Αυτός που περπατάει λες και έχει καταπιεί κρεμάστρα.

Ο πολύ γυμνασμένος (ή φουσκωμένος - γνωστός και ως τρόμπας ή πρησμένος), ο οποίος δεν παραλείπει σε κάθε ευκαιρία να επιδεικνύει τους μυς του (κυρίως σε γυναίκες).

- Κοίτα ρε μλκ έναν σφίχτερμαν. Άμα τον τσιμπήσεις, θα ξεφουσκώσει!

(από Τσακ εις την μέσην, 28/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηριστικό στυλ τύπου τρέντυ.

Δες πώς πάνε στο σχολείο! Όλα τρεντυφατσουλάκια.

Δες και -φατσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ετυμολογία: τζελ + Έλβις.

Ο ροκαμπιλάς παλαιάς κοπής και νεότερης με το καλτ χαρακτηριστικό χτένισμα-κούρεμα-φαβορίτα (κυκλοφορεί και σε περούκα - αποκριάτικο αξεσουάρ, έχω μια) λαδωμένο από το τζελ (=μπριλκρίμ για τους +60). Ενίοτε η αμφίεσή του είναι πράγματι σαν του Έλβις.

Ωστόσο μπορεί να χαρακτηρίσει και οποιονδήποτε κυκλοφορεί παστωμένος (χτενισμένος όμως, όχι κοντό μαλλί) με τζελ.

Έχει χρησιμοποιηθεί και για να χαρακτηρίσει νεοσφίχτες - πρωηνχοντρούς που κυκλοφορούν με κολλητές μαύρες μπλούζες, γυαλί και μαύρο, λαδωμένο, σλικ, μαλλί.

Μας την έπεσε μια ομάδα τζέλβιδες και έγινε πανικός στην πλατεία...

Elvis from hell από τον πρωτοΜΑΣΤΟΡΑ (από alamo, 15/07/10)Ο Κώστας Ζουράρις με λίγο από Τζέλβις στάιλ, νταξ όχι απολύτως, αλλά τζελβισοφέρνει. (από Khan, 27/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκόμενα 30+, MILF, εκ του mature.

Η μάνα του Βλάσση είναι τρελό ματσούρι σου λέω!

ΚΙΤΑΡΟ,τρελλό ΜΑΤSURI (από gaidouragathos, 27/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρόκ συγκροτήματα της δεκαετίας του εξήντα - εβδομήντα - ογδόντα που τραγουδάνε ακόμα και σήμερα και κάποιοι από αυτούς μοιάζουν πια με αρσενικές γριές.

Rolling Stones, Who, Whitesnake, Van Halen κλπ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μπαγαποντοπλαστική που γίνεται από τον πλαστικό χειρουργό Tom Pousti (και τους ομοίους του).

Βλ. σχόλιο Χάνκι.

Κάνει κι ο Φουστάνος πουστιές, αλλά σαν τον Pousti κανείς! Έχει το όνομα έχει και την χάρη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε ομάδα κοριτσιών που δεν είναι όμορφες. Λέξη που βγαίνει από το παπαράτσι, αλλά καμία σχέση.

Μπακαλιάρος: - Πάμε Traffic;
Στέφος: - Όχι ρε μαλάκα, όλο μαπαράτσι έχει εκεί μέσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικό επίθετο για γυναίκα. Πιθανόν προέρχεται από τη φράση «στάχτη και μπούρμπερη» συνδυασμένο ηχητικά με την μάρκα ρούχων Burberry.

Αναφέρεται σε γυναίκες που προσπαθούν να ντυθούν επιδεικτικά με μάρκες (ενίοτε και faux), χωρίς το ντύσιμο να συνάδει με τον πολιτισμό τους, την συμπεριφορά τους και συχνότατα την βαριά προφορά τους.

- Για δες τη βλαχομπούρμπερη την Μαρία, σαν την λατέρνα ντύθηκε πάλι και μας μοστράρει τα φιρμάτα...

- Η Καίτη η βλαχομπούρμπερη, πάει στην λαϊκή να ψωνίσει κολοκυθάκια με την καρό καπαρντίνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων ατημέλητη κόμη, ο μαλλιάς.

Προέρχεται από τους Beatles και το πρωτοποριακό και ανατρεπτικό για την εποχή τους κούρεμα.

Καλά παιδί μου, πόσο καιρό έχεις να κουρευτείς; Σαν μπητλής έχεις γίνει.

(από Khan, 04/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πληθωρική γυναίκα, η προικισμένη από τη φύση, η γυναίκα που έχει «πλούσια τα ελέη». Παραπέμπει στο ξενικό (αργκό) boob -εξ'ου και boob-ou (βλέπε επίσης και μπουμπόνια ελληνιστί).

- Κοίτα μια μπουμπού!!
- Πω!!!! Κάβλωσα!!!

(από greeklover, 12/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified