Selected tags

Further tags

Η προσβολή, συνήθως μπροστά σε άτομα που δε θα έπρεπε να είχε γίνει, αποτελώντας μέγιστη προσβολή και δημόσια ξεφτίλα.

Του χουφτώνουν τη γυναίκα μπροστά του, τον αποκαλούν βλακάκο μπροστά του, κατουράνε το αμάξι του μπροστά του, κολλάνε τις μύξες τους στα ρούχα του μπροστά του και δεν κάνει τίποτα! Τη μία προσβόλα μετά την άλλη τρώει ο ξεφτίλας...

Δες και .

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που μετράει, συνήθως άσχημα, που κωλολέει, που δεν παίρνει χαμπάρι μία.

Χρησιμοποιείται για να υπογραμμίσει την αρτιότητα, την αξία, το μέγεθος της εγγύησης που αποτελεί κάποιος ή κάτι.

  1. Ψηλλλέ τσίμπησα μια οθόνη, πολλλή ζόρικη σε λλλέω. Τρακόσα εκατομμύρια χρώματα, 85 ίντσες και δε συμμαζεύεται...

  2. Άσε τον Τάκη πάνω μου. Είναι ζόρικος ο Τάκης, θα του εξηγήσω και θα καταλάβει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

...ή αλλιώς τα βορειοελλαδίτικα. Ο τρόπος ομιλίας των Μακεδόνων. Εμπεριέχονται: τα με, σε, το βαρύ λάμδα, γενικά η βαριοσύνη λόγω του κλίματος που σε αναγκάζει να 'σαι με την φραπεδιά ολημερίς. Εξού και φραπεδούπολη, προσωνύμιο της πόλης.

- Χα χα, ναι ρε μπαοκάρα, θα με πάρεις κιμά να με κάνεις κιοφτέδες!!
- Τι γελάς ρε χαμουτζή, τα δικά σας τα λούγκρικα τα αθηναϊκά καλύτερα είναι;;;

Παρόραμα(;) στο «Ξεκίνημα», τεύχος 1, Φλεβάρης 1944, περιοδικό του Εκπολιτιστικού Ομίλου του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. (Το αρχείο παρμένο απ\' το «Αφιέρωμα Θεσσαλονίκης» της ιστοσελίδας Λογοτεχνικά Επίκαιρα.) (από vikar, 01/06/12)(από Khan, 12/09/14)

Δες και σε λέω, με λες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το εκμοντερνισμένο «χρυσό μου». Συνήθως το χρησιμοποιούν οι φιλενάδες μεταξύ τους. Ο τόσο γλυκός τρόπος που παραπέμπει σε βρεφική ηλικία (βλ. ζουζούνισμα) -μπιάχ!!

Έλα βρε ζουζού μου, πού χάθηκες;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πολύ δυνατό κλιματιστικό, αυτό που δημιουργεί πολικό κλίμα. Προέρχεται απο την αρκούδα και το air-condition, σε σύμπτυξη.

- Είχε βάλει στο αμάξι το αρκουδίσιον στο φουλ, ο μπαγλαμάς, και το δαγκώσαμε μέχρι να φτάσουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεγάλη πράσινη σαύρα. Η γυναίκα που μιμείται την κίνηση της σαύρας, κωλοκουνίστρα. Σε επέκταση γυναίκα παιχνιδιάρα, τσαχπινογαργαλιάρα.

Είν' αυτή μια τσαπερδόνα! Σε 10 λεπτά, με το νάζι της, θα τον έχει ψήσει, σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το έτσι στα greeklish. Πρέπει να είσαι 1337 για να μπορείς να το πεις. Χρησιμοποιείται και σε συνδυασμό με το ki (kietc).

etc = et + c = ετ + σι = έτσι

  • n00b was kicked by 1337us3r1 (no n00bs)

1337us3r2: lol eeeetc!!!!111oneoneelevenoneone

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν έχει πρωτεύοντα λόγο ή ρόλο σε μια κατάσταση. Ή αυτός που ενώ θα έπρεπε να είχε, τελικά δεν έχει. Ο παρακατιανός.

-Ο Τάκης; Ποτέ δεν κατάφερε κάτι μόνος του. Όλες τις αποφάσεις άλλοι τις έπαιρναν γι' αυτόν. Κομπάρσος στην ίδια του τη ζωή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσφώνηση ατόμου ξηγημένου, που φέρθηκε σωστά ή είπε κάτι σοφό ή αστείο ή έξυπνο. Όσο περισσότερα τα σ, τόσο πιο ξήγας.

Είσαι ωραίος -> 'σ' ωραίος -> σωραίος

- Ρε φιλαράκ', έχεις ένα τσιγάρο; - Πάρε δύο... - Σσσσσσσωραίος!

(από Galadriel, 05/07/14)(από patsis, 28/09/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Συνομοταξία ανθρώπων της φυλής των Ρομά (αλλιώς απλά τσιγγάνος).

  2. Ο τελείως ξεφτίλας άνθρωπος, ο βρωμιάρης, ο τσιγγούνης, ο άνθρωπος χωρίς τρόπους κλπ.

Εμφανίζεται συχνά και ως γύφτουλας.

- Πάλι στην τράκα την έβγαλε ε; - Αφού είναι γνωστός γύφτος!!

(από Galadriel, 16/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified