Further tags

Η συνεχής επιθυμία για μπύρα.

- Κώστα, τι θα πιείς ρε φίλε;

- Μπυρωίνη κλασικά, αφού ξέρεις ότι δεν αντέχω!

Got a better definition? Add it!

Published

Ποτό μπόμπα. Ενίοτε σημαίνει ήπια τα κέρατά μου.

  1. - Τι ποτό πήρες; - Λιωσέ κουέρβο...

  2. - Τι κάνατε χτες; - Αράξαμε στου Θωμά. Λιωσέ κουέρβο σου λέω!

Από το λιώσιμο και την τεκίλα Χοσέ Κουέρβο. Βλέπε και Θήβας Ρήγκαλ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σφηνάκι σχετικά πρόσφατα εμπνευσμένο από τρελό άτομο με αυτοσκοπό το μεθύσι των κοπελίων που τον συνοδεύουν... Αποτελείται από τα γνωστά Jack Daniels και ούζο...

- Μια σειρά τζακούζο για τις κοπέλες Μάκη...

Βλ. και τζακούζι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι κοιλιακοί που σχηματίζονται όταν κανείς αντί να πηγαίνει στο γυμναστήριο, κοπροσκυλιάζει και πίνει μπύρες. Είναι παράγωγο της λέξης μπυροκοιλιά.

- Καιρό έχω να σε δω στο γυμναστήριο! - Άσε, έκανα μπυροκοιλιακούς... Κάθε βράδυ πίτσα, μπύρα και DVD!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φανταστικό φάρμακο που παίρνει κάποιος για να αντιμετωπίσει προβλήματα που του προκύπτουν, τα οποία δεν εκτιμώνται ως πολύ σοβαρά από τον ίδιο ή από αυτόν που του προτείνει να το πάρει.

- Η προϊσταμένη μου, μου έχει σπάσει τα νεύρα, με έχει στο τρέξιμο συνέχεια.
- Κοίτα, μόλις σου ξαναπεί κάτι, πάρε μια γραψαρχιδίνη! Αν σου ξαναπεί, πάρε άλλη μία γραψαρχιδίνη και θα σου περάσει σίγουρα!

Για τα μην τα τραβάτε! (από Vrastaman, 10/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λιώσιμο.

- Μαλάκα γκαγκάνιασα χτες με τα έτσι και τα γιουβέτσι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χαβαλές μετά (ακριβών) ναρκωτικών ουσιών.

Φτάνει ρε μαλάκα πια ο ναρκοχαβαλές, κάνε και τίποτα στη ζωή σου μωρή νούλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πολύ κακής ποιότητας τσιγάρο, του οποίου ο καπνός έχει ένα καφέ-πράσινο χρώμα και συνήθως ένα πακέτο από τέτοια δεν κάνει πάνω από 2 ευρώ (π.χ. Γουίνστον).

- Πόσα σου μείνανε;
- Δύο ευρώ.
- Αμάν,πάλι πουτσιγάρα θα πάρουμε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός ο οποίος μπορεί να αντεπεξέλθει στις δυσκολίες ενός χανγκόβερ, κατέχοντας γνώση ανακατωτικής μαντζουνίων και ικανότητα διαχείρισης κρίσεων ανάλογη με αυτήν του μαγκάιβερ.

Ύψιστο αξίωμα πότη, καθώς τα χανγκόβερ είναι ο εξελικτικός μηχανισμός που επινόησε η πάνσοφος φύσις ούτως ώστε να μην πίνει ο πάσα ένας, αλλά μόνο αυτοί που είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες με ανδρεία.

– Ξυπνάω, μαλάκα, χτες μετά την καταστροφή και με τη μία κατεβάζω μισό νεροπότηρο με το ζουμί απ' τ' αγγουράκια τουρσί. Σε 5 ήμουνα τζιτζί.
Άτσα ο χανγκάιβερ!!

(από patsis, 17/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν έχει πιει. Τόπος διαμονής, αλλά πιθανόν και κατάσταση.

- Τσακώσανε οι μπάτσοι την άκρη μου και έχω μείνει ανέμπαφος εδώ και δύο βδομάδες. Ξέρεις εσύ κανέναν που να δίνει πράμα γκαραντί;
- Ξέρω έναν τύπο που πουλάει ρωσσικό σταφ.
- Ρωσσικό;;; Μη φάμε κάνα πακέτο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified