Further tags

Από το facebook και την τουρκική κατάληξη -κλού.

Κυριολεκτικά, αυτή που ασχολείται με το facebook.

Λόγω όμως...

...η λέξη φεϊσμπουκλού αποκτά επιπλέον βάθος (όχι πολύ όμως) προσδίδοντας στο άτομο που χαρακτηρίζει αρκετά υπονοούμενα κι έτσι μπορεί να χρησιμοποιείται χαλαρά και ως πασπαρτού (χωρίς φυσικά να θέλει να πει κάτι το ιδιαίτερο).

- Είσαι μια φεϊσμπουκλού εσύ..!
(Το άκουσα ανάμεσα σε δύο κάγκουρες στα Ταμπούρια)

Θώδη στη νοηματική (από protnet, 17/09/10)(από Khan, 01/04/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τραμπούκος + πούστης! Απλά, ο πούστης (ναι, ο γνωστός) με τάσεις τραμπουκισμού. Και πούστης και νταής, δηλαδή. Ο μάγκας πούστης ας πούμε.

Επίσης, παρακαλώ νιώστε ελεύθεροι να το χρησιμοποιήσετε και στην ακριβώς αντίθετη περίπτωση: για τον τραμπούκο που θα έρθει να σας κολλήσει μαγκιές για να το παίξει ιστορία, κι εσείς, πολύ άνετα, με ένα χαστούκι και με ένα «η μαμά σου το ξέρει ότι είσαι έξω τέτοια ώρα;», θα τον κάνετε να φύγει μυξοκλαίγοντας.

- Άσε ρε, ήρθε χτες έξω απ' το κλαμπ ένα μαλακισμένο που είχε όρεξη για ξύλο και μου κόλλαγε.
- Κι εσύ τι έκανες;
- Τί να κάνω;Τον αγνόησα μέχρι που μου 'σπασε τ' αρχίδια και τελικά τον άρχισα στα χαστούκια, οπότε κι έφυγε μυξοκλαίγοντας.
- Χαχαχα... τι τραμπουκόπουστας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο πάρσιμο, γαμήσιμος, φακάμπλ.

- Γιατί δε βγαίνεις με το Βαγγέλη ρε Πόπη;
- Δεν ξέρω, είναι λίγο κάγκουρας...
- Ναι αλλά είναι πάρταμπλ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλητάμπουρας + γαμώ! Ο ξέμπαρκος που γαμεί ό,τι βρει, εφόσον χαρακτηρίζεται από έλλειψη προτύπων γυναικείας ομορφιάς. Είναι η «ευτελής» έκδοση του γαμίκουλα.

Στο μυαλό μου, είναι ο τέλειος τύπος για τσόντα... Ο Γκουσγκούνης!!

- Πωπω ρε δικέ μου! Τι κάνει αυτός ο Βασίλης και γαμάει συνέχεια;
- Σιγά ρε μαλάκα. Τέτοιος αληγάμουρας που είναι, τί περίμενες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος υποδηλώνει την τεμπέλα, την ακαμάτρα, αδιάφορη, αλλά και ονειροπόλο γυναίκα που συνήθως λουφάρει ξύνοντας και μαδώντας το μνί της, γι' αυτό και το συνώνυμο σε αρσενικό είναι ο ξυσαρχίδης (συνώνυμή της η μουνοξύστρα).

- Ακόμα δεν άνοιξε το κομμωτήριο η Πόπη, Κούλα μου!
- Μα χρυσή μου, αφού είναι στον κόσμο της, μεγάλη μουνομαδίστρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που περιγράφει νεαρό, καλοσχηματισμένο και κοντό κοπελάκι. Όχι όμορφο αλλά ναζιάρικο. Σα τη Κοκκινοσκουφίτσα αλλά στην πουτανί εκδοχή της. Κάτι σαν το καβλοράπανο αλλά στο πιο πρόστυχο. Στην τελειότερη εκδοχή της, η πουτανοσκουφίτσα διαθέτει αθώα φατσούλα που παραπέμπει σε σαδομαζοχιστικά όνειρα.

Συνήθως χώνεται σε μια παρέα, την πέφτει σε όποιον τον έχει φάει η μαλακία περισσότερο απ' τους άλλους, πηδιούνται για μία και μοναδική φορά, και μετά την πέφτει κάθε μέρα και σε άλλον απ' την παρέα. Εννοείται ότι στον επόμενο λέει ότι ο προηγούμενος τον είπε «μαλάκα» προκειμένου αυτοί να τσακωθούν και αυτή να καλύψει τα ίχνη της. Αυτό το βιολί συνεχίζεται μέχρι να κάνει όλη την αντροπαρέα ένα μάτσο χάλια ή και μουνί καπέλο. Εξαφανίζεται το ίδιο αιφνιδιαστικά όπως εμφανίστηκε.

Η αναφορά στην Κοκκινοσκουφίτσα δεν είναι τυχαία. Η παραμυθένια ηρωίδα εμφανίζεται ως αθώα παιδούλα στην αρχή, αλλά στο τέλος τον λύκο τον ξεφυτίλιασε (όρος που θα προστεθεί στο μέλλον).

Στην ίδια κατηγορία ανήκουν και τα λήμματα πουστρόλυκος και πουστρογυριστούλης.

- Τι έγινε ρε μαλάκα; Πού χάθηκες;
- Εγώ πού χάθηκα; Εσύ έχεις να πάρεις τηλέφωνο από πέρσι. Και δε μου λες μπάϊ δε γουέι, με κείνη τη ψιψινέλ τη Μαρία τα έχεις ακόμα;
- Όχι ρε. Χωρίσαμε σχεδόν την ίδια μέρα. Εξαφανίστηκε, ούτε που κατάλαβα τι έγινε. Εγώ νόμιζα ξαναγύρισε σε εσένα.
- Παπάρια γύρισε σε εμένα. Μας έκανε όλους άνω κάτω και εξαφανίστηκε η πουτανοσκουφίτσα.

Πού είναι ο λύκος να του ρίξω ένα μουνί; (από Khan, 25/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιγράφει κίναιδο μεγάλο σε ηλικία, που διατηρεί την σεξουαλικότητά του παρά τα χρόνια του. Προέρχεται από το πούστης + (γερό)λυκος. Προσοχή, δεν είναι ηλικιωμένος. Τους παππούδες πούστηδες τους λέμε διαφορετικά.

Πουστρόλυκος για παράδειγμα, είναι αυτός που σε νυχτερινή πτήση Αθήνα-Θεσ/νίκη κόλλαγε σε έναν πιτσιρικά να τον πηδήξει. Ο πιτσιρικάς δεν του καθότανε γιατί «θα μας δούνε». «Όχι βρε κουτό, δεν βλέπεις, κοιμούνται όλοι». Κοιτάει γύρω του δύσπιστος ο πιτσιρικάς και του λέει ο πουστρόλυκος «να, πήγαινε να τους ζητήσεις δήθεν τσίχλα που βούλωσαν τα αυτιά σου και θα δεις ότι κοιμούνται». Όντως το έκανε ο μικρός, διαπίστωσε ότι κοιμούνται όλοι, οπότε έκατσε και τον πήδηξε ο γέρος. Όταν έφτασαν στη Μίκρα, ένας παπάς διαμαρτυρήθηκε «Έχω έναν πονοκέφαλο, άλλο πράγμα!». «Και γιατί δε μας ζήτησες ασπιρίνη» του λέει η αεροσυνοδός. «Τι λες καλέ; Ο άλλος τσίχλα ζήτησε και τον γάμησαν, ασπιρίνη θα ζητούσα εγώ;»

- Τον είδες τον ταρίφα. Ροδάνι πάει η γλώσσα του.
- Ναι τον πουστρόλυκο. Άπαιχτος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση της λέξεως Ιλλουμινάτι («πεφωτισμένοι», βλ. γνωστή νουβέλα του Dan Brown) σε συνδυασμό με το γνωστό Κυπριακό τυρί χαλούμι.

Χαλουμινάτι αποκαλούνται τα κλειστά λόμπι που σχηματίζουν (τρεντόπουστες συνήθως) Κύπριοι φοιτητές οι οποίοι ερχόμενοι στην Ελλάδα για κάποιον ακατανόητο λόγο κάνουν παρέα μόνο μεταξύ τους, πίνουν καφέ μόνο μεταξύ τους, συζητάνε μόνο μεταξύ τους και γενικώς πραγματοποιούν την οποιαδήποτε κοινωνική τους δραστηριότητα αποκλειστικά με ομοεθνείς τους, θυμίζοντας έντονα μασονική στοά.

Αυτό που επίσης προκαλεί εντύπωση είναι ότι όλες αυτές τις δραστηριότητες τις κάνουν δημόσια με τρόπο μάλιστα συχνά παρεξηγήσιμο μιας και δίνουν την εντύπωση ότι δεν υπάρχει κανένας άλλος τριγύρω τους. Κοινώς γράφουν τον περίγυρο στα αρχίδια τους τα μαλλιαρά. Αυτή η ενέργεια βέβαια, συμβαίνει σαφώς και αμφίδρομα από τον περίγυρο προς τους χαλουμινάτι.

Η γλώσσα που χρησιμοποιούν οι χαλουμινάτι (και όχι χαλουμινάτοι) αποτελείται από ένα εκρηκτικό μείγμα ακατανόητων Κυπριακών με ολίγη από βλαχο-Αγγλικά. Οι διάλογοι πραγματοποιούνται σχεδόν πάντα σε αυξημένη ένταση, πολύ πάνω από το κανονικό (ο κάθε χαλουμινάτoυς συνήθως γκαρίζει σε μια τάξη των 20-30dB παραπάνω από έναν μέσο άνθρωπο). Τα δυο παραπάνω χαρακτηριστικά συμβαίνουν ταυτόχρονα και ως εκ τούτου το αποτέλεσμα είναι να καθίσταται αδύνατη η συνύπαρξη με κάποιον άτυχο που δεν ανήκει στο εν λόγω λόμπι.

Τα συμπτώματα που έχουν καταγραφεί από προσπάθεια παρακολούθησης συνεστίασης χαλουμινάτι σε κάποιο δημόσιο η μη χώρο από έναν μη-μυημένο με ρεκόρ αντοχής τα 8 λεπτά είναι:

1-2': Παράξενο βλέμμα, οι παλμοί της καρδιάς αυξάνονται ελαφρώς,

2-4': Ελαφρύ χαμόγελο, παλμοί σταθεροί,

4-5': Στιγμιαίο έντονο γέλιο, η αρτηριακή πίεση αυξάνεται, ο μη-μυημένος αρχίζει να νιώθει μια ψεύτικη ευεξία,

5-6': Σημάδια εκνευρισμού, οι παλμοί αυξάνονται,

6-7': Ο εκνευρισμός τείνει να οδηγήσει ραγδαία σε εγκεφαλικό επεισόδιο, οι παλμοί αυξάνονται πλέον επικίνδυνα,

7-8': Τάση για εμετό, έντονος πονοκέφαλος, συνήθως το θύμα εγκαταλείπει άρον-άρον το χώρο προκειμένου να βρεθεί σε απόσταση ασφαλείας από τη συνεστίαση των χαλουμινάτι.

-Τι έγινε ρε Σταύρο;
- Άσε ρε συ έπεσα σε παρέα χαλουμινάτι μέσα στο μετρό, και μετά είχα πονοκέφαλο για το επόμενο δίωρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλοβυρνιά. Η λούγκρα εμιγκρές, που φεύγει από χώρα με καθεστωτική ομοφοβία (σ.ς.: λ.χ. από την Ελλάδα για να φέρω ένα τυχαίο παράδειγμα), και σεξομεταναστεύει σε μεγαλούπολη της Δύσης, που διακρίνεται για την ομοφυλοφιλόφιλη αύρα της. Τόποι υποδοχής- παράδεισοι εμιλουγκρέδων είναι η Μπαρτσελόνα, το Σαν Φρανσίσκο (Castro), το Marais στο Παρίσι, ΟΛΗ η Αγγλία, διάφορες συνοικίες της Νέας Υόρκης και του Βερολίνου (ασφαλώς και άλλα μέρη που μου διαφεύγουν). Από εκεί τείνει ευήκοον ους προς τις καταπιέσεις ομο-ομοφυλοφίλων του και άλλα κρούσματα σεξουαλικής μισαλλοδοξίας στην χώρα προέλευσης και γρηγορεί για να τα καυτηριάσει, πάντα όμως εκ του ασφαλούς από τον λουγκροπαράδεισο, όπου λιάζεται τε και ξεκωλιάζεται. Η αναλογία είναι προφ προς τους πολιτικούς εμιγκρέδες από αυταρχικά καθεστώτα, όπως οι Ρώσοι εμιγκρέδες στο Παρίσι, ή οι Ιρανοί εμιγκρέδες τώρα στην Αμερική ένα πράμα.

- Πώς πήγε ρε Περιεργόπουλε το ταξίδι σου στο Σαν Φρανσίσκο;
- Καλά ήτανε, αλλά συνάντησα τον παιδικό μας φίλο, ξέρεις τον Τέλη τον Λομπαρδιάρη και πολύ με προβλημάτισε... Μού 'λεγε πώς αντέχω και κάθομαι στην Ελλάδα, όπου παραβιάζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα και γενικά υπάρχει μια ασφυκτική ατμόσφαιρα στον αέρα...
- Νταξ μωρέ, τον εμιλουγκρέ κάθεσαι και ακούς;...

Jean Marais. Έχει και το όνομα και την χάρη. (από Khan, 30/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με -υ- σημαίνει: ο παλιόπουστας που έχει αποτύχει στο να τον χύσουν οι γαμιάδες του στη μάπα.

«...Εκτός από καραφλόπουστας σαπιοκοιλιάς, είσαι και αποτυχυμένος...»

(από την Μαύρη Φατρία)

αποτυχυμένη (από Marco De Sade, 30/09/10)Αθάνατες λαϊκές επιτυχίες! (από Khan, 01/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified