Selected tags

Further tags

Φράση που χρησιμοποιείται κατά κόρον για γυναίκα ελαττωμένων σεξουαλικών αντιστάσεων. Κοινώς «εύκολη». Ακόμα περισσότερο για γυναίκα δεσμευμένη που είναι όμως ευκόλως επιρρεπής στην απιστία.
Επίσης χρησιμοποιείται και ως θετική απάντηση (πονηρή και διακριτική) στο ερώτημα: «Ρε φίλε, ο ....... είναι αδερφή;;;»
Ίδια σημασία και με τη φράση «πνίγω το κουνέλι».

Η Κατερίνα τά'χει 3 μήνες με τον Σταύρο. Αλλά άμα της την πέσεις από δίπλα... ε , το πάει το γράμμα...

Βλ. και παίρνω τον πούλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που χρησιμοποιεί «δόντια», «κονέ», «μέσα», κοινώς γνωριμίες για την επίτευξη του σκοπού του. Συνήθως αφανής, καταφέρνει το σκοπό του αλλά προκαλεί την αποδοκιμασία των άλλων.

Γενικότερα, ο γλείφτης, ο αυλικός κάποιου υψηλά ιστάμενου προσώπου.

- Ο Τάκης πέρασε στρατό ζάχαρη. Τσάτσος του λοχαγού ήταν, τι περίμενες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αμηχανία, το black out μυαλού και γλώσσας σε καταστάσεις που δεν αντιμετωπίζονται και εμπεριέχουν και στοιχεία ντροπής. Από το κομπλάρω που βασίζεται στο complex.

- Και μόλις άκουσε από τη γκόμενα το «άει πνίξου ρε μάπα», πάγωσε ο μικρός. Κόμπλα μιλάμε, ούτε κουβέντα ούτε τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποστήριξη σε κάποιον για συγκεκριμένο θέμα, συνήθως αθόρυβα αλλά με ικανά αποτελέσματα.
Εκ του λατινογενούς «advantage».

- Τελικά την έριξες τη Μαρία ρε;
- Μπααα. Αφού ρε ο κολλητός της, έκανε αβάντα στον Χρήστο. Οπότε την έφαγε ο Χρήστος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στον πλυθηντικό, ο σύντομος ύπνος. Χρησιμοποιείται ως φράση δε, «πάω για τούφες».

Χαλάρωσα τώρα απ' τη μάσα. Πάω για τούφες.

Μετά τη μάσα πήγε για τούφες. (από panos1962, 12/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευρύτερα γνωστό ως: «πνίγω το κουνέλι».

Φράση που χρησιμοποιείται κατά κόρον για γυναίκα ελαττωμένων σεξουαλικών αντιστάσεων. Κοινώς «εύκολη».
Ακόμα περισσότερο για γυναίκα δεσμευμένη που είναι όμως ευκόλως επιρρεπής στην απιστία.
Επίσης χρησιμοποιείται και ως θετική απάντηση (πονηρή και διακριτική) στο ερώτημα: «Ρε φίλε, ο ....... είναι αδερφή;;;»
Ίδια σημασία και με τη φράση «πάει το γράμμα».

Φράσεις με ίδια σημασία:

  • τη γυρνάει τη μπετονιέρα
  • τη μαδάει τη μαργαρίτα
  • τη ματσακονιάζει τη βάρκα
  • τη σουρώνει την ψαρόσουπα
  • τη χαλαρώνει τη βαλβίδα
  • την ανοίγει την πίσω πόρτα
  • την καταπίνει την κοινωνία
  • την κουνάει την αχλαδιά
  • την κουνάει την καμπάνα
  • την κρατάει την τιάρα
  • την κυνηγάει την πέρδικα
  • την ξεφλουδίζει τη μπανάνα
  • την τινάζει την βερικοκιά
  • τις μαζέυει τις ελιές
  • το γρασάρει το ρουλεμάν
  • το γυαλίζει το φυνιστρίνι
  • το δαγκώνει το αντίδωρο
  • το ευλογάει το γένι
  • το ζυμώνει το μπιφτέκι
  • το καβουρδίζει το φυστίκι
  • το κανελώνει το ριζόγαλο
  • το καταπίνει το κουκούτσι
  • το κρεμώνει το γαλακτομπούρεκο
  • το μαζεύει το λάστιχο
  • το μαζεύει το σαπούνι
  • το μαστιγώνει το δελφίνι
  • το μελώνει το παστέλι
  • το πάει το γράμμα
  • το πιπιλίζει το καλαμάκι
  • το ρουφάει το γλειφιτζούρι
  • το ρουφάει το κανελόνι
  • το σαλιώνει το πασαλάκι
  • το σηκώνει το ράσο
  • το σηκώνει το σακάκι
  • το στρώνει το σεντόνι
  • το σφίγγει το μπουλόνι
  • το σφουγγαρίζει το κατάστρωμα
  • το τρίβει το πιπέρι
  • το φυσάει το αχνιστό
  • το ψέλνει το ευαγγέλιο
  • το ψήνει το τσουρέκι
  • τον απλώνει τον τραχανά
  • τον βάζει το σύρτη
  • τον παίρνει
  • τον πασπαλίζει τον κουραμπιέ
  • τον στρίβει τον ντολμά
  • τον τσουρουφλίζει τον αστακό
  • τον φτύνει τον ταραμά
  • την καίω τη βάτα
  • την σιδερώνω τη γραβάτα

Σαφής ορισμός.

Βλ. και παίρνω τον πούλο και την τρίζει την όπισθεν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Mύτος, το άτεχνο χτύπημα κυρίως μπάλλας ποδοσφαίρου με το μπροστινό μέρος του ποδιού.

Ρε συ τι τσαρούχι πέταξε ο Πατσάς προχτές

Διαφορετικό τσαρούχι στο 2:06. Χάρυ Κλυνν, Αλαλούμ, 1982. (από patsis, 30/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και να 'ούμε, ας 'ούμε.

Φρασεολογία που χρησιμοποιείται πάρα πολύ από ανθρώπους με φτωχό λεξιλόγιο και είναι ο στάνταρ σύνδεσμος μέσα στις προτάσεις τους για να πουν και να εννοήσουν τα πάντα. Μέσα σε κάθε πρόταση θα βρείτε τουλάχιστον 3 με 4 «να πούμε». Ξεκίνησε σαν ένας τρόπος να μιλήσεις μάγκικα στις παλαιότερες γενιές.

  1. Γιατί εγώ να πούμε και τη βγάζω να πούμε έξω και της πληρώνω το χόντο να πούμε και στα μπουζούκια να πούμε την πάω...

  2. Κοίταξε ας 'ούμε ο Τάκης να 'ούμε είναι καλό παιδί και θα βρει να 'ούμε μια κοπέλα της προκοπής να ανοίξουνε ας 'ούμε ένα σπιτικό.

Χάρρυ Κλύνν και πάσης ελλάδος να πούμε... (από vikar, 26/07/10)

Βλ. και ασμ, νταξναούμ, άμα λάχει (ναούμ').

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Την πατήσαμε, την φάγαμε.

- Περάσαμε με κόκκινο και πίσω μας είναι μπατσάδικο...
- Την κάτσαμε...

Δες και τη γαμήσαμε τη βάρκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αστυνομικό αυτοκίνητο.

Συνώνυμο: σλιπάκι

Πρόσεχε, μπατσάδικο στη γωνία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified