Κίνημα που εμφανίστηκε στα μεγάλα ελληνικά αστικά κέντρα στα τέλη της δεκαετίας του '70. Γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση στα μέσα της δεκαετίας του '80 και εκτοτε συνεχίζει να υφίσταται σε λανθάνουσα μορφή μέχρι τις μέρες μας. Εκφράστηκε κυρίως μέσω εικαστικών παρεμβάσεων της συζύγου στην διακόσμηση της σαλονοτραπεζαρίας του τυπικού αστικού σπιτιού της δεκαετίας του '80. Βρήκε επίσης πεδίο έκφρασης στα μουσικά και ενδυματολογικά δρώμενα της εποχής.

-Ωραίο το σύνθετο που αγόρασε η Κούλα.
-Έλα μωρέ... ένα γυφτομπαρόκ ήτανε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάτι μας ξενερώνει.

  1. - Παιδιά πάμε μετά για γλυκό; - Μπα... Ξενερουά...

  2. - Πώς ήταν η ταινία που είδες; - Τίποτα μωρέ... Ξενερουά λίγο αλλά εντάξει...

βλ. και αντισέξ, ντεκαβλέ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για αυτοκίνητα με κίνηση στους πίσω τροχούς ή για γκόμενα με μεγάλο και κουνιστό κώλο.

Τσέκαρε την πισωκούνα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τον συνδυασμό χυδαίο και χλιδή.

  1. Bλάχος νεόπλουτος που ζει μέσα σε υπερβολική, κιτσάτη πολυτέλεια.
  2. Πανάκριβο και κιτσάτο αντικείμενο.
  1. - Είδες σπίτι ο κυρ Μπάμπης;! Κέρδισε το Λόττο, κι έβαλε χρυσούς μπιντέδες και πισίνα με συντριβάνια! Άσε, πολύ χλιδαίος ο τύπος!

  2. - Μα τώρα, σοβαρά σκέφτεσαι να δώσεις 3000 ευρώ γι' αυτή την ρόδο-μπορντώ-κοκκινί γούνα με την χρυσή φόδρα! Είναι τόσο χλιδαία, έλεος!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα τατουάζ πάνω από τα οπίσθια έκλυτων γυναικών. Πολλοί τα ερμηνεύουν ως σαφή πρόσκληση για αξέχαστες στιγμές στον νότιο πόλο.

Γνωστό και ως τσουλόσημο ή ξεκωλόσημο.

- Κάθε ξεκωλτέ που σέβεται τον εαυτό του οφείλει να έχει και την αντίστοιχη ξεκολοτυπία!

Ξεκωλοτυπία (από Vrastaman, 06/07/08)(από Vrastaman, 23/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το «ρομαντικός» και «βρώμα». Ατάκα Καραγκιόζη από παλιά, αρχές του 20ου αιώνα, τουλάχιστον. Ήταν ιδανικό ο ρομαντισμός, στην αστική κοινωνία της Αθήνας, αλλά ο Καραγκιόζης ήταν η πικρή καθημερινότητα.

Καραγκιόζης: Έλα να κάτσουμε εδώ, δίπλα στην παράγκα, είναι πολύ βρωμαντικά!

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που αφορά spam, που έρχεται σε απρόσκλητη επικοινωνία, συνήθως με σκοπό τις πωλήσεις ή την προώθηση ιδεών. Ενοχλητικός, γλοιώδης, 80s απατεώνας.

Είναι Spamστικό να μου υποδεικνύει κάποιος τι να αγοράσω.

βλ. και σπαμστικός, σπαμαρχίδας, σπαμεράς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη, η οποία γεννήθηκε, μεσ' στους κόλπους του σλανγκοσάιτ από λεξιπλαστική φρενίτιδα του γράφοντος και η οποία, ναι μεν ηχομιμείται θεσπέσια το θεσπέσιο, αλλά επιπλέον εμπεριέχει και το σπεκ. Μ' ένα σμπάρο, διολημμήδης!

πλεονάζει

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη έχει πολλές έννοιες. Την λες ας πούμε όταν διαφωνείς με κάτι και λες, ας πούμε, ότι δεν θα γίνει ποτέ (τ' Αγίου Πούτσου), ή όταν θες να περιγράψεις κάτι που είναι χάλια, π.χ. μια κατάσταση, ή κάτι, τέλος πάντων. Σε όλες τις περιπτώσεις η λέξη είναι χυδαία.

Πω ρε με αυτή τη κρίση. Δεν θα καταφέρω να κρατήσω το σπίτι μου με τέτοιο τριπούτς επάγγελμα.

Jeanne Tripplehorn, έχει καυλώσει περισσότερα από τρία πουτς (από Vrastaman, 02/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι κάτι σαν το μουνόκωλο. Μόνο που, αντί για το μουνί και κώλο, αναφέρεται στην ψωλή και τα λαμπούρια.

Μπορείς να το πεις με πολλούς τρόπους, μιας και υπάρχουν εκατοντάδες ονομασίες για το πέος και για τους όρχεις. Π.χ. ψωλάρχιδο, καυλάρχιδο, τσουτσουνάρχιδο, πουτσάρχιδο, ψωλάμπουρο, καυλάμπουρο, τσουτσουνολάμπουρο κ.α.

- Έι, κορίτσια, δεν θα πιστέψετε τι έγινε χθες το βράδυ.
- Τι;
- Έκανα καυλόχρηστο με το πιο τρελό ψωλάρχιδο που 'χει δει ποτέ κανείς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified