Further tags

Παιδί το οποίο όταν πέσει κοιτάζει πρώτα αν το βλέπει κανείς μεγάλος, σε οποία περίπτωση μπήγει τα κλάματα σπαραξικάρδια, ειδάλλως συνεχίζει αμέριμνο.

- Ήμουν πίσω απ 'το δέντρο και δε μ' έβλεπε. Έπεφτε, κοίταγε τριγύρω και σηκωνόταν. Μόλις εμφανίστηκα, έπεσε κάτω κι άρχισε τα κλάματα το μπηγοπαιδόφωνο.

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν βιάζεσαι αλλά έχεις μπλέξει με κάποιον, ο οποίος σε έχει τρελάνει στην πάρλα και προσπαθείς να τον διακόψεις, ψάχνοντας μάταια να προλάβεις τα απειροελάχιστα κενά ανάμεσα στη λογοδιάρροιά του, ώστε να πεις: «Ώρα να φεύγω τώρα».

Μ'έχει πιάσει μια ωραναφευγία, κι αυτή εκεί! Να μη σταματάει και να μου λέει πώς την κεράτωσε ο Νίκος...

Πηγή: Πλαθολόγιο , εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξυπνάω κάποιον που κοιμάται μπροστά στην τηλεόραση, στον καναπέ, στην πολυθρόνα, για να του πω ότι είναι ώρα να πάει για ύπνο.

- Τον είχε πάρει ο ύπνος μπροστά στην τηλεόραση. Τον ξυπνοκοίμησα κι εγώ γιατί είχε αρχίσει να ροχαλίζει κιόλας...

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ανταγωνισμός που αναπτύσσεται όταν όλοι βγάζουν τα κινητά τους κι αρχίζουν να συναγωνίζονται ποιανού είναι πιο μικρό, ποιο παίζει όχι μόνο τη Μικρή Νυχτερινή Μουσική αλλά και ολόκληρη τη δεύτερη πράξη από το Δαχτυλίδι των Νιμπελούνγκεν και ποιο βγάζει φωτογραφίες έτοιμες για καδράρισμα...

Έξι μαντράχαλοι να πίνουμε καφέ... και τους πιάνει ένας συγκινητισμός!.. Σηκώθηκα κι έφυγα σε πέντε λεπτά λέμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι τόσο αφύσικα, τεχνητά κίτρινες προτηγανισμένες πατάτες των εστιατορίων, που οδηγείσαι να πιστέψεις ότι μάλλον έχουν κατασκευαστεί από ψόφια καναρίνια, ανακυκλωμένες λεμονόκουπες... , αφού και η γεύση τους μόνο πατάτα δεν θυμίζει...

- Με πήγε σ'ένα άθλιο fast food κι άρχισε να τρώει κάτι θλιβερές κιτριτάτες... Μ'έπιασε ναυτία...

Πηγή: Πλαθολόγιο , εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ξανθό στο μαλλί των μελαχρινών, είτε ως ανταύγεια είτε ως βαφή, το οποίο στο συγκεκριμένο τύπο γυναίκας δεν ταιριάζει «ούτε με ενέσεις». Κλασσικό παράδειγμα «γουστέλλειψης». Απαντάται σπανίως και σε άνδρες.

- Περίμενα κι εγώ τη Θεά που θα'ρχόταν μαζί με τον Μπάμπη.. Κι σκάει μια μ'ένα μαλλί ξανθεμετί... δράμα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν το πολυφορεμένο ρούχο έχει αρχίσει να αλλάζει δραματικά χρώμα και να φωνάζει: «Θέλω πλυντήριο! Θέλω πλυντήριο!» Συγγενές του «βρωμυλί».

Ρε Γιάννη, πλύν'το καμμιά φορά αυτό το πουκάμισο. Μπλε ήταν και πλυντηρί κατάντησε.

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αμετροεπείς θρησκευτικοί ταγοί που καπηλεύονται το όνομα των πεφωτισμένων ιδρυτών θρησκειών με αποκλειστικό στόχο την αυτοπροβολή, καλύτερα ρούχα, διακοπές σε ιδιωτικά γιοτ και φυσικά την καταπίεση και τον εκφοβισμό όλων αυτών που αποκλίνουν έστω και οριακά από το μύθευμα του χρηστού μέσου όρου. Σύμφωνα με την ιατρική βιβλιογραφία, τα αίτια αυτής της συμπεριφοράς είναι ότι όταν ήταν μικροί κανένα παιδάκι δεν ήθελε να παίξει μαζί τους γιατρό και νοσοκόμα. Οι πληροφορίες για απωθημένο με την Bibi-Bo παραμένουν ανεξακρίβωτες.

Ορισμός σαφής. Νομίζω...

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Nτιτζέι (DJ), ανεξαρτήτως σεξουαλικού προσανατολισμού, που παίζει υπερβολικά πολλές φορές το «I Will Survive». Mία φορά είναι ήδη υπερβολικά πολλές.

Μωρέ καλό μπαράκι, καλή ατμόσφαιρα... αλλά κάτι δεν πήγαινε καλά... πολλοί άντρες, καθόλου γυναίκες. Άσε που είχε και ντιγκέι...

Πηγή: Πλαθολόγιο - H απουστειρωμένη έκδοση, εκδ. Intro 2008, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Eπείγουσα μέθοδος αφαίρεσης ομοφυλοφιλικών μικροβίων από χώρο κατοικίας, εν όψει επίσκεψης μαμάς, θείας ή άλλου συγγενή που (επιμένει να) πιστεύει ότι ο γιος είναι απλώς καλός φίλος με τον Tάκη.

Δεν προλαβαίνω να 'ρθω σινεμά, πρέπει να κάνω απουστήρωση. Aύριο έρχεται η μαμά απ' το χωριό.

Πηγή: Πλαθολόγιο - Η απουστειρωμένη έκδοση, εκδ. Intro 2008, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified