Further tags

Ο πιτσιρικάς που ενθουσιάζεται υπερβολικά και είναι συνέχεια στην τσίτα, λόγω της άγνοιας και των αντοχών της νεαρής του ηλικίας. Επίσης χρησιμοποιείται με τη μεταφορική του σημασία, ως χαρακτηρισμός για μεγαλύτερα άτομα που συμπεριφέρονται κατ'αυτόν τον τρόπο.

Επίσης λέγεται υποτιμητικά για άτομα μικρής/μικρότερης ηλικίας, με την έννοια του «μικρός και άπειρος».

  1. - Ε ρε λύσσα οι καυλοπιτσιρικάδες, περίμεναν μέσα στον ήλιο από το μεσημέρι για να πιάσουν θέση μπροστά στους Iron Maiden!

  2. - Έχω αγοράσει το «Dance of death» των Maiden σε βινύλιο, CD, κασσέτα, DVD και bootleg!
    - Ξεκόλλα ρε μαλάκα Ρένο, ολόκληρος μαντράχαλος και τους τα ακουμπάς για την κάθε παπαριά σαν καυλοπιτσιρικάς!

  3. - Γεμάτη καυλοπιτσιρικάδες είναι η Ίος να πούμε...
    - Ναι... Βέβαια πριν από πέντε χρόνια που ήμασταν κι εμείς, δεν μας πείραζε...
    - Πάει, πουρέψαμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο: κωλομπαρία.

- πω πω! πήγαμε χθες βραδυ σε ένα μαγαζί σκέτη κωλομπαρία

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε όταν κάτι γίνεται βαρετό και μονότονο. Όταν δηλαδή αρχίζει και κουράζει, αλλά με αντικατάσταση των ζ με δ για να προκληθεί ο γέλωτας.

(...μετά από μια μακρά ανάλυση της αναγεννησιακής μουσικής)
- Και κάπου πάλι διάβασα πως το λαγούτο στην Αναγέννηση...
- Αρχίδει και κουράδει!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ανδρικό μόριο.

- Κοίτα Κική, περνάει ο πρώην σου ο Άγγελος... Βρε αυτός είναι στούμπος! - Κοντός είναι φιλενάδα, αλλά έχει ένα μπιρμπίλι...!

Τουκανισμος: ο Πρόεδρας αποκρύπτει τπ μπιρμπίλι με τις παλάμες του.. (από Vrastaman, 16/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο φλώρος ή λάκης ή λαλάκης ή χλεχλές ή φιρφιρής. Αδικοχαμένη λέξη που της αξίζει μια δεύτερη ευκαιρία!!

- Ο Κωστάκης λέει να την κάνουμε κοπάνα την τελευταία ωρα... - Κοίτα που μάγκεψε ρε και ο τσιχλιμπίχλης!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναντάται και ως φιρφιρίκος. Είναι ο φλώρος ή λάκηςή λαλάκης ή χλεχλές ή τσιχλιμπίχλης.

- Κοίτα γκόμενα που κυκλοφορεί ο φιρφιρής!

Έφη Σφυρή! (από Hank, 05/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φλώρος ή λάκης ή λαλάκης ή φιρφιρής ή τσιχλιμπίχλης.

Τι φλωριές είναι αυτες που ακούς πάλι ρε παλιοχλεχλέ;;

(από joe909, 13/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Χαρακτηρισμός ο οποίος προσάπτεται σε πρόσωπο, αντικείμενο ή κατάσταση και δηλώνει ότι κάτι μας βρίσκει παραπάνω από σύμφωνους και πως το επικροτούμε.

  2. Πρόσωπο το οποίο δεν παραλείπει σε οποιαδήποτε περίσταση να κάνει επίδειξη (βλ. πουλάω μούρη) της οικονομικής του ευμάρειας.

  1. α)-Πώς με κόβεις με το καινούριο παπί; -Χλιδάντερος! Μιλάμε για τρελή μουνοπαγίδα!

β)-Σκέφτομαι να κάνω κατάληψη στο εξοχικό με την Ποπάρα... Λέγαμε να ρθείτε κι εσείς,τί λες;
-Χλιδάντερο!... Φίνα θα περάσουμε!

  1. -Κοίτα ρε τον πούστη τον Γιώργο... Έχει δυο φράγκα παραπάνω και τσιμπάει όποιο γκομενάκι του γυαλίσει.
    -Είδες; Το παίζει χλιδάντερος για να μας τη σπάει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή γυναικοδιώχτης... είναι ο άνθρωπος που είναι αποκρουστικός, ή εντελώς αδιάφορος για τις γυναίκες. Επίσης είναι κάτι αφηρημένο, μια ιδιότητα που έχει κάποιος.

  1. - Όχι ρε, μην πάρεις τηλέφωνο τον Πάνο. Είναι γκομενοδιώχτης. Δεν θα μας πλησιάσει καμία όλο το βράδυ!

  2. - Δεν καταλαβαίνω γιατί όλες με αγνοούν... Τον γκομενοδιώχτη έχω πια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος δεν μπορεί να κάτσει σε μια μεριά, είτε λόγω άγχους είτε λόγω χαρακτήρα.

- Πάλι θα βγεις ρε Μπάμπη; Τι θα γίνει με την πάρτη σου, κωλομυρμηγκίδα έχεις; Όλη μέρα γυρνάς δεξιά και αριστερά, θα πέσεις απ' τα πόδια σου καμιά ώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified