Η ταρζανιά, η επικίνδυνη και απερίσκεπτη μανούβρα/κίνηση/πράξη/ενέργεια/δράση που επειδή μάλλον ο διαπράττων δεν είναι ο αείμνηστος John Wayne, δεν θα του βγει σε καλό.

Στο ένα χέρι το κινητό και στο άλλο το μπούτι της Σούζη, ήθελε να κάνει και καουμποϊλίκια στην παραλιακή. Και τώρα, το ραδίκι ανάποδα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ολίγη από παρτσακλό, ολίγη από ντιπ για ντιπ αλλού, το πιριπιτσόλι (ενίοτε και πιρπιστόλι) απαντάται σε όλη την ελληνική επικράτεια. Είναι συνήθως γένους θηλυκού, αν και σπάνια έχουν καταγραφεί εμφανίσεις αρσενικών πιριπιτσολιών. Είναι ένα αλαφροΐσκιωτο πλάσμα, άκακο για το ευρύ κοινό και δεν έχει γνωστούς εχθρούς στο ζωϊκό βασίλειο. Παρά ταύτα, η εν γένει χαζοχαρούμενη διάθεσή του, ενίοτε κουράζει και εκνευρίζει. Η έννοια έχει και μια ενδυματολογική διάσταση, αφού το πιριπιτσόλι προσομοιάζει σε χαρμπαγιάγκαλο.

Ρε συ, τι πιριπιτσόλι είναι αυτή η Ντέπυ; Κατ' αρχήν όλο φοράει κάτι περίεργα σαν φάσιονβίκτιμ ένα πράμα. Κάτι παρδαλά, κάτι μυστήρια. Και όλο χαχανίζει, ρε πούστη μου. Της έλεγα για τον ΠΑΟΚ προχθές κι αυτή γελούσε. Τι γελάς μωρή, της λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα ηλεκτρονικά παιχνίδια arcade της δεκαετίας του '80 - Pacman κλπ. Η λέξη προέρχεται από τους ήχους που έκαναν οι μηχανές. Κατά συνεκδοχή, τα στέκια με ηλεκτρονικά παιχνίδια. Πολλά από τα μαγαζιά αυτά είχαν απ' έξω μια φωτεινή επιγραφή με τη λέξη GAMES - που διάφοροι γονείς πρόφεραν "Γκάμες".

Πιο πρόσφατα, η λέξη μπιμπλίκια χρησιμοποιείται για διαφόρων ειδών gadgets.

- Πάλι δεν πήγες Αγγλικά, Κυριάκο; Πάλι στα μπιμπλίκια ήσανε;
- Όχι, ρε μάνα, ποια μπιμπλίκια;
- Αφού σε είδε η κυρά Ευπραξία να βγαίνεις από τις γκάμες, κακόχρονο νάχεις, λες και ψέματα ...

Εθιστικά και εξαγριωτικά. (από Galadriel, 26/10/11)(από gizaha, 02/10/14)

Βλ. και ουφάδικο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που έχει μικρό πέος.

Η Άννα δεν έχει πρόβλημα με τους μικροτσούτσουνους. Βασικά, δεν έχει πρόβλημα με κανέναν...

(από Galadriel, 07/03/09)Οβελίξ ο μικροτσούτσουνος (από allivegp, 30/06/09)Να γιατί αρκούσε ένα φύλλο συκής για να το καλύψει. (από Khan, 06/08/09)(από Khan, 20/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι πρωινές σηκωμάρες που συνδυάζονται με το κατούρημα, όπου δεν μπορείς να πετύχεις χέστρα.

Ξύπνησα με κάτι κατουρόκαυλες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπανιστήρι.

- Πάω παραλία για οφθαλμόλουτρο.

(από patsis, 12/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αδιάφορος.

- Άσε δεν βοηθά ο Παυλάκης... Μεγάλος ζαμανφουτίστας.

Σάκης Μπουλάς, "Ζαμανφού". (από Hank, 10/02/09)

Δες και ζαμανφού, ζαμάν φου, ζεμανφουτίδης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που φοράει φράκο.

(επειδή το φράκο είναι σχιστό πίσω, σαν την ουρά του χελιδονιού).

Όλη η ορχήστρα ντυμένη στα μαύρα και ο μαέστρος ψαλιδόκωλος. Επίσημα πράγματα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φανταστικό φάρμακο που παίρνει κάποιος για να αντιμετωπίσει προβλήματα που του προκύπτουν, τα οποία δεν εκτιμώνται ως πολύ σοβαρά από τον ίδιο ή από αυτόν που του προτείνει να το πάρει.

- Η προϊσταμένη μου, μου έχει σπάσει τα νεύρα, με έχει στο τρέξιμο συνέχεια.
- Κοίτα, μόλις σου ξαναπεί κάτι, πάρε μια γραψαρχιδίνη! Αν σου ξαναπεί, πάρε άλλη μία γραψαρχιδίνη και θα σου περάσει σίγουρα!

Για τα μην τα τραβάτε! (από Vrastaman, 10/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified