιστικού, του πολύ προχωρημένου

Μια πιθανή προέλευση:
βλάκας -> χωρίς μυαλό -> χωρίς εγκέφαλο -> πυροβολημένος στο κεφάλι -> πυροβολημένος

- Τι κάνει ρε το πυροβολημένο; Μπήκε στο κλουβί να ταΐσει το λιοντάρι; Τράβα βγάλτον μην τον πάρουμε σε σακούλες...

- Άκουσα χτες το cd που μου έδωσες. Πολύ πυροβολημένο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φρέσκο, το νέο αίμα, το καινούργιο.

- Με τη Μαρία, πώς πάει, όλα καλά;
- Ποια Μαρία, πάει αυτή... Βγαίνω με ένα 20χρονο ξανθό, φρεσκαδούρα σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published

Κάτι σωστό, εξηγημένο, «πετυχημένο», που σε επηρεάζει, δεν το ξεχνάς εύκολα.

  1. - Πώς σου φαίνεται ο νέος διευθυντής; Δυνατός έτσι; - Ναι ρε, μέσα σε έναν μήνα έβαλε τάξη στο τμήμα, που το είχε αφήσει μπουρδέλο ο προηγούμενος.

  2. Πςςςς... πολύ δυνατό τραγούδι αυτό. Έχω φάει κόλλημα μιλάμε.

  3. Έβλεπες Κάντυ-Κάντυ; Ηταν πολύ δυνατό μικιμάου. Ακόμα θυμάμαι πώς ένιωσα όταν πέθανε ο Άντονυ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρώμα, αντικείμενο ή συμπεριφορά που καταδεικνύει άμεσα τις ομοφυλοφιλικές προτιμήσιες και διαθέσεις κάποιου.

- Καλά, τι είναι αυτό το μπλουζάκι ρε Μπάμπη; Και κολλητό και ροζ πουστριλέ;
- Δεν είναι ροζ πουστριλέ ρε ανώμαλε. Ζαχαρί πουστριλέ είναι. - Σωστόστ τοτε. Πάω πάσο.
- Τα ρέστα.
- Δικαίωμα.

(από GATZMAN, 21/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προφανώς και κολασμένη - κολασμένο. Αναφέρεται σε κάτι το οποίο είναι εξαιρετικό, ικανό να κολάσει και άγιο. Απαντάται και ως "κόλαση". Η χρήση του συνηθίζεται (αλλά δεν περιορίζεται) για περιγραφή γκόμενας ή φαγητού, δηλαδή για τα σοβαρά πράγματα στον μάταιο τούτο κόσμο.

1
- Το παστίτσιο κολασμένο σήμερα Πόπη μου.
- Εμ κολασμένο θα είναι, από το πρωί στην κουζίνα σαν το δούλο, ούτε ένα καφέ δε πρόλαβα να πιω η γυναίκα. Πήρε τηλέφωνο η Θέκλα και της το 'κλεισα λες και είμαστε μαλωμένες για να προλάβω να τα 'χω όλα στην εντέλεια για τον πασά, αλλά δε φταις εσύ, εγώ φταίω που με θέλαν καν και καν, και γιατροί και δικηγόροι και φαρμακοποιοί. Κι εγώ το ζώον, πήγα και πήρα εσένα.
- Τι το 'θελα και μίλησα. Πού και να ήταν μάπα...

2
- Κολασμένο μωρό η Μερόπη ρε μάγκα μου.
- Η γνωστή Μερόπη απ' τις 40 Εκκλησιές? Η Μερόπη με τον κώλο αναφοράς? Πλάκα με κάνεις ρε φιλαράκι? Έχει παραμιλήσει το σύμπαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Της ιδίας πιθανότατα ρίζας με το μπανίζω, το μπανιστήρι και την μπανιστηροκάμερα, μπάνικο είναι κάτι το οποίο είναι όμορφο όταν το κοιτάς. Προφανώς και αναφέρεται σε γκόμενες και αυτοκίνητα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι σωστή η χρήση του και γι' άλλα αντικείμενα του πόθου.

Σε μία προσπάθεια λεπτομερέστερης εξήγησης του όρου, δανείζομαι την αγγλική έκφραση easy on the eyes, η οποία συνδέει κατά τον ίδιο τρόπο την ομορφιά ενός αντικειμένου ή ανθρώπου με την επίπτωση στα μάτια αυτού που το βλέπει. Βέβαια οι Άγγλοι το λένε με 4 λέξεις, εμείς με 1. Μερακλαντάν.

- Πφφφ! Πολύ μπάνικο ρε συ το εργαλείο.
- Δε λες τίποτα. Τετρακούνα, τούρμπο, 300 άλογα, γάμησέ τα...
- Όχι αυτό το εργαλείο ανόητε. Για το γκομενάκι μέσα στο αμάξι λέμε. Πολύ κολλημένος είσαι μωρ' αδερφάκι μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για ευμεγέθη μύτη. Πολλοί κομπλεξικοί μυτόγκες καταφεύγουν σε πλαστικές επεμβάσεις, με ενίοτε τραγελαφικά αποτελέσματα. Οι πιο άνετοι μυτόγκες αντιθέτως κραδαίνουν με καμάρι το τοτέμ τους, σαν γύφτικο σκεπάρνι, διαδίδοντας μάλιστα παραπλανητικά ότι συνοδεύεται από υπερτροφία και σε άλλα άκρα του σώματος.

Κ.: Θα σε φάω λάχανο, ρε!
Τ.: Λάχανο τουρσί ή λάχανο ντολμάδες;
Κ.: Λάχανο με μυτόγκα καπαμά!
Τ.: Μυτόγκα; Ποιον είπες μυτόγκα ρε; Δεν κοιτάς τα χάλια σου λέω 'γώ;
Κ.: Θες να σου δείξω τη μύτη μου; Αλλά μη μου πεις μετά ότι σε τρόμαξα...

(από φόρουμ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified