Ο/η συμβασιούχος σε δημόσιο τομέα που πρέπει να πηδηχτεί για να μονιμοποιηθεί.
- Ο προϊστάμενός μου ο Γιαννάκης όλο μου κολλάει. Θα του κάτσω για να μονιμοποιηθώ... Αυτή είναι η τύχη του πηδηχτιούχου.
Ο/η συμβασιούχος σε δημόσιο τομέα που πρέπει να πηδηχτεί για να μονιμοποιηθεί.
- Ο προϊστάμενός μου ο Γιαννάκης όλο μου κολλάει. Θα του κάτσω για να μονιμοποιηθώ... Αυτή είναι η τύχη του πηδηχτιούχου.
Got a better definition? Add it!
Το πονηρό πορνίδιο, η γυναίκα εκείνη η οποία θα χρησιμοποιήσει όλη την γυναικεία πονηριά και μαεστρία (ακόμα και τον κώλο της) προκειμένου να επιτύχει τον στόχο της.
Σούλα : - Καλά μωρή, για πότε τον γνώρισες, για πότε τον πήδηξες και για πότε τόνε τύλιξες τον Σάκη, είναι να σε θαυμάζουν. Καλά, τελικά είσαι και πολύ πορνηρή γκόμενα.
Got a better definition? Add it!
Το προφυλακτικό του παππού.
(Απο live διάλογο σε περίπτερο)
Περιπτεράς: - Τι θέλεις παππού;
Ηλικιωμένος: - Τσάκω μια περιποιημένη παπουτσοθήκη.
Got a better definition? Add it!
Απο το γαμώ και το πούστης. Χωρίς ιδιαίτερη ερμηνεία, αυτή η λέξη απλά υπάρχει. Λίγο η εξύβριση, λίγο το πουστριλίκι, κάνει τη δουλειά της. Λέγεται ευχάριστα απο μικρούς και μεγάλους. Το καλύτερο είναι στην κλητική όπου μπορείς να το μεταμορφώσεις σε γαμόπουστε.
Στην οδήγηση:
- Κοίτα τον γαμόπουστα μας πήρε το πάρκινγκ.
- Ώχ, κοίτα ένα γκομενάκι αριστερά!
Στο γήπεδο
- ΓΑΜΟΠΟΥΣΤΕ!
Λέξεις με ρήμα για πρώτο συστατικό: αλλαξοκωλιά, γαμο-, γαμογελώ, γαμολεβιές, γαμοπαίδι, γαμοπερίπτωση, γαμοπιλώθω, γαμόπουστας, γαμοσείρι, γαμοσπέρνω, γαμοσταυρίδι, γαμοτζάζ, γαμόφλαρος, γαμοχέρουλα, γλειφομούνι, γλειφοκώλι, γλειφοπούτσι, ζαλαρχίδης, κλασομούνι, κλαψομούνης, κοψοχρονιά, λαχταροψώλα, μαδομούνι, σπαζαρχίδης / σπασαρχίδης, σπασικαύλιος, σπασοκλαμπάνιας, τρεχέδειπνος
Got a better definition? Add it!
Όπως μαρτυρά η κατάληξη -ιμος/ -ιμη, το ρηματικό αυτό επίθετο εκφράζει πρόσωπο (στην περίπτωση μας θήλυ), ικανό να του εφαρμόσουμε αυτό που δηλώνει το ρήμα. Το πρόθεμα ευ- δηλώνει ότι θα το κάναμε ευχαρίστως.
- Πώς σου φάνηκε η καινούρια καθηγήτρια των Αγγλικών;
- Μια χαρά γυναίκα. Ευγαμήσιμη!
Got a better definition? Add it!
Παραφθορά του ινδιάνικου ονόματος «Ποκαχόντας». Υποννοεί τον μαλάκα.
Πολύ Ποκαχούφτας είσαι μωρ' αδελφάκι μου!
Got a better definition? Add it!
Published
Συνδυασμός του σεξ και του έξαλλος. Προσδιορίζει κατά βάση θήλεα για να υποδηλώσει ερεθιστική, προκλητική, επιθυμητή γυναίκα.
Το κοντό φορεματάκι που φοράς μωρό μου είναι τέλειο. Είσαι πολύ σέξαλλη σήμερα.
Got a better definition? Add it!
Επιβραδυντικά, δηλαδή ουσίες που σου κρατάνε το πουλί χαμηλά (βλέπε παπαροκτόνο).
Προέρχεται από το αντικούκου, όμως σε ένα περιβάλλον που οι άλλοι δε θέλεις να καταλάβουν το καμουφλάρεις και το λες αντικουκουρούκου.
- Ρε συ, έφαγα ρυζόγαλο και δε μου σηκώνεται.
- Αφού βρε άσχετε η κανέλα είναι αντικουκουρούκου!
Got a better definition? Add it!
Το σπέρμα στα τούρκικα.
(Τσιμπουκλού ετοιμάζεται να απολαύσει το τσιμπούκι της)
- Έλα παιδαρά μου δώσ' μου το σορόπι σου να γιάνω η έρμη!
- Ποιο σορόπι μωρή άρρωστη; Ζιγκολό είμαι. Δεν είμαι ντόκτορας!
- Ντόκτορας είσαι και δεν το ξέρεις. Άντε κόψε τη συζήτηση τώρα και δωσ' μου μια καλή δόση τσουτσού σορόπ.
- ΟΚ αλλά να ξέρεις πως πρέπει να παίρνεις τη δόση σου μετά το φαγητό...
- Έφαγα. Κι αν συνεχίσεις τα κουλά σου θα φάω και το εργοστάσιο παπαροπαρασκευής του τσουτσουσορόπ σου και μετά θα φάω και εσένα.
- Πάρτο τότε μωρή άρρωστη!
Λέξεις για το σπέρμα: αγιασμός, γιαούρτια, κατάθεση, λάβα, μαλακία, ματσαφλόκια, μυτζήθρα, παπαροζούμι, παχιά, πέο τζους, πηχτή, σκάγια, σως, το άσπρο που κολλάει, του πουλιού το γάλα, τσουτσού σορόπ, τσουτσουνόζουμο, τυρί, φλόκια, χοντράδια, χυσαμόλι, χύσια, ψωλόχυμα.
Got a better definition? Add it!
Ατίθασος και έχων μικρό πέος ομοφυλόφιλος, με παρουσιαστικό παραπλήσιο με αυτό ενός τρωκτικού που επιδίδεται με ιδιαίτερη επιτυχία στον στοματικό έρωτα.
- Αχ καλέ Γιάννη ομόρφυνες πολύ!!!
- Πωωωω!!! Πάλι να μου πάρεις τσιμπούκι θες ρε πουσταρά τσιμπουκομικρούλη;
Got a better definition? Add it!