Η συνεχής επιθυμία για μπύρα.
- Κώστα, τι θα πιείς ρε φίλε;
- Μπυρωίνη κλασικά, αφού ξέρεις ότι δεν αντέχω!
Η συνεχής επιθυμία για μπύρα.
- Κώστα, τι θα πιείς ρε φίλε;
- Μπυρωίνη κλασικά, αφού ξέρεις ότι δεν αντέχω!
Got a better definition? Add it!
Ποτό μπόμπα. Ενίοτε σημαίνει ήπια τα κέρατά μου.
- Τι ποτό πήρες; - Λιωσέ κουέρβο...
- Τι κάνατε χτες; - Αράξαμε στου Θωμά. Λιωσέ κουέρβο σου λέω!
Από το λιώσιμο και την τεκίλα Χοσέ Κουέρβο. Βλέπε και Θήβας Ρήγκαλ.
Got a better definition? Add it!
Σφηνάκι σχετικά πρόσφατα εμπνευσμένο από τρελό άτομο με αυτοσκοπό το μεθύσι των κοπελίων που τον συνοδεύουν... Αποτελείται από τα γνωστά Jack Daniels και ούζο...
- Μια σειρά τζακούζο για τις κοπέλες Μάκη...
Βλ. και τζακούζι
Got a better definition? Add it!
Οι κοιλιακοί που σχηματίζονται όταν κανείς αντί να πηγαίνει στο γυμναστήριο, κοπροσκυλιάζει και πίνει μπύρες. Είναι παράγωγο της λέξης μπυροκοιλιά.
- Καιρό έχω να σε δω στο γυμναστήριο! - Άσε, έκανα μπυροκοιλιακούς... Κάθε βράδυ πίτσα, μπύρα και DVD!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το φανταστικό φάρμακο που παίρνει κάποιος για να αντιμετωπίσει προβλήματα που του προκύπτουν, τα οποία δεν εκτιμώνται ως πολύ σοβαρά από τον ίδιο ή από αυτόν που του προτείνει να το πάρει.
- Η προϊσταμένη μου, μου έχει σπάσει τα νεύρα, με έχει στο τρέξιμο συνέχεια.
- Κοίτα, μόλις σου ξαναπεί κάτι, πάρε μια γραψαρχιδίνη! Αν σου ξαναπεί, πάρε άλλη μία γραψαρχιδίνη και θα σου περάσει σίγουρα!
Got a better definition? Add it!
- Μαλάκα γκαγκάνιασα χτες με τα έτσι και τα γιουβέτσι...
Got a better definition? Add it!
Ο χαβαλές μετά (ακριβών) ναρκωτικών ουσιών.
Φτάνει ρε μαλάκα πια ο ναρκοχαβαλές, κάνε και τίποτα στη ζωή σου μωρή νούλα...
Got a better definition? Add it!
Το πολύ κακής ποιότητας τσιγάρο, του οποίου ο καπνός έχει ένα καφέ-πράσινο χρώμα και συνήθως ένα πακέτο από τέτοια δεν κάνει πάνω από 2 ευρώ (π.χ. Γουίνστον).
- Πόσα σου μείνανε;
- Δύο ευρώ.
- Αμάν,πάλι πουτσιγάρα θα πάρουμε;
Got a better definition? Add it!
Αυτός ο οποίος μπορεί να αντεπεξέλθει στις δυσκολίες ενός χανγκόβερ, κατέχοντας γνώση ανακατωτικής μαντζουνίων και ικανότητα διαχείρισης κρίσεων ανάλογη με αυτήν του μαγκάιβερ.
Ύψιστο αξίωμα πότη, καθώς τα χανγκόβερ είναι ο εξελικτικός μηχανισμός που επινόησε η πάνσοφος φύσις ούτως ώστε να μην πίνει ο πάσα ένας, αλλά μόνο αυτοί που είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες με ανδρεία.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που δεν έχει πιει. Τόπος διαμονής, αλλά πιθανόν και κατάσταση.
Got a better definition? Add it!