Το βρίσιμο, συνήθως η βλαστήμια, το βρίσιμο των θείων.
Παναγιώτη σταμάτα να τσιμπάς τον παππού γιατί αν ξυπνήσει θα σου κατεβάσει κανένα καντήλι και θα έχει και δίκιο.
Το βρίσιμο, συνήθως η βλαστήμια, το βρίσιμο των θείων.
Παναγιώτη σταμάτα να τσιμπάς τον παππού γιατί αν ξυπνήσει θα σου κατεβάσει κανένα καντήλι και θα έχει και δίκιο.
Got a better definition? Add it!
Ο άφραγκος, αυτός που δεν έχει καθόλου λεφτά, ο ρέστος.
- Δικέ μου έχεις κανένα κατοστάρικο να ταΐσουμε κανένα φλιπεράκι;
- Τι κατοστάρικο ρε 'συ; Αφού το ξέρεις, είμαι στεγνός εδώ και δυο μέρες. Ούτε τσιγάρα δεν έχω. Μήπως έχεις ένα τσιγάρο;
Σχετικά: δεν έχω ούτε μαντήλι να κλάψω, δεν έχουμε μαντήλι να κλάψουμε, έμεινα πανί με πανί, έμεινα στον άσσο, κάνω το σκατό μου παξιμάδι, ξυπολιάς, ξυπόλυτος, ξυπολυταρία, ζάφτωχος, παξιμάδι, ταπί, φτωχοσυμπέθερος, φτωχός πλην τίμιος, φτωχοπρόδρομος, φτωχομπινές, φτωχομπινεδιάρης.
Got a better definition? Add it!
Ο άφραγκος, αυτός που δεν έχει καθόλου λεφτά, ο στεγνός.
-Πήγα το πρωί και πλήρωσα εφορία, νερό, ρεύμα, τηλέφωνο και κάτι γραμμάτια και έχω μείνει ρέστος. Να δω πώς θα βγει ο μήνας πάλι.
Σχετικά: δεν έχω ούτε μαντήλι να κλάψω, δεν έχουμε μαντήλι να κλάψουμε, έμεινα πανί με πανί, έμεινα στον άσσο, κάνω το σκατό μου παξιμάδι, ξυπολιάς, ξυπόλυτος, ξυπολυταρία, ζάφτωχος, παξιμάδι, ρέστος, ταπί, φτωχοσυμπέθερος, φτωχός πλην τίμιος, φτωχοπρόδρομος, φτωχομπινές, φτωχομπινεδιάρης.
Got a better definition? Add it!
Αποχαιρετώ, λέω αντίο. Από τον παραδοσιακό τρόπο αποχαιρετισμού, κουνώντας ένα λευκό μαντήλι.
-Άντε έλα να χαιρετηθούμε.
-Τι δεν θα με πας μέχρι τον έλεγχο;
-Μήπως θες να περιμένω και μέχρι να φύγει το αεροπλάνο ώστε να σου κουνήσω το μαντήλι;
Got a better definition? Add it!
Συνώνυμο των χαιρέτα μου τον πλάτανο, φέξε μου και γλύστρησα, άντε γειά, κάααααλα... Εκφράζει ψιλο-αποδοκιμασία, ψιλο-βαρεμάρα, και λίγο σταρχιδισμό.
- Και τι πρέπει να κάνεις για να πάρεις το χαρτί;
- Πρέπει να πας στη γραμματεία, να στο επικυρώσουν, μετά να πας στο ταμείο, να... (μετά από 10 λεπτά) ...και τέλος στο διευθυντή για να σου δώσει το χαρτί....
- Κάαααλα, Τρεχαγυρευόπουλος δηλαδή...
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρίζει κάποιον που δεν ξεκολλάει από κάποιον άλλο, ή που γνωρίζει τα πάντα γι' αυτόν τον άλλο.
-Πού ήταν χθες ο Γιώργος; -Πού να ξέρω; Σπυρί στον κώλο του είμαι;!;
Got a better definition? Add it!
Το κόκκινο φανάρι, όταν το έχουμε περάσει και είναι πλέον αργά, ενώ μας γράφει ο μπάτσος.
- Καλά ρε, δεν το είδες το κόκκινο;
- Ε, φανταστικέ μου τροχονόμε, βαθύ πορτοκαλί ήταν...
Got a better definition? Add it!
Ο τύπος που είναι μέσα σ' όλα, που δε χάνει γεγονός για γεγονός, αλλά που η ύπαρξή του δε στιγματίζει, μιας κι όλοι τον έχουν πλέον συνηθίσει.
- Και ποιοι ήταν εκεί;
- Ο Τάκης, ο Λάκης, ο Σούλα, η Τούλα, ο Μάκης, η Κούλα...
- Τι; Ο Σάκης δεν ήταν;!
- Ε ο Σάκης δε θα 'ταν; Ο αρχι-μαϊντανός;!
Got a better definition? Add it!
Κότα λειράτη (απο το λειρί), πολύ δειλός.
-Μόνο κότα; Κότα λειράτη σου λέω, μεγάλος χέστης.
Βλ. και κλάνας, κατουρλής, ο, μπουγατσόφλωρος, κουραμπιές, χεσμεντέν, χεζμεντέν, ζάζος
Got a better definition? Add it!
Γαμήσου αμέσως. Από το σαλτάρω (= κάνω άλμα), κάτι που γίνεται πολύ γρήγορα.
*.
-Σάλτα και γαμήσου λίγο παρακάτω, που' χει και άπλα να κάνεις τα τρελά σου.
Δες και *γαμιέμαι - Σχετικά: άι γαμήσου, άντε και γαμήσου, γαμήσου παραπέρα, άντε γαμήσου ρε να βγάλεις όνομα, ιά και γαμήσου, σάλτα και γαμήσου, σάλτα και γαμήσου και φέρε μου τα ρέστα, τράβα γαμήσου και φέρε μας και τις εισπράξεις
Got a better definition? Add it!