Further tags

Άνθρωπος ο οποίος δουλεύει στη λαϊκή αγορά.

- Α ρε μαλάκες λαϊκατζήδες με τα Datsun σας...

Βλ. και λαχαναγορίτης, ο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραφθορά του βρυκόλακας + δράκουλας. Αναφέρεται σε πανάσχημο πρωταγωνιστή ταινιών τρόμου, αλλά και κατ΄επέκταση στον επαγγελματικό χώρο σε κάτι καρα-άσχετους και ψιλοάσχημους τύπους που θέλοντας να επιβληθούν έχουν δεσποτική συμπεριφορά.

Ωχ κρύψε τα ποτά από το γραφείο μην το πάρει πρέφα ο βουρβούλακας από μέσα και έχουμε τραβήγματα με τον μεγάλο.

Cunt Dracula (από Vrastaman, 04/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του αγγλικού manager, το οποίο σημαίνει διευθυντής. Ο μανατζαραίος είναι η ένωση δυο συνόλων: αφενός του manager με την αγγλοσαξονική έννοια του όρου, που υποδηλώνει επαγγελματική κατάρτιση, αυξημένο επίπεδο ευθύνης, διοικητικές ικανότητες και σχετικό ακαδημαϊκό background, και αφετέρου της νεοελληνικής εκδοχής της συγκεκριμένης επαγγελματικής ιδιότητας, που εκτός του ότι δεν έχει κανένα από τα προαναφερθέντα στοιχεία, θεωρεί εαυτόν γκουρού και τρεις κλάσεις πάνω από τους ξένους ομολόγους του.

Κλίνεται όπως ο νοματαίος.

  1. - Έχουμε γεμίσει μανατζαραίους και δουλειά δεν βλέπω να γίνεται.

  2. - 48ωρες κυλιόμενες απεργίες ανακοίνωσε το συντονιστικό όργανο των απανταχού της επικρατείας σωματείων της συμπαθούς τάξης των μανατζαραίων, σε μια προσπάθεια προώθησης των εργασιακών, θεσμικών και οικονομικών αιτημάτων του κλάδου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη εκ των τούρμπο και καιρός. Για τους μη επαΐοντες των ατμοσφαιρικών μηχανών εσωτερικής καύσης, είναι γνωστό ότι η χαμηλή θερμοκρασία είναι το Α και το Ω για την απόδοση του αυτοκινήτου με turbo κινητήρα. Η χαμηλή θερμοκρασία του περιβάλλοντος ευνοεί την πτώση της θερμοκρασίας και μέσα στον κινητήρα, αφού ο αέρας που εισέρχεται είναι κι αυτός πιο κρύος. Ε, ένα κι ένα κάνουν δυο: Αν έχεις turbo αυτοκίνητο, μην το βγάλεις στον καύσωνα για κόντρα γιατί θα στενοχωρηθείς. Αντίθετα, αν πιάσουν τα μπιλοζίρια, ξαμολήσου.

- Τα βάζουμε μεγάλε;
- Τι λε ρε μάγκα; Τώρα που σκάει ο τζίτζικας; Κάτσε να πιάσει κάνας τουρμπόκαιρος και θα σου ξηγήσω τ' όνειρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τζιτζιλόνι, πολύ καλό, ανακαινισμένο, καθαρισμένο, γενικά σε καλύτερη κατάσταση από πριν.
Στην αρχή αναφερόταν μόνο για αυτοκίνητα αλλά αργότερα επεκτάθηκε η σημασία. Πάντως πρόκειται για λεξιπλασία που προέρχεται από τον Πινινφαρίνα.

  1. - Πού ήσουν ρε;
    - Πήγα έπλυνα το αμάξι, έγινε πετιφαρίνα/πετιφαρινάτο.

  2. Καλά, πήγα κομμωτήριο και τα μαλλιά μου έγιναν πετιφαρινάτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φοιτητής γεωλογίας σε προχωρημένο έτος, συνήθως μεγαλύτερο/ίσο με 7 χρόνια. Τυπικό παράδειγμα «γεωhumor».

- Καλά, ποιοι είναι όλοι αυτοί που ήρθαν να δώσουν;
- Άσ' τα, με τους πτυχιόσαυρους θα γράψουμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αργκό του τμήματος πολιτικών μηχανικών, χρησιμοποιούμενη κυρίως από φοιτητές που τα έχουν παίξει λόγω παρακολούθησης κάποιου από τα μαθήματα στατικής. Οι συγκεκριμένες είναι λέξεις που ακούγονται πολύ στο μάθημα ενώ στην καθημερινότητα αντικαθίστανται από πολύ απλούστερες.
Πάκτωση λέγεται μία ράβδος στερεωμένη έτσι ώστε να μην μπορεί να κινηθεί ούτε να περιστραφεί (βιδωμένη, έχει πήξει τσιμέντο γύρω της κτλ). Μία ράβδος που στερεώνεται κατ' αυτόν τον τρόπο από τη μία μεριά λέγεται πρόβολος.
Προκύπτει λοιπόν η διάσημη (και καμμένη) αυτή έκφραση ως μεταφορά της σεξουαλικής εισχώρησης.

- Πώς τα πήγατε στο τεστ στη Στατική Ι;
- Μας την πάκτωσε την πρόβολο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

σκορδομπούτσογλου, σκορδοπούτσογλου

Συνώνυμο του «οποιοσδήποτε», «χ», «μέσος άνθρωπος». Χρησιμοποιείται σε διαφημιστικές εταιρίες και αν και ακούγεται ως μειωτική λέξη στην πραγματικότητα είναι σούπερ ουδέτερη και αν σας την απευθύνουν να μην θυμώσετε!

Θέλω να φτιάξουμε ένα σάιτ που να μπαίνει ο κος Σκορδπούτσογλου και να μπορεί να βρει πληροφορίες για τα ωραία έργα της σεζόν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός ο πυλώνας του παγκοσμίου ποδοσφαίρου, αυτός ο λόγιος, αυτός ο τεχνίτης του λόγου, ο μάστορας της τέχνης της διήγησης, ο γνωστός και αγαπητός στο σλανγκεπώνυμο πλήθος παράγοντας του Εδεσσαϊκού ευθύνεται για την σχεδόν μόνιμη πλέον επωδό στα σχόλια μας, το λακωνικό και σαφές «Αυτό Ακριβώς. Τίποτε Άλλο.»

Ακολουθώντας την γνωστή ιντερνετική μέθοδο του συντομεύειν, η συγκεκριμένη ατάκα έχει συρρικνωθεί στα αρχικά της, δίνοντας το «αατα» με τον τόνο όπου θέλει να τον τοποθετήσει ο καθένας και μακράν εμού το να κάνω τέτοιου είδους υποδείξεις.

Θα ήθελα να επιστήσω την προσοχή στο γεγονός ότι το συγκεκριμένο λήμμα ανήκει στην Υποομάδα 1 της τετραμελούς ομάδας λημμάτων τα οποία σχετίζονται αποκλειστικά με το παρόν σάιτ. Εξηγούμαι:

Υποομάδα 1: Σλανγκοπαράγωγα
α. αατα, εκ του «Αυτό Ακριβώς. Τίποτε Άλλο.»
β. σπεκ, εκ του «ρησπέκτ», όπως πληροφορηθήκαμε πρόσφατα από τον Ύψιστο.

Υποομάδα 2: Σλανγκολειτουργικά
α. ποντοδότης, ο κατά τον πονηρόσκυλο καλός Σαμαρείτης από την εποχή των πράσινων τικ...
β. λημματολάσπη, ο κατά Ιωάννη Αυτοκινητιστή σωρός απαρατήρητων λημμάτων στο σάιτ.

poniroskylo (06/10/08)
@ironick - για τις άγνωστες λέξεις, συμφωνώ και επαυξάνω με τα χίλια, ναι, ναι, ναι, είναι απολύτως απαραίτητο, εγώ έχω κι εγώ δεν ξέρω πόσες λέξεις που είτε δεν ξέρω τι σημαίνουν ή πώς ακριβώς χρησιμοποιούνται ή που κρίνω ότι δεν είμαι ο σωστός άνθρωπος να τις ανεβάσεις λόγω έλλειψης παραστάσεων κλπ κλπ, είναι το λεγόμενο «δημόσιο πρόχειρο» το οποίο, είμαι σε θέση να γνωρίζω, ότι και η ΚΕ του σάιτ το βλέπει θετικά, ήρθε η ώρα να γίνει, εδώ και τώρα ήρθ' η ώρα, ψηφίζω, στηρίζω, διαδίδω, ζήτω ο Εδεσσαϊκός.

jesus (06/10/08)
αναφανδόν υπέρ. αατα

acg (06/10/08)
+1. AATA.

ironick (06/10/08)
να, καλά να πάθω, ήθελα να πρωτολανσάρω το αατα, χάζευα, χάζευα, ο χρόνος κύλησε ανελέητα, πάει τώρα, με προλάβατε όπως ο γκάους (αυτό το τελευταίο για τον Ιησού και τον τετραγωνισμό του κύκλου), αλλά καλά κάνατε, κάποιος έπρεπε να το κάνει.

Got a better definition? Add it!

Published

Σλανγκιστί, το αφεντικό.

Ο όρος προκύπτει εκ του γεγονότος ότι στα Ρουμάνικα, boss (boş) σημαίνει αρχίδι.

- Είσαι για κάνα καφεδάκι το Σαββάτο;
- Άσε ρε φίλε ο ρουμάνος και πάλι με μπιφτέκωσε. Όλο το σουκού θα το βγάλω στο γραφείο...
- Τι να κάνουμε, he is the boss!

(από Vrastaman, 16/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified