Further tags

  1. Παμπάλαια δόκιμη λέξη εκ του «έσχατον» και «γήρας», που δηλώνει άρα τον ευρισκόμενο σε έσχατον γήρας, δηλαδή τον πάρα πολύ γέρο. Ορθογραφείται η κατάληξη με ωμέγα, όπως το «αγήρως», επειδή θεωρώ ότι προέρχεται εκ συναιρέσεως «εσχατογήραος»-«εσχατόγηρως» («εσχατογήρως» θα ήταν κανονικά αλλά υπάρχει και η σλανγκική αδεία).

  2. Ωστόσο, η λέξη σλανγκίστηκε ως ένα σλανγκολόγιο ισοδύναμο για τον «σκατόγερο», δηλαδή για τον γέρο με σκατένιο χαρακτήρα. Να σημειώσω ότι γενικότερα υπάρχει η τάση να παρετυμολογείται το «σκατόν» από το «έσχατον», επειδή είναι ομοίηχα και το «σκατό» είναι άλλωστε το «έσχατο» του πεπτικού συστήματος. Ομοίως, υπάρχει η τάση να συμφύρονται η «εσχατολογία» και η «σκατολογία». Όμως, το σκατό ετυμολογείται:

σκατό < μεσαιωνικό: σκατόν από τον πληθυντικό σκατά του αρχαίου σκωρ, σκατός = περίττωμα < ινδοευρωπαϊκό sker- = αποπατώ, πρβλ λατινικό *muscerda = περίττωμα ποντικού.

Ενώ:

έσχατος < έχσ-κα-τος / *έξ-κα-τος < πρόθεση *εξ, πρβλ έγκατος, έγκατα < ινδοευρωπαϊκό *eghs.

Οπότε ο όποιος συσχετισμός υπάρχει μόνο στα πλαίσια της καλπάζουσας σλανγκικής φαντασίας μας.

Ασίστ: Mes, Vrastaman.

Στο ρετιρέ της Αμαλίας το Λίλιαν γαμήθηκε ακόμη και μ' αυτόν τον εσχατόγηρω, τον Επαμεινώνδα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλακοκαύλης.

- Ρε Τάκη, αυτός εκεί με τη γκόμενά σου τι κάνει;
- Ποιος ρε; Αυτός; Αυτόν δεν τον φοβάμαι μη μου φάει τη γκόμενα... είναι μούφα και κάμα σούπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προκύπτει εκ της αγγλικής λέξης boot (με την έννοια, εκκινώ υπολογιστή). Κατά τη διαδικασία της εκκίνησης (μπουτάρισμα) ο Η/Υ διαβάζει τα αρχεία συστήματος του λειτουργικού συστήματος από τον δίσκο εκκίνησης (bootable disk) και φορτώνει το λειτουργικό σύστημα, παρέχοντας πρόσβαση, στα διάφορα περιφερειακά του Η/Υ, στα εγκατεστημένα προγράμματα, στα αρχεία του χρήστη, κλπ. (βλ. παρ. 1)

Η λέξη συνδέεται επίσης, με καταστάσεις αλλαγής από διάφορες καταστάσεις στάσης, σε διάφορες καταστάσεις έγερσης και εκκίνησης (π.χ: ξυπνήματος, εγρήγορσης, αφύπνισης, ξεκινήματος, έναρξης πορείας).

Μπορούμε να δούμε ορισμένες χαρακτηριστικές περιπτώσεις:

1) Ξύπνημα από ύπνο με την κυριολεκτική έννοια του όρου, π.χ το πρωί. (βλ. παρ. 2)

2) Ανάκτηση των νοητικών δυνατοτήτων μετά από ύπνο. Για αποτελεσματικότερη εκτέλεση των νοητικών λειτουργιών χρειάζεται καφέδιασμα, πρωϊνό, κλπ ώστε κάποιος, ως Η/Υ που ανακαλύπτει τα περιφερειακά που είναι διασυνδεδεμένα πάνω του (detection proccess), να μπορεί να κάνει αναγνώριση του περιβάλλοντα χώρου του. (βλ. παρ. 3)

3) Εντοπισμός κάποιων πραγμάτων στα οποία δεν είχαμε δώσει την πρέπουσα σημασία. (βλ. παρ. 4)

4) Επανένταξη σε μια κατάσταση από την οποία έχουμε αποστασιοποιηθεί για αρκετό χρονικό διάστημα. (βλ. παρ. 5)

5) Συνειδητοποίηση ανάγκης για αλλαγή τρόπου ζωής. (βλ. παρ. 6)

6) Ξύπνημα ενστίκτου. (βλ. παρ. 7)

7) Ξαφνική φλασιά, «κάτι σαν τη λάμπα του Κύρου Γρανάζη», όπως λέει η Στάτλερ στα σχόλια του λήμματος αυτού. (βλ. παρ. 8)

8) Ξεκίνημα καθολικά αποδεκτών χρονικών περιόδων, (βλ. παρ. 9), ή όχι. (βλ. παρ. 10)

  1. Προσωπικά έβαλα τα Βίστα σε ένα ξέχωρο 80ρι, αλλά όταν μπουτάρω θα πρέπει να έχω επιλέξει πρώτα από το BIOS από ποιόν σκληρό θα μπουτάρει, ειδάλλως δεν μου δίνει τη δυνατότητα να επιλέξω λειτουργικό....
    Φυσικά μπορώ να δώ όλα τα αρχεία των ΧΡ από τα Βίστα, αλλά και τούμπαλιν...
    Δες

  2. Εμπούταρα πρωί πρωί
    Στις έξι παρά κάτι
    Και χάζευα τα σχήματα
    Επάνω στο κρεβάτι

Πρέπει να πάω στη δουλειά
Να τρέξω σαν Κεντέρης
Γιατί αν μ’ απολύσουνε
Θα λες πως δε με ξέρεις

  1. Ο Γιώργος κοιμάται. Ξάφνου, χτυπάει το τηλέφωνο. Στο τηλέφωνο είναι ο φίλος του ο Νώντας. Ξυπνάει και πιάνει το ακουστικό.
    Γιώργος: Ποιος;
    Νώντας: Ελα ρε.
    Γιώργος: Ποιος είναι;
    Νώντας: Ο Νώντας ρε. Δε με γνώρισες;
    Γιώργος: Νώντας;
    Nώντας: Ρε μαλάκα, πάλι κοιμόσουνα; Όποτε ξυπνάς ρε πστ, χάνεις τη μπάλα. Κοίτα να πιεις κανα καφέ για να μπουτάρεις, γιατί σε ένα τέταρτο περνάω από 'κει μαζί με την αρραβωνιαστικιά μου.
    Γιώργος: Δε σας γνωρίζω κύριε. Κάποιο λάθος κάνετε. Νώντας (δυνατά): Ξύπνα ρε!

  2. Ο Πέτρος με το Λάκη, ετοιμάζονται να υπογράψουν ένα συμβόλαιο που περιέχει έναν πονηρά τοποθετημένο όρο. Είναι κι οι δυο γνώστες. Το διαβάζουν για κάμποση ώρα, ωστόσο ο Πέτρος που το κοιτάει πιο χαλαρά, δεν παίρνει χαμπάρι τη φάκα κι ετοιμάζεται να υπογράψει.
    Λάκης: Α ρε φίλε. Δεν έχεις μπουτάρει ακόμα. Το είδες αυτό; (Του δείχνει τον όρο δόκανο.)

  3. - Έλειψα αρκετό καιρό διακοπές και θα μου πάρει δυο τρεις μέρες για να μπουτάρω πλήρως.

  4. - Ήμουν το πρότυπο υπαλλήλου και με εκμεταλλεύονταν άπαντες. Ώσπου νοσηλεύτηκα στο νοσοκομείο με υπερυψηλή πίεση. Έτσι έβαλα μυαλό, συνειδητοποίησα τη μαλακία μου και άλλαξα στιλ. Τσακώθηκα με ορισμένους βέβαια που δεν τους εξυπηρετούσε η αλλαγή μου, αλλά τώρα πια τα πράγματα έστρωσαν. Το κακό είναι πως μου πήρε τρία χρόνια για να μπουτάρω και να αλλάξω συνήθειες.

  5. - Με το που την είδα, μπούταρε το κτήνος μέσα μου.

  6. - Είχα χάσει την ταυτότητα και την έψαχνα παντού σαν τρελός, μέχρι που ήρθε το ρεύμα και μπούταρε ο σκληρός μου και έτσι θυμήθηκα.

  7. - Με το που μπούταρε ο καινούριος χρόνος, έχανα ήδη 3.000 ευρώ στην τσόχα.

  8. - Πότε μπουτάρεις στη νέα δουλειά;
    - Από βδομάδα κάνω ντεμπούτο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φτιάχνω στιχάκια.

Μαράκι, θέλω να στιχώσω, αλλά δε μου 'ρχεται έμπνευση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλή φαση που παίχτηκε με πολλα μουνάκια.

- Καλά, χθες στο παρτυ, μιλάμε για maximoun experience!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φαλλοκρατικός χαρακτηρισμός γυναίκας που κάνει τα πάντα, απλώς και μόνο για να εξασφαλίσει τη συνουσία. Η γενική πτώση του ανδρικού μορίου δεν χρησιμοποιείται υπό μορφή γενικής της ιδιότητας (π.χ. λόγια του κώλου, υπηρεσία της πούτσας), αλλά ως αντικείμενο.
Ο χαρακτηρισμός «ζητιάνα» τονίζει την έντονη ανάγκη απόκτησης του ζητούμενου. Εναλλακτικά συναντάται και ως «ζητιάνα του πέους».
Συγγενής έκφραση, βλ. λήμμα τσιμπουκοζητιάνα, η.

  1. Σχόλιο καβλιάρη χρήστη του διαδικτύου:
    Τέτοια ζητιάνα του πέους δεν έχει ξαναγνωρίσει η Σαντορίνη. Στην αρχή της έβαλα δαχτυλάκι στο υγρό και καθόλου αφιλόξενο μουνάκι της.

  2. Σχόλιο από διαδικτυακή συζήτηση:

Πόσο σόκ μπορείς να πάθεις όταν ανακαλύπτεις ότι ο μέχρι πρότεινος αγαπημένος σου είναι μια φτηνή και άχρηστη ζητιάνα της πούτσας;

Χαρακτηριστικές περιπτώσεις ζητιάνων της πούτσας από τον Νέο Κόσμο.. (από krepsinis, 06/03/09)Ζητάδες  (από GATZMAN, 06/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Από το αγγλικό «perky». Είναι ένα ορισμένο είδος βυζιού, πολύ καθώς πρέπει!

  1. Το βυζί που αψηφά τους νόμους του Νεύτωνα, το στητό, σφριγηλό, ανωφερές, αθλητικό βυζί.

  2. Το βυζί με ερεθισμένες ρώγες. Το βυζί που οι ρώγες του φαίνονται μέσα από την μπλούζα, φόρεμα, μπλουζάκι.

  3. Πλαστική προσομοίωση ερεθισμένης ρώγας. Το επισυνάπτουν μερικές γυναίκες στο βυζί τους, για να προσελκύσουν άντρες, αλλά τελικά προσελκύουν άντρες- μωρά. Το έπαθε κι η Samantha στο Sex & the City, που τελικά προσείλκυσε έναν κακομαθημένο μαμούχαλο.

-Θέλεις να πεις ότι δεν είναι πέρκια αυτά που φαίνονται στο μπλουζάκι του Λίλιαν;
-Όχι! Είναι φυσικά τα πέρκια του! Γι' αυτό έχουν τρελαθεί όλοι οι Σλάνγκοι. Η κοπέλα κατάγεται από τα Βυζάκια της μαρτυρικής μεγαλονήσου, τι λέμε τώρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το «άσε γι' αύριο», η συνήθεια του τεμπέλη να τα αφήνει όλα για την επόμενη μέρα. Επίσης, «αυριόλας» είναι αυτός που συνηθίζει να λέει «αύριο όλα».

Ασίστ: Μες, Παυλέας.

- Δεν τσιμπάς εκείνο το λημματάκι απ' το Δημόσιο Πρόχειρο;
- Δεν βαριέσαι! Άσ' το για αύριο!
- Πω πω μεγάλη ασαυρία αδερφέ!

(από pavleas, 06/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αρχικό λήμμα που προκαλεί λημματοστιβάδα. Γνωστή και ως «σλανγκομάνα».

Μεγάλες λημματομάνες είναι τα λήμματα: lol, λολ, μήδι, μύδι, φραπέ, το, μούτσος, σωλήνας, ο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «καρά» έχει καταλήξει να είναι επιτατικό, από το τουρκικό «καρά», που σημαίνει «μαύρος». Οπότε το «καραμελόδραμα» είναι το ακραίο «μελόδραμα». Αλλά επειδή γίνεται λογοπαίγνιο με την λέξη «καραμέλα», σημαίνει τελικά το μελόδραμα για κυρίες, όλων των φύλων, που κλαίνε ενώ είναι συνηθισμένες στα κομφόρ και τις πολύ σοφτ καταστάσεις. Άρα για το μελόδραμα με στοιχεία γελοιότητας, ή το πολύ σοφτ μελόδραμα.

-Τρέξτε όλοι να παρακολουθήσετε το φαντασμαγορικό καραμελόδραμα «the Slang and the Restless»: Θα σφάξει το Λίλιαν τον Πέρι στην μαρτυρική μεγαλόνησο; Θα παντρευτεί η Λάουρα τον Μένιο; See it all on slang.gr!

(από Khan, 08/02/13)(από Khan, 11/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified