Νέο είδος πούτανου, που ψαρεύει πελατεία σχεδόν αποκλειστικά μέσω διαδιχτυών. Μια κύρια μορφή του είναι τα City-Tours ή «τουρίστριες».
Θέλει προσοχή, γιατί όπως και με τους e-πούτσους απ' την άλλη πλευρά, πέφτει πολύ φωτοψώνισμα και τα διαδικτυακώς φαινόμενα απατούν. Μπορεί να πας για e-πούτσισμα και να κάνεις όντως e-πούτσισμα, αλλά με την άλλη, την αρνητική έννοια. Όπως το λέει κι ο λαός μας «να πας για ανωμαλί****, και να βγεις αγγουρεμένος». Γενικά είναι ή του ύψους ή του βάθους. Τις προτιμούν και e-λληναράδες...

-Ρε συ αυτός ο e-πούτανος εδώ είναι φτυστή η Sylvia Saint!
-Δεν είναι φτυστή η Sylvia Saint, είναι η Sylvia Saint, που μας την παρουσιάζει το πρακτορείο ως Τζέσικα! Πάνε να μας πιάσουνε Κώτσους! Μακριά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίθετο, που προκύπτει από το «πεοφοβία» (ρωτήστε τις/ τους Γιαλόμες τι σημαίνει) και το στερητικό άλφα.

Σλανγκιστί σημαίνει τον αθεόφοβο γκέι που όχι μόνο δεν φοβάται το πέος, αλλά και το αναζητεί- επιζητεί. Δηλαδή είναι ο παραπάνω από κραγμένος, είναι ο αδίστακτος γκέουλας που δεν θα κάνει πίσω μπροστά σε τίποτα!

Μπορεί να χαρακτηρίσει και κοπέλα τελειωμένη, και κυριολεκτικά, εννοώ και γυναίκα.

Ο όρος εισήχθη στην σλανγκικήν από τον Ιησού.

- Τι κάνει ο Σάκης; Ακόμα το κάνει το ωτοστόπ;
- Αν το κάνει λέει! Γύρισε όλην την Ευρώπη κάνοντας ωτοστόπ σε νταλικέρηδες ο απεόφοβος! Ως το Μαρόκο έφτασε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο τύπος που κάνει πάρτι με κάθε ευκαιρία, παρτομανιακός.

  2. Ο τρελός γαμιάς, γαμίκουλας.

-Κάνει πάρτι αύριο ο Μάνος
-Τον βαρέθηκα το Βονα-πάρτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη λέξη για τις βρισιές: σχηματίζεται από τις βωμολοχίες και τα βρωμόλογα, έτσι για να δώσει περισσότερη ένταση στο μπινελίκι. Ενίοτε υπονοούν τη σεξουαλική απόχρωση που μπορεί να έχουν τα βρωμόλογα (βλ. παράδειγμα)...

  1. (τις ευχαριστίες για την ασίστ στον φίλο μου Νίκο!)
    - [...] και την βάζω στα τέσσερα και μου αρχίζει τα «σκίσε με καύλαρε» και κάτι τέτοια... Ε μου γυρνάει το μάτι και την αρχίζω σε κάτι βωμόλοχα και κωλοσκάμπιλα που έγινε κόλαση!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απο το γαμώ και το πούστης. Χωρίς ιδιαίτερη ερμηνεία, αυτή η λέξη απλά υπάρχει. Λίγο η εξύβριση, λίγο το πουστριλίκι, κάνει τη δουλειά της. Λέγεται ευχάριστα απο μικρούς και μεγάλους. Το καλύτερο είναι στην κλητική όπου μπορείς να το μεταμορφώσεις σε γαμόπουστε.

Στην οδήγηση:
- Κοίτα τον γαμόπουστα μας πήρε το πάρκινγκ.
- Ώχ, κοίτα ένα γκομενάκι αριστερά!

Στο γήπεδο
- ΓΑΜΟΠΟΥΣΤΕ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος του γυναικωτού, μαλθακού, μυγιάγγιχτου, φοβιτσιάρη και γενικώς υποτιμημένο!!!

- Με πήρε τηλέφωνο και τελευταία στιγμή με ακύρωσε...
- Αφού είναι γυναικοθαλής μωρέ...

Τι να τον πάρουμε μαζί μας τον γυναικοθαλή ρε... Ούτε πίνει, ούτε καπνίζει, δεν τα μπορεί αυτά, είναι μη μου άπτου το παιδί!!!

Κοίτα τον γυναικοθαλή, ντρέπεται να πει ότι είναι άντρας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βασιλιάς των μπάζων, πατσαβούρων, πατσούρων, μπαζόμπαζων κτλ. Κατά πάσα πιθανότητα ο μπαμπάς της ήταν (είναι) μάγειρας. Η γκόμενα αυτή είναι τόσο σαβούρα, που για να την απαυτώσεις πρέπει να βάλεις σακούλα στο κεφάλι σου, σε περίπτωση που σπάσει η σακούλα στο δικό της...

- Τη Μαρία;;;!! Τι σαβουρογάμης είσαι ρε Νώντα!!! Σύνελθε, είσαι καλά ή να βάλω τις φωνές; Αυτή η γκόμενα είναι τρελό διπλοσάκουλο!! Ούτε με ξένο πούτσο δεν τη γάμαγα...

(από DT Jesus, 09/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προπονητής των οπισθίων!

Πήρε έναν προπονητή η Έβερτον, Χοσέ Μουνίνιο μάς βγήκε!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο όρος παρομοιάζει τον τρόπο μετακίνησης των καγκουρώ (με συνεχή πηδήματα) με τον τρόπο δράσης μιας γκόμενας. Ειδικότερα η ερμηνεία της έκφρασης είναι πολλαπλή και εδώ παρουσιάζονται οι τρεις πιο γνωστές:

1ον
Η γκόμενα παρουσιάζει μια παθολογική κατάσταση κατά την οποία αρνείται κατηγορηματικά να περπατήσει ή να τρέξει και προτιμά να χοροπηδά από τον ένα προορισμό στον άλλο.

2ον Η γκόμενα έχει το χαρακτηριστικό, κατά την διάρκεια του σεξ να θέλει να βρίσκεται συνεχώς από πάνω και επιπλέον δεν σταματά να χοροπηδά πάνω στο πέος του αρσενικού ωσάν καγκουρώ.

3ον Είναι η γκόμενα που έχει την τάση να πηδιέται με όποιον και όσους βρει, καθώς απολαμβάνει την πράξη αυτή καθαυτή όσο και τα καγκουρώ. Με την ερμηνεία αυτή η λέξη βρίσκεται συνώνυμη των πεογλείφτρα, χυσαποθήκη, πουτσορουφήχτρα και άλλων γλαφυρών εκφράσεων.

1
-Είδα μια γκόμενα σήμερα που δεν σταματούσε να πηδάει από το ένα σημείο στο άλλο.
-Πρέπει να ήταν καγκουροπηδηχτιάρικο γκομενάκι.

2 -Έχω βρει ένα καγκουροπηδηχτιάρικο γκομενάκι και ο πούτσος μου έχει γίνει μωβ.
-Δεν φτάνει που γαμάς, παραπονιέσαι κιόλας, κλαψομούνη.

3 -Καλά, η Μαρία κάνει το καλύτερο σεξ.
-Ισχύει.
-Πού το ξέρεις εσύ μωρή μουχρίτσα;
-Όλοι το ξέρουν, αφού είναι καγκουροπηδηχτιάρικο γκομενάκι (ακολουθούν οι γνωστές κλωτσοπατινάδες που συνεπάγονται τέτοιες προσβολές στην κοπέλα κάποιου).

Καγκουροπηδηχτιάρικο έτοιμο να χοροπηδήσει σε άλλο προορισμό. (από Khan, 17/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκόμενα που της αρέσει να τον παίρνει ολη μέρα...
Λέξη που δημιουργείται απο τα συνθετικά καυλί και θήκη.

-Καλα Μήτσο, η Νένα είναι και γαμώ τα κορίτσια.
-Καλή καυλοθήκη είναι....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified