Πρόκειται για αστεϊστική αντωνυμία του waterproof (αδιάβροχο).

Από το αγγλικό water (νερό) και το ρουφάω.

- Πήγα χθες παραλία και ξέχασα ο μπινές να βγάλω το ρολόι μου...
- Και; Τι έγινε; Χάλασε;
- Γαμησέ τα. Wateρουφ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλιγάτορας + γαμώ!

Το πρώτο συνθετικό αλιγάτορας, έχει σκοπό να αποδώσει με όσο το δυνατόν εκφραστικότερο και ζωντανότερο τρόπο, την προσήλωση και την ψύχωση προς στο αντικείμενο που αρεσκόμεθα να καλούμε... «μουνί».

Όπως ο αδίστακτος αλιγάτορας, ένας πραγματικός δολοφόνος της φύσης, θανατώνει το θήραμά του, έτσι κι ο αληγάμουρας γαμάει το θήραμά του.

Είναι, με άλλα λόγια, ο τύπος που όχι απλώς γαμάει, αλλά σαρώνει στην κυριολεξία. Ο τύπος ανδρός για τον οποίο το μουνί δεν είναι πλέον διασκέδαση, αναπαραγωγή ή έστω και χόμπι. Είναι αντικείμενο σπουδών, τροφή και στη χειρότερη...; ΠΡΡΡΕΖΑΑΑΑΑΑ!

Φυσικά τέτοιου είδους όντα καταντάνε να καταλάβουν γύρω στα 50 τους ότι δεν έκαναν τίποτε το χρήσιμο και αξιοσημείωτο στη ζωή τους, αφού αναλώθηκαν εκεί, πράγμα που μπορεί να οδηγήσει στην ψυχολογική τους κατάρρευση.

ΕΓΩ!
PS: ΒΟΗΘΕΙΑ...

(από Vrastaman, 19/09/10)Κι ο Αλή Πασάς, ως αλη γάμουρας πηδούσε τα πάντα (*.*) (από GATZMAN, 19/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκεί που τα πτυχία των αποφοιτριών, είτε από Πούτσεστερ, είτε από άλλα καλύτερα πανεπιστήμια γίνονται λαδόκολλες και δεν ανοίγουν πόρτες, εκεί που κάποιες έχουν διδακτορικό (κανονικό ή γιαλατζί) και σπάνε τα μούτρα τους γιατί η ανεργία χτυπάει κόκκινο, εκεί που το βιογραφικό σημείωμα είναι ανίσχυρο να πραγματώσει τα όνειρα και τα κούφια λόγια περί επαγγελματικής αποκατάστασης φαντάζουν ασήμαντα, ένα πλούσιο βυζογραφικό (γυναικείο στήθος) έρχεται πολλές φορές όχι άπλα να ανοίξει πόρτες, αλλά να ανοίξει το δρόμο και για πολλά άλλα πράγματα. Μαρούλι-Λοιπές υλικές απολαύσεις- Κοινωνική καταξίωση. Μ' άλλα λόγια: ένα βυζογραφικό που να μπορεί να φέρει το Σακέτο σε πακέτο!

Το βυζογραφικό σημείωμα δεν είναι απλές κόλλες χαρτιού όπως το βιογραφικό. Μιλάει από μόνο του.

Ένα πλούσιο βυζογραφικό συνδυαζόμενο με multimedia υποστήριξη (σώμα και πρόσωπο φοβερής αισθητικής αντίληψης, αρμονική κίνηση, τσαχπινογαργαλιάρα ματιά και φωνή) που φωνάζει από χιλιόμετρα: «Ανοίξαμε και σας περιμένουμε» μπορεί να ανατρέψει όλα τα προγνωστικά (π.χ. φτωχό βιογραφικό).

Ένα βυζογραφικό που προβάλλει μέσα από ένα βυζούβιο (ως φάκελο), αφήνοντας να διαφανεί εικόνα για high class βυζόμπαλα πλαισιωμένα από Κορμί, τύπισσας υψηλών φυσικών προδιαγραφών, που όχι απλά σέρνει καράβι αλλά και ναύαρχο και ναυαρχίδα και στόλο ακόμα, αποδεικνύεται πολλές φορές κατά πολύ ισχυρότερο από ένα πολύ καλό βιογραφικό.

  1. Δυο συνιδιοκτήτες μιας εταιρείας συζητούν.
    Α: Βλέπω πως για τη θέση της υπαλλήλου που ψάχναμε για το τμήμα δημοσίων σχέσεων πως προσέλαβες αυτή με το χειρότερο βιογραφικό. Για δημόσιες σχέσεις μιλάμε, όχι για δημόσιες χέσεις. Τι συμβαίνει; Έχει μπάρμπα στην Κορώνη; Και το άλλο πάλι που το βάζεις; Μα να της δώσεις ταβανοσκουπάτο μισθό;
    B: Κοίτα, μπορεί να 'χει ftp βιογραφικό, αλλά αν δεις το πλουσιότατο βυζογραφικό της θα καταλάβεις γιατί την προσέλαβα. Τσάμπα μας έρχεται. Θα μας αναζωογονεί σεξουαλικώς, οπότε θα μας βοηθά να παίρνουμε σωστές αποφάσεις για τον οργανισμό.
    Α: Μα δεν ξέρει τη δουλειά.
    Β: Και τι έγινε; Όπου χρειάζεται θα έχει βοήθεια από άλλες, ενώ με τα φυσικά της προσόντα θα μας κλείσει τις... συνεργασίες.

  2. Κορίτσια καταθέστε βυζογραφικό. Ο Ατάνας πληρώνει. Ο Ατάνας επιλέγει. Δες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν περιμένεις στη στάση τόση ώρα που θα αναγκαστείς να σκεφτείς «πρώτα θα βρει γκόμενα ο Τάσος και μετά θα περάσει το αστικό. Έλεος!», τότε δυστυχώς φίλε μου βρίσκεσαι στη θέση να έχεις ανάγκη το ελεωφορείο.

Οποιοδήποτε όχημα χρειαζόμαστε για τη βασική μας και μη μετακίνηση αλλά μας σπάει τα νεύρα για χίλιους διαφορετικούς λόγους. Γιατί αργεί (ή τελικά δεν εμφανίζεται καθόλου), είναι γεμάτο και δε χωράς και μένεις απ' έξω, μπαίνεις και αναγκάζεσαι να μυρίσεις ποδαρίλα από τη σηκωμένη μασχάλη τού συνεπιβάτη, ο οδηγός νομίζει ότι μεταφέρει κοτόπουλα και περνάει επίτηδες από όλες τις λακούβες ή γιατί απλά βλαστημάς τη ζωή σου που το έχεις ανάγκη για να κάνεις κάθε μέρα μία ώρα διαδρομή μέχρι τη δουλειά.

- Έλα ρε φίλε, συγγνώμη πού άργησα.
- ...
- Ε τι γιατί; Δεν το ξέρεις το ελεωφορείο; Πρέπει να κάνεις προσευχή στο Δία για να περάσει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχαιοπρεπής νεολογισμός ή ζουραρισμός (κατά το κλαυσαυχενίζομαι) που σημαίνει :

κλαψομουνιάζω [δες σχετικό λήμμα].

Φυσικά συνοδεύεται από τα σχετικά παράγωγα όπως:

- κλαυσαιδοιασμός (κλαψομούνιασμα) - κλαυσαιδοιακός (κλαψομούνικος) - κλαυσαιδοιαζόμενος (κλαψομούνης) κλπ.

Συνώνυμα (κατ' αντιστοιχίαν):

- αιδοιοθρηνώ - αιδοιοθρήνος - αιδοιοθρηνητικός - αιδοιοθρηνών

Αντώνυμα (κατ' αντιστοιχίαν):

- πεογράφω (γράφω στο πούτσο μου) ή ορχεοθετώ (στ'αρχίδια μου) - πεογραφία ή ορχεοθέτησις - πεογραφικός ή ορχεοθετικός - πεογράφος ή ορχεοθέτης

-Τον παράτησε η γκόμενα και έχει πέσει στα πατώματα. Όλη μέρα Αντώνη Βαρδή, αφοί Κατσιμίχα και λοιπαί κλαυσαιδοιακαί (αιδοιοθρηνητικαί) δυνάμεις.

-Τι κι αν τον παράτησε, αυτός πεογραφία!

-Την ορχεοθέτησε κανονικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευμεγέθης κουράδα, δυσκόλως αποδεσμευόμενη εκ του παχέος εντέρου και δι' αυτόν η έκλυσή της προκαλεί δάκρυα ανακούφισης, όπως τα οφθαλμικά κολλύρια.

Είχα να χέσω 3 μέρες κι έβγαλα ένα κωλύριο άλλο πράγμα...

Προφ λογοπαίγνιο με τις λέξεις «κώλος» και «κολλύριο». Βλ. και γεννητούρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λίστα αυτή αποτελεί μικρό συμπλήρωμα του ανύπαρκτου λεξικού που ανάρτησε ο χρήστης acg. Δεδομένου ότι το φαινόμενο Miesens είναι πραγματικά απύθμενο, κρίνεται αναπόφευκτη την ανάγκη και για γ’ τόμο!

  • Μαύρα μιζάνυχτα, τα: έχουν όσοι δεν συμμετέχουν στο πάρτι αυτό!
  • Μιζαλίνα, η: η Μάτα Χάρη που χρηματίζεται εκατέρωθεν.
  • Μιζαλλόδοξος, ο: αυτός που δεν έχει πρόβλημα να χρηματίσει ή να χρηματιστεί σε διεθνές περιβάλλον.
  • Μιζεγγύηση, η: ειδική μορφή παρακαταθήκης, κατά την οποία πράγμα κινητό ή ακίνητο διεκδικούμενο παραδίνεται ανεπιστρπτί σε τρίτον (τον μιζεγγυητή) για διεκπεραίωση «εκκρεμών υποθέσεων».
  • Μιζέλληνας, ο: ο Έλληνας που χρηματίζεται και χρηματίζει.
  • Μιζθοδοσία, η: οι μηνιαίες αποδοχές πολιτικών όλων των κομμάτων από την Siemens.
  • Μιζοαστός, ο: το τυπικό κοινωνικό προφίλ του χρηματιζόμενου.
  • Μιζογειακά Προγράμματα, τα: κοινοτικά προγράμματα με χοντρό παραδάκι.
  • Το ποτήρι είναι μιζογεμάτο ή μιζοάδειο; : απορία αυτού που είτε λόγω ηθικών αναστολών είτε λόγω ανικανότητας δεν άρμεξε το σύστημα στο έπακρον.
  • Μιζογύνης, ο: αυτός που χρησιμοποιεί την θέση του σαν μοχλό για σεξουαλική ικανοποίηση με υφιστάμενες σου.
  • Μιζοξενία, η: Βλ. μιζαλλόδοξος
  • Μιζοτάκι, το: η κοτόσουπα στα γιαπωνέζικα. Εκ των miso (ζωμός) και take (κότα).
  • Μιζοτοιχία, η: συνέργειες πλουτισμού ανάμεσα σε τμήματα ιδιωτικής ή δημόσιας επιχείρησης, το αντίθετο των «σινικών τοίχων»
  • Ο Μιζτικός Δείπνος, ο: ακα το μεγάλο φαγοπότι
  • Πολιορκία του Μιζολογγίου, η: Η παρατεταμένη πολιτικοοικονομική μας κατάσταση τα τελευταία 30 και πλέον έτη.

- Είχα μαύρα μιζάνυχτα ότι για να χειρουργηθεί η φουκαριάρα η σλανγκομούnα μου έπρεπε να βάλω το σπίτι μου μιζεγγύηση στην μιζαλίνα μεγαλογιατρό!

- Ο τυπικός μιζοαστός μιζέλληνας δεν είναι καθόλου μιζαλλόδοξος! Δέχεται μιζοξενία από κάθε φυλή του Ισραήλ εν μέσω πολιορκίας του μιζολογγίου!

- Ο Krokus ήταν πρώτα στην μιζοδοσία της Ανατολικής Γερμανίας και μετά της Miesens!

- Κατά τον μιζτικό δείπνο, πολλοί αναρωτήθηκαν εάν το ποτήρι είναι μιζογεμάτο ή μιζοάδειο. Αυτά είναι ψευδοδιλλήματα είπε ο μεγάλος, φάτε μπόλικο μιζοτάκι να συνέλθετε γιατί έπονται και μιζογειακά προγράμματα!

Όταν η Τσέκου επισήμανε στον μιζογύνη Ζαχόπουλο για την ύπαρξη βίντεο, αυτός τραγούδησε πικρά: «Αχ ρε παλιο-μιζοφόρια τι τραβάν για σας τα’ αγόρια!»

- Οι μιζοτοιχίες επιτρέπουν στο τμήμα ανάλυσης της χρηματιστηριακής να πληρώνεται από τις εταιρείες που αναλύει!

Ο Μιζτικός Δείπνος (από Vrastaman, 25/03/09)(από Vrastaman, 29/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του υποτιθέμενου ρήματος μουσικώνομαι, ρήματος που χρειάστηκε να υπάρχει λόγω σλανγκικής αδείας, και υποτίθεται πως σημαίνει πως κάποιος φτιάχνεται με τη μουσική.

Επειδή όμως...αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννάν οι κότες,η slang σημασία παραπέμπει στη φράση «μου σηκώνεται», που παραπέμπει με τη σειρά της σε ορθοστασία του ανδρικού μορίου, σε σηκωμάρες, σε ανατάσεις ψωλής και σε έγερση των τζέντλεμεν όταν ένας θεοκόμματος, απ' αυτούς που αξίζει κάποιος επίδοξος επιβήτορας να πει:«και η κλανιά της βάλσαμο», διεγείρει τους οπτικούς σένσορες του (τα μάτια του).

Η χιουμοριστική αυτή λέξη λέγεται με στόχο να συμμεριστούμε με άλλους το χαρμόσυνο γεγονός της έγερσης του πέοντα.

Σε μπαράκι
Αλέκος:Ωραία επιλογή ρε. Σωστό Αιδοίον πέλαγος το μέρος. Ο αιδοιοφόρος ορίζοντας. Κώστας (κοιτά προς τον τζέντλεμαν και με χαρωπό ύφος αναφωνεί): Άστα. Μουσικώνεται... Μουσικώνεται... Μουσικώνεται Αλέκος (με νόημα): Είδες τι κάνει η καλή μουσική;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός χρησιμοποιημένης κάλτσας (4ο Στάδιο), κατά το οποίο ενδέχεται να τραπεί σε φυγή (προς αποφυγήν επαναχρησιμοποίησής της) δια της πτητικής οδού. Πληθυντικός «οι μπεκάλτσες» ή ένα «μπεκάλτσικο σμήνος». Ιδιαίτερα επικίνδυνο κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.

1ο Στάδιο - Σκοτώνει κουνούπια από απόσταση

2ο Στάδιο - Την πετάς και κολλάει στο ταβάνι

3ο Στάδιο - Την πετάς στο ταβάνι και σπάει

4ο Στάδιο - Πετάει μόνη της (μπεκάλτσα)

- Πώπω, ρε συ Μήτσο, τι μπόχα είναι αυτή! Η κάλτσα σου βρωμάει..,
- Ναι ρε άσε, και να φανταστείς μόνη της έμεινε από χθες. Η άλλη έγινε μπεκάλτσα και την κοπάνησε.

Μπεκ προσαρμοζόμενο σε κάλτσα για κατευθυνόμενη έκχυση βρωμιάς σε συγκεκριμένο στόχο (από GATZMAN, 20/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναικείο (ως επί το πλείστον) ένδυμα, συνήθως τσίτι, αγορασμένο από λαϊκή αγορά (κοινώς παζάρι), που προσομοιάζει ελαφρώς με έτερο τσίτι αγορασμένο από τα zara, και επιδεικνύεται με υποβόσκουσα καταναλωτική υπερηφάνεια, λόγω της εξευτελιστικά χαμηλής τιμής του, ακόμη και μετά την ανακάλυψη της τρύπας μεγέθους εικοσάλεπτου κάτω από την αυτοκόλλητη ταμπελίτσα, που βρίσκεται κολλημένη σε ύποπτο σημείο του εν λόγω τσιτίου (είναι δόκιμο τώρα αυτό; anyway...)

- Καλέ τι ωραίο το κρουαζέ σου!
- Σ' αρέζει; Παzara, 5 ευρά τα δύο. Το πήρα και σε σικλαμέν!
- Γουάου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified