Further tags

Για αυτούς που νομίζουν ότι οι λέξεις βρυσιά και βρισιά είναι το ίδιο πράγμα. Η διαφορά που αλλάζει και την έννοια των δύο λέξεων είναι τα γράμματα ι και υ.

βρισιές = ύβρεις
βρυσιές = χτυπήματα με βρύση.

(Ο Σάκης ο υδραυλικός,γύρισε σπίτι λίγο νωρίτερα και συνέλαβε τη σύζυγο του επ'αυτοφώρο,πάνω στον πούτσο του εραστή της.)

- Τώρα μωρή τι θες να σου κάνω... Να σε πλακώσω στις μπουνιές, στις κλωτσιές ή στις βρυσιές;
- Στις βρισιές φυσικά Σάκη μου... (δεν κατάλαβε)

Και Σάκης βγάζει μια βρύση από την εργαλειοθήκη του και... γκάπα γκούπα την αρχίζει στις γρήγορες.

Βρυς-οφ (από Khan, 27/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μειωτικός χαρακτηρισμός για τη Θεσσαλονίκη.

Είναι αιχμή για το γεγονός ότι οι καφετέριες, και οι χώροι διασκέδασης γενικότερα, πολλαπλασιάζονται ενώ οι παραγωγικές δραστηριότητες φθίνουν και το πολιτισμικό επίπεδο της πόλης υποβαθμίζεται.

Είναι και μια γενικότερη αναφορά στους ρυθμούς των Σαλονικιών - οι οποίοι είναι, υποτίθεται, τύποι χαλαροί και αραχτοί με την φραπεδιά μονίμως στο χέρι και το βαρύ κλίμα ως έτοιμη δικαιολογία.

Πάει πακέτο με άλλα κλισέ του τύπου «Η Θεσσαλονίκη είναι ερωτική πόλη» και «Η Θεσσαλονίκη έχει καλό φαΐ».

Άλλα σχετικά λήμματα: θεσσαλονικιώτικα, μπαγιάτης

  1. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Φραπεδούπολη, αλλά πλέον είμαι οικονομικός μετανάστης στην Αθήνα, όπως και πολλοί φίλοι μου. Δυστυχώς η πόλη μας δεν μπορεί να μας κρατήσει γιατί έχει βαλτώσει. (Post στο blog του Μ. Ανδρουλάκη)

  2. Σε μια απέραντη φραπεδούπολη θέλει να μετατρέψει τη Θεσσαλονίκη ο Βασίλης Παπαγεωργόπουλος, δήλωσε χθες ο υποψήφιος δήμαρχος Γιάννης Μπουτάρης. «Όλες οι αναπλάσεις που κάνει ο δήμαρχος κατεδαφίζουν την ιστορικότητα και ισοπεδώνουν την ταυτότητα των μνημείων. Μετατρέπουν την πόλη σε μια απέραντη καφετέρια». (Από Ελευθεροτυπία, 08/09/06)

(από electron, 22/09/09)Μυδασίστ: Βράσταμαν. (από Khan, 18/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυρία, συνήθως νεόπλουτη, με μαλλί kevlar (ξανθή έκδοση) ή carbon fiber (καστανή έκδοση), συχνότατα κακή οδηγός, με φουλ σετ αξεσουάρ (τσάντα LV, χρυσαφικά, Rolex, γυαλιά μάσκα αερίων με στρας), η οποία οδηγεί Mercedes «μεγάλης» σειράς που της έχει πάρει ο σύζυγος, με τον ίδιο τρόπο που κάνει κομμωτήριο και κουτσομπολεύει: με μεγάλη διάρκεια και ιδιαίτερα αμφίβολο αποτέλεσμα.

Οι Μερσεντοσουσούδες συχνάζουν συνήθως στο Κολωνάκι όπου ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες αναφέρουν σχετική φωλιά στην περιοχή. Οι παλαιότερες οδηγούν «κούρσες» αλλά έχουν πληθύνει ανησυχητικά οι περιπτώσεις με μεγάλα SUV, χωρίς να περιορίζονται αναγκαστικά σε οχήματα με το αστεράκι στο καπώ (230, X5, X3, Tuareg, Cayenne).

Μπορεί εμφανισιακώς να μοιάζουν του σαλονιού, αλλά μέσα τους κρύβουν την πεμπτουσία του μικροαστισμού, της κατινιάς και του νεοπλουτισμού, όπως μπορεί κάλιστα να διαπιστώσει κανείς αν «κοντραριστεί» προφορικώς μαζί τους στο δρόμο.

Εναλλακτική: Μπεμβεδοσουσού (με όχημα BMW). Τελευταία, απαντώνται νεότερες ηλικιακά εκδόσεις με ύφος τσαμπουκαλίδικο και πιο σπορ εκδόσεις αυτοκινήτων, περιλαμβανομένων SLK (φυσικά!) Audi TT, Mazda RX-8 και MX-5, Z3 καθώς και διάφορα είδη μεσαίων SUV.

  1. Σίγουρα παράδειγμα προς αποφυγή.

  2. - Τι έπαθες ρε Μήτσο;
    - Πήγαινα με τη μηχανή και μου πετάχτηκε μια Μερσεντοσουσού από ένα στενό... κόντεψε να με λιώσει η ρουφιάνα. Είχε και στοπ και μου ζητούσε και τα ρέστα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια αρρώστια που χτυπά συνήθως τους δημοσίους υπαλλήλους, που δεν έχουν συνήθως άγχος για την επαγγελματική τους κατοχύρωση, ενώ παράλληλα δεν έχουν και λόγο να κάνουν κάτι δημιουργικό στην επαγγελματική ζωή, με αποτέλεσμα να ονειρεύονται την έξοδο από την «ενεργή δραστηριότητα» και να καταστρώνουν σχέδια για την αξιοποίηση της, όταν φθάσει για αυτούς η άγια εκείνη ώρα.

Κάποια από τα συμπτώματα της νόσου που μπορεί να είναι ορατά ακόμα και 20-25 χρόνια πριν τη σύνταξη είναι:

  • Υπολογισμός υπαρχόντων και υπόλοιπων ενσήμων για τη συνταξιοδότηση.
  • Συμμετοχή σε συζητήσεις για αλλαγές στη νομοθεσία για το συγκεκριμένο ζήτημα.
  • Συζητήσεις για τρόπους αξιοποίησης του βίου στη μετά τη σύνταξη εποχή (ταξίδια, άλλες δουλειές κλπ).
  • Συζητήσεις που αφορούν αξιολόγηση τρόπων αξιοποίησης του συντάξιμου βίου αποχωρησάντων συναδέλφων. Συζητήσεις που μπορούν φυσικά να εξελιχθούν σε κουτσομπολιά ολκής.

(Νέος υπάλληλος σε εταιρεία του δημοσίου, που είναι 35 ετών, έχει 10 χρόνια προϋπηρεσία σε εταιρείες του ιδιωτικού τομέα και έχει απολυθεί ουκ ολίγες φορές, μιλά σε πρώην συνάδελφο του)

- Καλά, δεν μπορείς να φανταστείς φάση. Υπάρχουν άτομα πολύ νεότερα μου, που κοπροσκυλιάζουν όλη μέρα και το μόνο που τους απασχολεί είναι το τι θα κάνουν όταν συνταξιοδοτηθούν... Συνταξιολαγνεία και ξερό ψωμί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που περιφέρεται μονίμως με έναν φραπέ ανά χείρας. Τον συναντάμε αρκετά συχνά και σε εργασιακούς χώρους υπό τη μορφή άνετου και απελευθερωμένου εργαζόμενου.

Συνώνυμο (κατά Νομάρχη Θεσ/νίκης): Φραπεδόμαγκας.

- Αρίστο, πιάσε μερικές Α4 από την αποθήκη ναούμ, θέλω να τυπώσω τις προσφορές. Θα μας γαμιοδοτήσει ο Αίγαγρος..
- Θα μας κλάσει μια μάντρα μαζί με την περίφραξη. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί αγχώνεσαι, θα κόψει η επιδερμίδα σου!
- Άσε ρε μαλάκα Φραπεδοκράτορα, που μου κάνεις όλη μέρα σουλάτσα με τη φραπεδιά στο χέρι, πιάσε να κάνεις και καμιά δουλειά εδώ μέσα, που μου το παίζεις και παλιός. Πού είσαι, στον στρατό ναούμ;
- Δ.Π. (δεν προβλέπεται)...

Ο κύριος Βακόνδιος (από poniroskylo, 19/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποδοσφαιρικός όρος. Προέρχεται από τον συνδυασμό του παλαιού Δανού ποδοσφαιριστή Άρνεσεν και του «σέρνομαι». Υποδηλώνει τον ποδοσφαιριστή που σέρνεται στο γήπεδο, δεν βρίσκεται σε καλή μέρα.

Αυτός ο Βαγγελάκης σήμερα δεν μπορεί να πάρει τα πόδια του, είναι τελείως σέρνεσεν.

Got a better definition? Add it!

Published

Συνδυασμός του σεξ και του έξαλλος. Προσδιορίζει κατά βάση θήλεα για να υποδηλώσει ερεθιστική, προκλητική, επιθυμητή γυναίκα.

Το κοντό φορεματάκι που φοράς μωρό μου είναι τέλειο. Είσαι πολύ σέξαλλη σήμερα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα μπιφτέκια αρχαϊστί.

- Από τι μαλακία κρέας ρε γαμώτο πάνε και φτιάχνουν τα κρεατοπλακίδια στα χαμπουργκεράδικα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα κιμαδοειδή (γιουβαρλάκια, σουτζουκάκια, μπιφτέκια, κεφτέδες, κλπ) αμφιβόλου προέλευσης που σε στέλνουν τουαλέτα και όχι μόνο.

- Πω ρε μαλάκα. Με αυτές τις κρεατοβομβίδες που μας ταΐζουν στον στρατό, μας πάει κόψιμο κάθε τρεις και πέντε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λένε κάποιοι τα κρητικά κέντρα διασκέδασης λόγω των μαντινάδων που ακούγονται εκεί. Δεν μιλάμε για Κρητικούς.

Κάποιοι επισκέπτονται την Κρήτη και συζητούν για το πώς θα περάσουν το βράδυ.
- Τι λες να κάνουμε απόψε;
- Λέω να πάμε σε καμιά μαντιναδερί να χτυπήσουμε μερικές ρακές να κάνουμε κεφάλι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified