Further tags

Ο καψουρεμένος έρωτας πελάτη για πουτάνα. Καλύπτει βέβαια όλο το φάσμα των πληρωμένων σεξουαλικών δραστηριοτήτων, από μπορντέλο μέχρι στριπτητζάδικο, περνώντας από βιζιτούδες, κωλ-γκερλ, «τουρίστριες» κ.ο.κ.). Ο πουτανοκαψούρης εμφανίζει αποκλίνουσα συμπεριφορά σε σχέση με τους υπόλοιπους μπουρδελιάρηδες, καθώς εστιάζει σε μια πουτάνα, θεωρεί ότι έχει κάτι ιδιαίτερο μαζί της, ότι τα αισθήματα είναι αμοιβαία, κι ότι κι αυτή αισθάνεται κάτι γι' αυτόν, αλλά δεν το δείχνει περισσότερο επειδή δεν μπορεί να διαφέρει απ' τις άλλες κορασίδες.

Για τις ίδιες τις εργάτριες του σεξ ο πουτανοκαψούρης ενίοτε είναι θελκτικός, γιατί αποτελεί εύκολο χρήμα. Ή και γιατί όντως είναι ευχάριστη η συντροφιά του ή τις κάνει να αισθάνονται λιγότερο απάνθρωπα. Ενίοτε είναι ενοχλητικός και φορτικός για την επιμονή του και τις «αντιεπαγγελματικές» καταστάσεις που προκαλεί. Για τους λοιπούς μπουρδελιάρηδες, ο πουτανοκαψούρης αποτελεί persona non grata, γιατί καλομαθαίνει τις πουτάνες και χαλάει την πιάτσα. Τον αποκαλούνε σκωπτικώς και «αγαπούλη».

Ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί ευρύτερα για άνδρα που αναπτύσσει σύμπλεγμα «Πυγμαλίωνα» (βλ. θεατρικό του G.B. Shaw) και θέλει να μορφώσει / διαπλάσει πνευματικά γυναίκα λαϊκής καταγωγής. Με ακόμη πιο ευρεία έννοια, ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί για οποιονδήποτε ρομαντικό επιμένει δονκιχωτικά να αποδίδει αξία σε καταστάσεις / θεσμούς/ ιδεολογίες, που δεν την έχουν αφ' εαυτών.

Οι πουτανοκαψούρηδες αποτελούν ένα ελάχιστο δείγμα του συνολικού μπουρδελιάρικου πληρώματος. Και εστιάζονται κυρίως σε πολύ νεαρές ηλικίες, λ.χ. εφήβους που έχουν χάσει μόλις την παρθενιά τους από πουτάνα, ή σε γέροντες, λ.χ. πορνόγερους που μια συγκεκριμένη επαγγελματίας είχε γι' αυτούς πιο ευεργετικά αποτελέσματα κι από το βιάγκρα. Οπότε μιλάμε για συνδυασμό πουτανοκαψούρας και γεροντοκαψούρας. Παραδόξως, ενώ οι πουτανοκαψούρηδες αποτελούν μια ισχνή μειοψηφία μεταξύ των μπουρδελιάρηδων, αποτελούν την πλειοψηφία στην λογοτεχνία, σινεμά και άλλες τέχνες. Πρβλ. Pretty Woman. Υπάρχει το στερεότυπο του γέρου πουτανοκαψούρη που πληρώνει μια όμορφη νέα μόνο για να κάθεται / ξαπλώνει δίπλα της χωρίς σεξ, βλ. λ.χ. το Οι Θλιμμένες Πουτάνες της Ζωής μου του Gabriel Garcia Marquez. Συναφές στερεότυπο είναι ο συγγραφέας που πληρώνει την πουτάνα όχι για σεξ, αλλά για να του διηγηθεί την ιστορία της ζωής της, από τη οποία μετά εμπνέεται για βιβλίο (μεταξύ μας, μελό).

  1. Την έχει περικυκλώσει την Τζέσικα και δεν την αφήνει σε χλωρό κλαρί. Μεγάλος πουτανοκαψούρης! Την έχει δει Ρίτσαρντ Γκηρ και νομίζει πως η Τζέσικα είναι η Τζούλια Ρόμπερτς!

  2. «Όσο για τους αγαπούληδες, τους αξίζει δημόσια διαπόμπευση. Και μετά να τους κρεμάσουμε στην Πλατεία Συντάγματος! Αυτοί μας τις χαλάνε!». (Αγανακτισμένος μπουρδελιάρης σε φόρουμ σχετικό με πληρωμένο έρωτα).

  3. Πουτανοκαψούρης ο Επαμεινώνδας. Πάει κάθε βράδυ το Φροσάκι στο Μέγαρο και μετά για σούσι στο Κολωνάκι. Ξέρεις την Φρόσω την μπουζουκομούνα! Το καημένο το κορίτσι έχει να δει μπουζούκια απ' του Αγίου Πούτσου.

  4. Είναι αθεράπευτος πουτανοκαψούρης! Ξέρεις, ο τύπος που πιστεύει στην δημόσια και δωρεάν εκπαίδευση, ότι μπορεί να πετύχει τα πάντα με το σπαθί του. Όποτε δεν του αρέσει κάτι συμπληρώνει παράπονο και το ταχυδρομεί. Και νομίζει ότι έτσι θα αλλάξει η υπηρεσία. Πιστεύει και στην Αστυνομία, στις ένοπλες δυνάμεις. Το καημένο το παιδί του! Δεν ήθελε ο πατέρας του να βάλει μέσο κι έτσι υπηρέτησε ανοικτά της Ιφκίνθου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το είδος φιλιού, στο οποίο επιδίδονται τα βαμπίρ, χρησιμοποιώντας τους κυνόδοντες, για να ρουφήξουν, ή έστω για να ανάψουν λίγο τα αίματα. Το θεωρούν πολύ σέξι και οι γκοθάδες και γκοθούδες. Η λέξη σχηματίζεται αναλογικά προς το γλωσσόφιλο. Αν σχηματιζόταν αναλογικά προς το χυσόφιλο, θα λεγόταν «αιμόφιλο», ενώ αν προς το γαλλικό φιλί, θα λεγόταν «καρπαθικό φιλί».

Ο κόμης Δράκουλας μάγευε τις ερωμένες του με τα αισθησιακά του κυνοδοντόφιλα.

(από Khan, 15/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάθε μεγάλος κατακτητής έχει το Βατερλώ του! Το μουνοβατερλώ είναι η φαρμακομούνα, που αποδεικνύεται μοιραία για έναν μεγάλο Δον Ζουάν ή Καζανόβα. Μπορεί να είναι ένας μοιραίος έρωτας, μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, ένας καταστροφικός γάμος, ένα παράσημο, μια οποιαδήποτε ήττα, ή απλώς ένα στραβοκαύλιασμα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο γαμίκουλας δεν θα είναι ποτέ πια ο ίδιος...

-Τι κάνει ο Απόστολος; Ακόμη γαμεί και δέρνει;
-Μπα, η Καλλιόπη ήταν το μουνοβατερλώ του. Τώρα έχει και τρία παιδάκια ο καψερός!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράγεται από το «πουτάνα» και το «Τιτανικός». Προέρχεται από τίτλο τσόντας των late '90s, που παρωδούσε την οσκαρούχο ταινία. Έχει δύο σημασίες.

α) Λόγω του μεγέθους του Τιτανικού, ο Πουτανικός αντίστοιχα είναι το πουταναριό, ήτοι η μεγάλη συνάθροιση από πουτάνες, ή η καραπουτάνα, δηλαδή η πουτάνα στον υπερθετικό βαθμό.

β) Λόγω της γνωστής τραγικής κατάληξης του Τιτανικού, ο Πουτανικός είναι η φαρμακομούνα πουτάνα, που σηματοδοτεί το μουνοβατερλώ του μπουρδελιάρη. Είτε λόγω κάποιου παράσημου, είτε κάποιας συναισθηματικής εμπλοκής, που κινδυνεύει να εξελιχθεί σε πουτανοκαψούρα. Γενικά, ο Πουτανικός είναι ο πούτανος - τραγωδία, ο πούτανος που αρχίζει ωραία και τελειώνει με πόνο...

«Δεν είν' πουτάνα, δεν είν' πουτάνα, αυτό που γάμησα,
είναι σου λέω πανικός,
ένας σωστός Πουτανικός,
και θα 'ναι θαύμα, αν δεν την πούτσισα»
(Λαυρέντης Μαχαιρίτσας - για την παράφραση Hank).

(από Khan, 10/11/12)"Ένας μικρός Τιτανικός" (από Khan, 03/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνδυάζει όλες τις ιδιότητες του μαλάκα, αλλά σε υπερθετικό βαθμό. Δηλαδίς:

  • Ο μαλάκας μπορεί να την παίζει / ο πουτσολεβιές την έχει κάνει λάστιχο,
  • Ο μαλάκας είναι μπορεί να ηλίθιος / ο πουτσολεβιές είναι πανηλίθιος, κλπ κλπ.

(πούτσος + λεβιές)

- Ρε πουτσολεβιέ, σταμάτα να την παίζεις γαμώ το ξεσταύρι σου.
- Καλά ρε μπαμπά, μη βρίζεις... (κλαψ κλαψ)

Bλ. και σχετικό λήμμα παπαρολεβιές, ο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πικάντικος πούστης. Από τα «πούστης» και «μουστάρδα». Ο πούστης, που παρόλο που κάνει μπαμ το πουστρηλίκι του, δεν μπορούμε παρά να του αναγνωρίζουμε ότι είναι hot, τρέντυ, σέξι. Ο πούστης που με την ομορφιά και χοτοσύνη του μας κάνει να νιώσουμε μια φευγαλέα απόρρητη αγωνία μήπως τον βάζουμε κι εμείς τον φορτιστή στην πρίζα.

- Πολύ σέξι αυτός ο Σάκης! Πολύ χοτ!
- Πλάκα με κάνεις; Μα δεν το ξέρεις ότι την παριστάνει την μπασκέτα;
- Ο Σάκης πούστης; Ο Σάκης που κολάζει και καλόγρια;
- Εμ, κι ο Σωκράτης ο σοφός, πούστης ήτανε κι αυτός! Κοίτα δεν μπορείς ακριβώς να τον πεις πούστη... Μάλλον πουστάρδα θα τον έλεγες!..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Εισ-)πνευστό όργανο, όπως και το κλαρίνο, το τρομπόνι, το πουλόφωνο και η φυσαρμόνικα. Παραπέμπει σε πιο τζαζ, ή μάλλον γαμοτζάζ καταστάσεις. Το επανέφερε στην μόδα ο Μπιλ Πλύντον, για τον οποίο καθιερώθηκε και το σύνθημα «Κλίντον, φασίστα σαξοφωνίστα», πριν το γυρίσει στην φυσαρμόνικα.

(Από το τραγούδι του πλανητάρχη Τάσου Μπουγά «Αμερικάνα όμορφη»)

Γι' αυτό, λοιπόν, ο Μπίλυ από σαξοφωνέ,
γι' αυτό, λοπόν, ο Μπίλυ από σαξοφωνέ,
το γύρισε στο πούρο,
και στο κλαρινέ, και στο κλαρινέ, και στο κλαρινέ, (δις)

Got a better definition? Add it!

Published

Κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της Σταύρωσης, ο Ιησούς, μην αντέχοντας το μέγεθος της αμαρτίας που διέπραξαν αυτοί που τον βασάνισαν και τον σταύρωσαν, παρακάλεσε από το σταυρό τον Κύριο να τους συγχωρέσει γιατί δεν ήξεραν τι έκαναν, και αναφώνησε: «Ήμαρτον Κύριε ου γαρ οίδασι τι ποιούσι!»
Βλέποντας λοιπόν μία μουνάρα, ένα Λίλιαν, η/το να κυκλοφορεί και να χαριεντίζεται δημόσια με ένα χλέμπουρα, μία σκατόφατσα, και νιώθοντας την αγανάκτηση να ξεχειλίζει αναφωνούμε: Ήμαρτον Κύριε! Ου γαρ οίδασι τι γαμούσι. Δηλαδή: Συγχώρα τους Θεέ μου δεν ξέρουν τι γαμάνε...

Συζήτηση κολλητών σε μπουζουκλερί

- Κοίτα μια σκατόφατσα που σέρνει μαζί της η Λίλιαν απόψε ρε μαλάκα!
- Καλά, πο'υ τον πάει αυτόν το χάλια ρε; Τους βλέπει και κόσμος!
- Ήμαρτον Κύριε! Ου γαρ οίδασι τι γαμούσι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτό που θα λέγαμε ελληνιστί τσοντόφατσα. Χρησιμοποιείται κυρίως για άντρες, και εκτός από τη μακρυά μαλαπέρδα, είναι από τα βασικότερα προσόντα που πρέπει να έχει ένας πορνοστάρ αν θέλει να κάνει διαχρονική καριέρα στο χώρο.

Είναι η φάτσα που έχει κάτι το διεστραμμένο, το παρακμιακό αλλά και το διαχρονικό μαζί. Βέβαια τσόντα-face μπορεί να είναι και κάποιος που δεν είναι πορνοστάρ, αλλά «το 'χει», θα μπορούσε να είναι π.χ. Γεωργίτσης (ή μήπως έχει παίξει σε τσόντα αυτός;)

Νομίζω ότι τα μύδια θα βοηθήσουν στην κατανόηση του λήμματος, είναι τα απόλυτα τσόντα-faces, για όσους βλέπουνε καμιά τσοντούλα. Ειδικά της γενιάς μου (βλέπε νοικιασμένο VHS από το βιντεοκλαμπάδικο της γειτονιάς.)

(Μεταξύ αντροπαρέας που βλέπει τσόντα)

- Πάλι αυτός ο τύπος;
- Καλά σε πόσες τσόντες τον έχουμε πετύχει;;;;
- Απίστευτο τσόντα-face!!!!!!

Δες και -φατσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν γαμάει καθόλου, αλλά φαντασιώνεται ότι όλη μέρα κάνει μόνο αυτό και το καυχιέται στους κολλητούς αερογάμηδες... Συναντάται σε νεαρές ηλικίες κάτω από τα δεκαπέντε όπου η μαλακία πάει σύννεφο και όλοι καυχιούνται ότι πηδάνε όλο το σχολείο...

Συζήτηση Γυμνασιόπαιδων:

- Εχθές μαλάκα γάμησα την Σούλα και μετά την Μαιρούλα. Άσε που το βράδυ μου έκανε πίπα μια φίλη της μαμάς μου....
- Πού να δεις εγώ που πήγα στης θείας μου της Καίτης και μου άνοιξε η υπηρέτρια και την πήρα από πίσω, μετά στο τρένο γνώρισα μια υπερμουνάρα γύρω στα τριάντα και κατεβήκαμε στο Ηράκλειο και την πήρα στις τουαλέτες του δήμου...

(από BuBis, 20/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified