Από το χύσι και την ντουλάπα. Αποθήκη σπέρματος. Χρησιμοποιείται για την έχουσα πολλούς ερωτικούς συντρόφους.

Πότε θα ωριμάσουμε επιτέλους σεξουαλικά σαν έθνος; Όλες φοβούνται να μας δείξουν τα ταλέντα τους φοβούμενες κάποιο ηλίθιο κοινωνικό στίγμα σε σχέση με τη σεξουαλικότητα. Ξαφνικά η κάθε χυσοντουλάπα έγινε πριγκιπέσσα!

Στο 1.30 το παράδειγμα (από Khan, 24/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στοιχειώδες σωματίδιο της φυσικής, υπεύθυνο για την έλξη ανάμεσα σε δύο (ή περισσότερους) άνθρωπες, κυρίως εκπεμπόμενο από το θηλυκό γένος τύπου: μουνάρα, τούμπανο, καυλέτα-καυλέτα, κορίτσαρος-γεννίτσαρος κ.ο.κ.

Η δράση του αναγνωρίζεται σχετικώς εύκολα, εις τον εκτεθέντα στην ακτινοβολία του, αν και μπορεί να έχει ποικίλες αντιδράσεις, αναλόγως τους παράγοντες, όπως πχ στις ακόλουθες εικόνες. (όχι 'δω, πιο κά')

Τα καυλόνια δεν επηρεάζουν τους πάντες, όπως πχ άτομα του ιδίου φύλου (τσου στρέιτ), τους ασέξουαλ, τους happily married or happily in love ξέρω γω, τους μοναχώτες και γενικώς τους απέχοντες από το άθλημα.

Επίσης, αν είσαι τυχερός / ή και γκαβώθηκε το αντικείμενο του πόθου σου και σ' το δώσει τότε πολύ πιθανό να εξασθενήσει η ενέργεια του καυλονίου πάνω σου, καθώς συνήθως δεν έχουν να κάνουν τόσο με τον έρωτα, τις καρδούλες και τα βελάκια, όσο με αυτό που στον καθημερινό λόγο περιγράφουμε ως «η καύλα της στιγμής».

Διαχέεται μαζικά στην βιόσφαιρα τους ζεστούς κυρίως μήνες καθώς τα πολλά ενδύματα είναι κακοί αγωγοί των καυλονίων, ιδαιτέρως τα τύπου βράκα, φόρμα-παντελόνι οριεντάλ-αμπίρ-Φατίχ Χακίν και γενικώς ότι φαντεζί «προκαλεί-τις-αισθήσεις»-μι χαίσο-παπαριά σκεφτούν κάτι ψωνισμένοι ΜΜήδια-κατασκευασμένοι κόπανοι της κραταιάς εσπερίας, ονόματι miss Racksevski, Sarah Florence, Roberto carValei, lela trela kai kordela ετσετερά ετσετερά... -συνοδευόμενα πάντα απο το κατάλληλο υπόδημα χρώματος «κράμα λευκόχρυσου Βουργουνδίας ανακατεμένο με σάπιο μήλο Ζανζιβάρης» (με σκουλήκι) και φο μπιζού και μπιχλιμπίδια και θέλω τα σέα μου θέλω τα μέα μου θέλω τα όοοοπα μου και το κούρασαμε το ένστικτο.

Έτσι λοιπόν, αν και ούτε στον περιοδικό πίνακα αναφέρεται, ούτε και κανείς επιστημονικός οργανισμός διερευνά το εν λόγω σωματίδιο, οφείλουμε να αναγωρίσουμε την υπαρξή του καθώς οι αποδείξεις είναι αδιάσειστες και τα αποτελέσματα χειροπιαστά και εμφανώς παρατηρήσιμα.

Επιπλέον ουδεμία σχέση έχει με αυτό αν και διάφοροι αρχαιολόγοι λεν πως παλιάααα η Καλαβρία ελέγετο Καυλαβρία και παρεποιήθη εις τους αιώνας εκ των αδαών (και των Αχαιών).

  1. - Πουώω δικέ μου! Περιμένω πώς και πώς για Ίο καλοκαίρι!!
    - Ναι, αλλα απ΄ τα πολλά αιωρούντα καυλόνια δεν θα ξέρουμε πού να τη βάλουμε... Εγώ δεν κοιμάμαι στη σκηνή μαζι σου μαλάκα.. χαχαχα!

  2. - εμποριο σπερματος στο μπαρακι μας;;; Ουστ βρε!! Θα σασ ριξω ραδιενεργο πολονιο στα ποτα μου φαινεται!!:smash:
    - καυλωνιο να ριξεις μπας κ ξεκαβλωσουν μερικοι εδω μεσα.»
    (από φόρουμ, εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ξανθόλα (η), σύνθετη λέξη από το ξανθιά (ξανθ-) και το όλος (ολ-). Σημαίνει η ξανθιά παρτόλα. Διάκριση ως προς το φυσικό του χρώματος του μαλλιού δεν τίθεται, καθώς όταν κάποιος συνευρίσκεται μαζί της είναι το τελευταίο πράγμα που τον νοιάζει. Εφόσον η ειδοποιός διαφορά χαθεί (το ξανθό μαλλί), η κοπελιά χάνει και την ιδιότητά της ως «ξανθόλας« και επιστρέφει ως παρτόλα. Συνήθως αναφερόμαστε με τον όρο αυτό όταν υπάρχει στο πεδίο βολής ένα ξανθό καυλάκι.

- Ρε ο Γιάννης πήγε χτες με τη φίλη της Χρύσας.
- Τι, ξανθιά;
- Ναι ρε.
- Ρε πάει καλά; Αυτή είναι μεγάλη ξανθόλα! Προφυλάξεις πήρε τουλάχιστον;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που χύνει σε 2 δευτερόλεπτα. Και αν όχι σε δύο, το πολύ σε μισό λεπτό.

Ο Νίκος είναι δευτερολεπτοχύσης. Χύνει σε χρόνο dt!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειδικό μείγμα σπέρματος και αγγελόσκονης, αστερόσκονης ή, έστω, στρας που χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο από κουνιστές ως κρέμα ημέρας για να προσδώσει γκλάμουρ και φωτεινότητα στο πρόσωπό τους. Μερικές πολύ πρόστυχες το βάζουνε και στο ψωμί, αντί για βιτάμ.

- Ντικ μωρή τσαπερδονοκωλοσφυρίχτρο το γαργαρότεκνο τσαρδόφατσα πώς λάμπει η μούρη του!
- Αμ, τι θες χρυσή μου, κι εγώ άμα πλακωνόμουνα τις πουσταλευριές με το μυστρί έτσι θα 'μουνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που σέρνεται και ξαφνικά βγαίνει κάτω από τις κουβέρτες ή από τον καναπέ, κρεβάτι κλπ και σου παίρνει πίπες βουτηγμένη στο σάλιο.

- Και που λες, έρχεται στα τέσσερα εκεί στην ξάπλα και ξεκίνησε... Ρούφα τον μωρή σαλαμάνδρα!!!

(από gaidouragathos, 16/08/11)Τύφλα να\' χει η πεσκανδρίτσα... (από Vrastaman, 22/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρθενοξεκωλίδι = η κοπέλα που ενώ δείχνει παρθένα και μαζεμένη, είναι μεγάλο ξέκωλο.

Ποια είναι παρθένα;;; Η Ρίτσα;; Ρε αυτή είναι μεγάλο παρθενοξεκωλίδι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κουλτουριάρης (λέμε τώρα) ομοφυλόφιλος.
Λογοπαίγνιο με το επώνυμο του γνωστού ροκ (λέμε τώρα) έντεχνου μουσικοσυνθέτη Νίκου Πορτοκάλογλου και των λέξεων πρωκτός κατά το επιστημονικότερον και κώλος κατά το νεοελληνικότερον.

Ο Πρωκτοκώλογλου διαφέρει σημαντικά από τον κοινό gay πανελίστα που είναι μέλος στο fun club της Γιουροβίζιον. Ευδοκιμεί σε συναυλίες του Αλκίνοου Ιωαννίδη, ουρλιάζοντας τους στίχους των τραγουδιών, ενίοτε είναι πιο ευαίσθητος από τον κοινό πούστ καθότι γράφει και ποίηση.

- Άσε ρε φίλε τι έπαθα ... πήγα να δω τον Μάλαμα χτες βράδυ και τι έγινε;
- Τί ρε μλκ;
- Όλο το βράδυ ήταν δίπλα μου ένας Πρωκτοκώλογλου και με κοίταζε με νόημα τραγουδώντας!

Πρώτο σύμπτωμα τα ναμεπροσεχάδικα (από Khan, 27/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλοαμερικάνικο bitch.

  1. Σκύλα, κακότροπη γκόμενα, που όλα κι όλοι της φταίνε, η μουρμούρα της σπάει αρχίδια, μιλάει σα λιμενεργάτης/νταλικιέρης/συφιλιασμένο παλιοφάνταρο αλλά τη γλιτώνει μόνο και μόνο επειδή είναι γυναίκα.

Συνήθως είναι μουνάρα αλλά αν και νομίζει ή το παίζει ότι έχει αρχίδια στην πραγματικότητα είναι αρχίδι (νταξ, ο όρος καταχρηστικώς).

Δίπλα της άντρας σωστός δεν στέκεται πάνω από καμιά εκατοστή λέξεις αλλά η ίδια είναι φλωρομουνοπαγίδα.

Τέτοια συμπεριφορά έχουν συχνά γυναίκες στην εμμηνόπαυση που κατέχουν κάποιο πόστο.

  1. Ο παθητικός πούστης.
  1. - Ποιο μπιτσόνι ακούγεται σε δυο ορόφους;
    - Η καινούργια προϊσταμένη.
    - Ο μούνος με τα Πράντα που σε γκάζωσε χθες;
    - Έρχεται κι η σειρά σου.

  2. - Τι παίζει με το καινούργιο φρούτο απέναντι;
    - Το μπιτσόνι του τραγόπαπα της ενορίας.
    - Άλα! επιτυχίες ο παπα-Μπάμπης!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αιδοίον, κοινώς μουνί, αλλά και η εύκολη γυναίκα.

Άλλη μια τροχήλατη έκφραση για να χαρακτηρίσει την πολύπαθη γυναικεία τοποθεσία. Το συνθετικό parking: σταθμός αυτοκινήτων- γκαράζ, υπονοεί την κατάληψη θέσης (ενίοτε με καταβολή αντιτίμου), τις μανούβρες που απαιτούνται για τον ορθή τοποθέτηση, τον κίνδυνο πυρκαϊάς από πιθανό συνωστισμό, την διαρροή υγρών, αλλά και την ενασχόληση ή μη, παρκαδόρου.

Η ειδοποιός διαφορά συνίσταται στο ότι, ενώ η προστατευτική κουκούλα στο πάρκινγκ έπεται, στο ψωλοπάρκινγκ προηγείται.

Συνώνυμα: ψωλάραγμα, μουτζό, ψωλοκρεμάστρα κλπ.

- Αυτό το ψωλοπάρκινγκ το' χει πάρει η μισή Λαμία.
- Ε καλά τώρα, δεν είναι και καμιά μεγάλη πόλη η Λαμία.

(από iwn, 10/11/10)(από Vrastaman, 10/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified