Είναι τα θηλυκά lol πια βαριά από τα απλά lol μαζεμένα μαζί. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για να εκφράσει την κατάσταση του παθόντα ύστερα από πολύ γέλιο, όπου χαχανίζει ακόμα ανά τακτά διαστήματα.

- Χιιχιχιχιχι... (παύση)... τοοον μαλάκα τι είπε... ΧΑ... (παύση) χχιχιχιιχ... χιχιχιχι (παύση)...
- Ρε μαλάκα. Ο Κώστας πέθανε στο γέλιο πριν και τώρα κάνει λόλες!

Βλ. και lol, λολ, lol-some, lol-οκαύτωμα, rotf-lol, LMFAO κ.λπ., lolen, λολάρω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο με το όνομα του γνωστού μοντέλου της Nissan (Micra) για να προσδιορίσουμε την πραγματική αξία του συγκεκριμένου αυτοκινήτου.

- Άντε ρε...βιάζομαι, πήγαινε λίγο πιο γρήγορα!
- Τι θες ρε μ****α;!;!; Nissan Picra έχω...όχι Ζ4!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν τα lol δεν αρκούν, έρχονται τα ROFL και όταν γίνουν πολλά και πέφτουν με καταιγιστικούς ρυθμούς που θυμίζουν ελικόπτερο, τότε έχουμε το Roflcopter,

- Ήταν μία κότα. Σηκώνει το ένα πόδι , σηκώνει το άλλο και πέφτει.
- Roflcopter.

(από sexpeer, 25/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι αυτό που μας προφυλάσσει από το κέρατο. Σε αντίθεση με το αλεξικέραυνο, το αλεξικέρατο έχει πιο αφηρημένη σημασία και λειτουργία, επομένως μπορεί να είναι χίλια δυο πράγματα: ο ήρωας του Ροΐδη ας πούμε (βλ. παράδειγμα 1) θεωρεί πως το ψώνιο της γυναίκας του δεν της αφήνει καιρό για αγάπες και λουλούδια, άρα είναι αλεξικέρατο.

Ένα άλλο παλιό και δοκιμασμένο αλεξικέρατο είναι η ασχήμια: κυκλοφορεί άλλωστε από παλιά στους φιλολογικούς κύκλους το εξής ρητό: «η γυναίκα είναι σαν την μετάφραση: όταν είναι πιστή δεν είναι ωραία και όταν είναι ωραία δεν είναι πιστή».

Όπως το αλεξικέραυνο ετυμολογείται στα αλεξι- (= αυτό που διώχνει) + κεραυνός, έτσι και το αλεξικέρατο βγαίνει από τα τα αλεξι- + κέρατο.
Η λεξιπλασία αυτή είναι αναμφίβολα παλιά, αφού την συναντάμε στο διήγημα του Εμμανουήλ Ροΐδη «Ψυχολογία Συριανού συζύγου», γραμμένο το 1894.

  1. (Από το διήγημα του Εμμανουήλ Ροΐδη, «Ψυχολογία Συριανού συζύγου»)
    «Δύσκολον τω όντι ήτο να εύρη καιρόν ν' αγαπήση κανένα η επιχειρούσα τον κόσμον όλον να κατακτήση. Την άμετρον φιλαρέσκειαν της γυναικός μου εσυνείθισα βαθμηδόν να θεωρώ ως ασφάλειαν κατά της μεγάλης συμφοράς, ως είδος τι αλεξικεραύνου, ή, ως θα έλεγεν ο Χαλδούπης, 'αλεξικεράτου'.»

  2. (από εδώ)
    «Αν νοιώθεις έντονη φαγούρα στη κορυφή του κεφαλιού άστο μη το ψάχνεις, είναι αργά (αλεξικερατο δεν υπάρχει). Δεν γράφω άλλα μη τυχόν και διαβάζει το μπλογκ σου η δικιά μου και μάθει όλα τα κόλπα.»

Και γαμώ τα παιδιά ήταν ο Ροΐδης!! (από Cunning Linguist, 08/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γνωστό «Γάμησε τα»...

- Πως πάει ρε μαλάκα. Όλα καλά;
- Άμησετα.

Βλ. και γάμησέ τα κι άφησέ τα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το «ρομαντικός» και «βρώμα». Ατάκα Καραγκιόζη από παλιά, αρχές του 20ου αιώνα, τουλάχιστον. Ήταν ιδανικό ο ρομαντισμός, στην αστική κοινωνία της Αθήνας, αλλά ο Καραγκιόζης ήταν η πικρή καθημερινότητα.

Καραγκιόζης: Έλα να κάτσουμε εδώ, δίπλα στην παράγκα, είναι πολύ βρωμαντικά!

Got a better definition? Add it!

Published

Όπως το βρωμαντικός. Οι κυρίες της εποχής διαβάζανε ρομάντσα, αλλά η Ελλάδα ήταν (είναι) μες στην βρώμα. Σάτιρα της αστικής ελληνικής κοινωνίας.

- Φοβερό βρωμάντσο αυτό με τον Γκλέτσο! Με συγκίνησε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαστός της γυναίκας που είναι στητός και με σφαιρικό σχήμα.

- Πωπω είδες τι απίστευτα βυζόμπαλα έχει αυτή;
- Άραξε ρε, φο-βυζού είναι!

Δώσε βάση στο νόημα. (από Galadriel, 07/03/09)Άλλη μία από wonderbra, πιο ευνόητη γιατί μέχρι να καταλάβω το διπλανό σκάλωσα άσχημα. (από patsis, 08/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γκαζάκιας, αυτός που τρέχει πολύ με το αυτοκίνητο ή με τη μηχανή του χωρίς όμως να έχει ιδιαίτερες ικανότητες στην οδήγηση. Συνήθως το κάνει εκεί που υπάρχει κόσμος, για επίδειξη, με αποτέλεσμα να γίνεται επικίνδυνος για τους υπόλοιπους. Γκαζοφονιάδες θα μπορούσαν να είναι οι κάγκουρες και τα σπατάνια, αλλά αυτοί συνήθως κυκλοφορούν με πολύ αργή ταχύτητα και δυνατά τη μουσική για να τους προσέχουν οι γύρω.

- Πάμε εκδρομή την Κυριακή στην Χαλκίδα. Θα οδηγεί ο Βασίλης. - Τι λες ρε, είσαι τρελός που θα μπω εγώ σε αυτόν τον γκαζοφονιά; Προτιμώ να πάω με το ΚΤΕΛ και να χάσω την ώρα μου περιμένοντας παρά να πάω με τον Βασίλη και να είμαι εκεί σε μισή ώρα και να’ χω κλάσει πατάτες!

"...χωρίς όμως να έχει ιδιαίτερες ικανότητες στην οδήγηση" (από Galadriel, 01/03/09)

Βλέπε και ο φονέας των δρόμων, καυλοτίμονος, καυλόγκαζο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την εκπληκτική τριλογία Amici Miei (Εντιμότατοι Φίλοι μου), προέρχεται η αυτονομημένη ατάκα «γουρδώνω το περπούτσι παράμοιρα», που αποτελεί ελέυθερη μετάφραση εκ του ιταλικού πρωτοτύπου από έναν προφανώς πεφωτισμένο επαγγελματία μεταφραστή. Η έκφραση χρησιμοποιήθηκε για να θολώσει τα νερά και να παρέχει μία αληθοφανή δικαιολογία για κάτι που περισσότερες λεπτομέρειες δε χρειάζεται/δεν πρέπει να δοθούν. Έτσι χρησιμοποιείται και στην αυτονομημένη της εκδοχή.

  1. - Λουκά μου, μπορείς να με πετάξεις μέχρι τη μαμά μου και μετά λίγο μέχρι το ΙΚΕΑ και αν έχουμε καιρό για πέντε λεπτάκια στο κομμωτήριο;
    - Θα ήθελα πάρα πολύ αλλά πρέπει να γουρδώσω το περπούτσι...
    - Ποιο; Τι λες Λουκά;
    - Ναι, παράμοιρα. Ασ' τα να παν. Έπρεπε να είχα ήδη φύγει.

  2. - Και πώς εξηγείς τότε το λεκέ στο πουκάμισο Αρχέλαε; Ε;
    - Έπρεπε να γουρδώσω το περπούτσι παράμοιρα και βιαζόμουν και όπως το έβαζα ακούμπησε στο ρουζ που ήταν ανοιχτό πάνω στον πάγκο, Πίτσα μου.

(από jesus, 13/10/10)

Βλ. και καλιμπιστίρι!.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified