Further tags

Κυριολεκτικά, αυτός που λυσσάει για ψωμί. Μεταφορικά ο τσίπης, ο τσιγκούνης ή ο φτωχός, φτωχομπινεδιάρης.

Τάκης: - Θα τις φας τις πατάτες που σου 'μειναν;
Σάκης: - Γιατί, τις θες;
Τάκης: - Αν δεν τις φας, ναι...
Σάκης: - Μα δεν έχεις τελειώσει τις δικές σου ακόμα!
Τάκης: - Θα τις φάω μετά. Λέγε, να τις πάρω;

Ο Τάκης είναι ψωμόλυσσας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μυγιάγγιχτος, ο εύθικτος, ο τρυφερός, που θίγεται, ή στραβώνει, ή χαλιέται με το παραμικρό. Προέρχεται από τις σικάτες, κομψές κυρίες που σηκώνουν τη μύτη και γυρίζουν την πλάτη σε οτιδήποτε εκτός κύκλου τους.

- Σιγά μην έρθω εκεί μέσα.
- Σώπα μωρή κυρία που δε θα 'ρθεις. Θα 'ρθεις και θα γουστάρεις κιόλας!

Σύγκρινε με γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο νεοσύλλεκτος στον στρατό.

«Απολύομαι ψαρούκλες, τα μαλλιά μου κάνω μπούκλες»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμφάνιση που αγγίζει τα όρια της γελοιότητας.

Αν δεις πώς είναι ο αδελφός μου τώρα που ξύρισε το μούσι, θα πάθεις, είναι σα μουνί καλλιγραφία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ανεπρόκοπος, αυτός που δεν έχει χαΐρι.

— Ψήσε ρε μάνα έναν καφέ να ανοίξει το μάτι μου...
Ουναμ'χαθείς παλιορεμπεσκέ, χαράματα γύρισες πάλι εχτές;

Δες και rembesqieu.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που χρησιμεύει μόνο για να κρατάει κάτι, έχοντας δευτερεύοντα ρόλο σε μια κατάσταση, πράξη, κίνηση ή διαδικασία.

- Κράτα τον φακό να βλέπω...
- Πάλι εσύ θα σπάσεις το λουκέτο; Θέλω κι εγώ...
- Εσύ αγόρι μου είσαι γεννημένος βαστάντζος. Φέγγε τώρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο απατεώνας, ο κομπιναδόρος. Η λέξη πιθανολογείται ότι προέρχεται από την ισπανική έκφραση «la moya» που σημαίνει «η τάδε».

Τράβα να κάνεις δουλειά με τα λαμόγια και μετά έλα να μου κλαφτείς που σε δαγκώσανε. Θα φας κάτι κλωτσές.....

(από GATZMAN, 03/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνθρωπος που επιδιώκει να γίνει φίλος με κάποιον ανώτερο στην ιεραρχία προκειμένου να επωφεληθεί από αυτόν.

Γνωστός και ως: γλείφτης, γλίτσας, τσίρος, τσάτσος, δώστης, σπιούνος.

- Απ' όσο άκουσα, φέτος θα μου δώσουν τη θέση του γενικού!
- Σίγα μην τη δώσουνε σε σένα! Δεν βλέπεις τον Νίκο, έχει γίνει τσιράκι του αφεντικού και την έχει τη θέση στο τσεπάκι του !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αναξιόπιστος ή ο «χαμένος». Χρησιμοποιείται και σαν φιλική βρισιά.

- Πού ήσουν χτες ρε μαλάκα, σε χάσαμε.
- Εε, με ένα γκομενάκι είχαμε βγει.
- Έτσι, ε, ...κουφάλα, και στον φίλο σου κουβέντα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πλούσιος, αυτός που έχει πολλά χρήματα και συνήθως το επιδεικνύει.

Σωστός ο Κυριάκος, βρήκε εκεί την Σούλα που είναι φραγκάτη και τώρα μου κάνει διακοπές στην Μύκονο τα καλοκαίρια.

Δες και -άτος. Συνώνυμα του πλούσιος: λεφτάς, ματσό, μπρούκλης, φραγκάτος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified