Τα χρειάζομαι.
Ήταν πολύ γερό το τρακάρισμα... Τα είδα όλα... Ευτυχώς τελικά δεν έπαθα τίποτα...
Got a better definition? Add it!
Ο άριστος παίχτης (στη μπάλα, στα τυχερά παιχνίδια κλπ.)
Ο πολύ καπάτσος.
Got a better definition? Add it!
βλ. αστέρι, ορισμός αρ. 1.
Ρε τον αστερία, έβαλε τα μακαρόνια να βράσουν χωρίς νερό...
Got a better definition? Add it!
Γίνομαι χάλια. Επίσης λέμε και γίνομαι κωλοτρυπίδια.
1. λερώνομαι
2. τσακώνομαι
3. σμπαραλιάζομαι ψυχικά
4. μεθάω
Χθες που έριξε νεροποντή δεν είχα ομπρέλα μαζί μου και έγινα κώλος.
Τσακωθήκαμε άσχημα, γίναμε κώλος.
Αρκεί μια κουβέντα της και γίνομαι κώλος / κωλοτρυπίδια...
Χθες ο Μπάμπης χώρισε και το βράδυ πήγε και τα ήπιε και έγινε κώλος / κωλοτρυπίδια...
Got a better definition? Add it!
Η παλιοαδερφή.
Oυστ παλιοκουδουνίστρα...
Got a better definition? Add it!
Aπρόβλεπτα δύσκολη άσκηση, εργασία.
Μου βγήκε ένα καυλί στη δουλειά. Πάτε εσείς και θάρθω και εγώ μετά, όταν τελειώσω.
Got a better definition? Add it!
Published
Δαγκώνω το καυλί μου: υφίσταμαι υπερβολικό κρύο.
Δεν καταφέραμε να ανάψουμε το τζάκι στο εξοχικό του και δαγκώσαμε το καυλί μας.
Got a better definition? Add it!
Published
O γκέι σε υπερθετικό βαθμό.
Χρησιμοποιείται συχνά από νεαρά άτομα όταν θέλουν να υποβιβάσουν συνομήλικό τους.
Τι θες ρε γκέουλα;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Με τίποτα, σε καμία περίπτωση.
- Θα έρθεις για κάμπινγκ το καλοκαίρι ρε μαλάκα;
- Μέσα στη λάσπη και τη βρώμα; Με την καμία όμως!
Got a better definition? Add it!
Η βόλτα, το σεργιάνι, η περιπλάνηση.
Από το ιταλικό sollazzo.
Πιο συχνά συναντούμε το ρήμα σουλατσάρω. Επίσης χρησιμοποιείται συχνά και η λέξη σουλάτσα αντί του σουλάτσο.
- Πού 'σαι ρε Βάγγο;
- Βολτίσα με κάτι φιλαράκια και το βράδυ για ποτάκι!
- Α ρε αλάνι, όλο στη σουλάτσα είσαι!
Got a better definition? Add it!