Further tags

Αυτό που του αρέσει να χύνει σε γυναικεία βυζιά. Κατά μια ευρύτερη έννοια ο γαμάουας που προσφέρει απλόχερα τα «δώρα» του στη γυναίκα.

Αχ, Καλλιόπη μου, μεγάλος βυζοχύσης ο Πάρης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που αρέσκεται στο στοματικό σεξ ακόμα και στα πεταχτά, σε κανένα σοκάκι, καμιά πιλοτή πολυκατοικίας ή στο ασανσέρ. Μεταφορικά η βλαμμένη και τεμπέλα γυναίκα.

  1. Αυτή η ψωλοσφυρίχτρα η Μιμή δεν έχει το θεό της - με στρίμωξε στις σκάλες ρε!
  2. Τι λε ρε Βασίλη; Αν περιμένω από τη ψωλοσφυρίχτρα τη γυναίκα μου να μαγειρέψει σώθηκα!

(από Khan, 06/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνδρας που ηδονίζεται όταν γλείφει γυναικείες πατούσες και δάχτυλα. Συνήθως προηγείται επιμελές βάψιμο των τελευταίων από τον ίδιο. Χρησιμοποιεί ειδικά οικολογικά βερνίκια με γεύσεις φρούτων. Υπάρχουν γυναίκες που τρελαίνονται όταν πέσουν σε πατουσολάγνο - άλλες κάνουν εμετό στη θέα του.

- Αχ Μαίρη μου ο Μάριος με έγλειφε όλο το βράδυ!
- Στο μουνί;
- Όχι. Στην πατούσα μου.
- Τυχερή! Έπεσες σε πατουσολάγνο!

(από Khan, 08/12/14)Οδός Πατούσα, ο αγαπημένος δρόμος των πατουσολάγνων, κοντά στην πλατεία Κάνιγκος. (από Khan, 16/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ομάδα υποειδικοτήτων της Γυναικολογίας ασχολούμενη αποκλειστικά με το μουνί (όχι σάλπιγγες, ωοθήκες και εξαρτήματα). Στους γιατρούς αυτούς καταφεύγουν κυρίες ή/και δεσποινίδες με φαγούρα στο μουνί τους αγνώστου αιτιολογίας. Οι υποειδικότητες αυτές είναι: ''μουνίατρος - ψωλοχώστης'', ''μουνίατρος - χυσοβύζης'' και ''μουνίατρος - μουνογλείφτης''.

- Αχ έχω πάει γι' αυτή τη φαγούρα σε όλους τους γυναικολόγους βρε Σούλα μου και δεν βρίσκω γιατρειά!
- Σε μουνίατρο πήγες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οστρογρόθος: (γρόθος του νότου) κάτοικος νοτίων περιοχών μιας των τριών Ευρωπαϊκών χερσονήσων, Ιβηρικής, Ιταλικής και Βαλκανικής, αν τυχαίνει να είναι πολύ μαλάκας.

Πως τα πας εκεί κάτω;
Γάμησέ τα, το μέρος είναι όμορφο αλλά είναι γεμάτο οστρογρόθους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως συναντάται ως "τα χυσίδια": Το σπέρμα, συνήθως μεγάλης ποσότητας, εκτινασσόμενο σε ακανόνιστες αποστάσεις, το οποίο προκαλεί μορφασμούς έκπληξης και ηδονής στην ερωτική σύντροφο που το υποδέχεται, συνήθως, με σφιχτά, κλειστά μάτια.

- Έριξα κάτι χυσίδια χτες στη μάπα της Έλενας που ήταν όλα δικά της!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεμπελιάζω, κωλυσιεργώ.

- Τι κάνεις μωρή φακλάνα εκεί; Όλη μέρα πορδοκλάνεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά αυτός που από την απλυσιά βρωμάει η ψωλή του. Μεταφορικά κάτι μεταξύ ύπουλου και αρχίδα.

- Πο πο, κόντεψα να ξεράσω όταν γδύθηκε Μάγδα μου. Τι βρωμοψώλης αυτός ο Μάνος.

- Νομίζει οτι θα μου φάει το σπίτι ο βρωμοψώλης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έλλην αρχιτέκτων ή πολ. μηχανικός μακρυνός συγγενής του Καλατράβα, ο οποίος από την ανεργία λόγω κρίσης δεν έχει τι άλλο να κάνει παρά να την παίζει όλη μέρα.

- Πω πω ρε μαλάκα ο Μήτσος λέει οτι έχει να πάρει νέα δουλειά εδώ και τρία χρόνια..
- Ναι ρε τον φωνάζουν καβλατράβα στην πιάτσα.

Έργο του Ca(v)latrava κυριολεκτικά μουνί. (από Khan, 09/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άντρας που ολοένα γυρνά γύρω από ένα μουνί ή μπλέκεται με τις μουνότριχες. Του αρέσει να ασχολείται με γυναικείες δουλειές και μπλέκεται όλο στα πόδια της γυναίκας του. Κάνει στην πεθερά του και στις κουνιάδες του τον ταξιτζή, το μάγειρα, σερβίρει το τσάι όταν έρθει γυναικοπαρέα επίσκεψη στο σπίτι. Αφού σερβίρει τον διώχνουν και κάθεται σαν τον ψωριάρη στην κουζίνα από όπου προσπαθεί να κρυφακούσει. Πού και πού έρχεται η μικρή του κόρη μέσα και τον ρωτά ερωτήσεις του τύπου "μπαμπά γιατί η θεία Λένα λέει ότι είσαι μεγάλος παπάρας;" Όταν η γυναίκα του κάνει μπάνιο πάει και μαζεύει τις μουνότριχες από τη μπανιέρα για να μη βουλώσει.

- Ρε συ ο Μήτσος είπε ότι δεν έρχεται στο ματς γιατί η γυναίκα του του έχει βάλει να κάνει δουλειές.
- Άσ' τονε μωρέ το μουνότριχα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified