Πρόκειται για παράφραση του γαλλικού «faux bijoux» που σημαίνει το μη αυθεντικό κόσμημα, και περιγράφει το ψεύτικο, απότοκο πλαστικής επέμβασης, στήθος.
-Πάντα το ζήλευα το στήθος της Ελένης... -Κι εγώ, μέχρι που έμαθα ότι είναι φο-βυζού!!!
Πρόκειται για παράφραση του γαλλικού «faux bijoux» που σημαίνει το μη αυθεντικό κόσμημα, και περιγράφει το ψεύτικο, απότοκο πλαστικής επέμβασης, στήθος.
-Πάντα το ζήλευα το στήθος της Ελένης... -Κι εγώ, μέχρι που έμαθα ότι είναι φο-βυζού!!!
βλ. και κονάτο
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χαρακτηρισμός ψηλής και άχαρης γυναίκας (συνήθως με βυζί ταψί), της οποίας το όλο στήσιμο και παρουσιαστικό θυμίζει το γνωστό λαχανικό (βασικό συστατικό της χωριάτικης σαλάτας), ενώ το ξανθό χρώμα του μαλλιού παραπέμπει σε γυναίκα από χώρα του πρώην ανατολικού μπλοκ.
- Πρέπει να σου γνωρίσω τη φίλη μου την Τάνια.
- Ποια ρε, αυτή την αγγούροβα;
βλ. και αγγούρω ή ξυλάγγουρο, ξυλαγγούρω
Got a better definition? Add it!
Έκφραση που χρησιμοποιείται για να δηλώσει την χολιγουντιανού επιπέδου επικίνδυνη αποστολή κάποιου να γαμήσει μια χοντρή γυναίκα τύπου Φάλαινα Άντερσον.
Οι ρίζες της έκφρασης εντοπίζονται στη ταινία Free Willy, όπου Willy το όνομα της πρωταγωνίστριας φάλαινας. Η ομοιότητα της γυναίκας όρκας με την προαναφερθείσα φάλαινα γέννησε το Fuck Willy, το οποίο είναι κι αυτό ένα εντυπωσιακό θέαμα.
- Λοιπόν παιδιά, σήμερα έχει Fuck Willy στο πρόγραμμα.
- Καλά ρε σαβουρογαμόσαυρε, πάλι χοντρές θα κυνηγάμε;
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για διακριτική επισήμανση κρυπτοαδερφής, που αφήνει όμως σαφή υπονοούμενα προς τους βαθείς γνώστες των αδυναμιών αυτού του τύπου.
Προέρχεται από ελληνοποίηση των λέξεων nice ass.
- Και κει που την έχουμε πέσει και πίνουμε τα μπυρόνια μας, σκάει μύτη ένας γνωστός του Μάκη απ' τη δουλειά. Βλέπω χαμηλοκάβαλο πανταλόνι, σκύβει κιόλα να βγάλει γουέτ χάνκι να δροσιστεί, νάσου το σωβρακολάστιχο πούγραφε και TAKIS, σκύβω στο Μήτσο του λέω «Νά κι΄ο κύριος Ναϊσάς, είχε δεν είχε μας προέκυψε στην παρέα...»
- Άντε ρε ομοφοβικέ, με αποπαίρνει ο Μήτσος...
Got a better definition? Add it!
Η λατινική (επιστημονική) ονομασία του δίποδου είδους των θηλαστικών που προκειμένου να ικανοποιήσουν την ανάγκη της αναπαραγωγής, ζευγαρώνουν με οποιοδήποτε αλλοπρόσαλλο ταίρι του είδους τους.
Το λατινικό διώνυμο κατά πάσα πιθανότητα προέρχεται, ως ελεύθερη μετάφραση, του ελληνικού χαρακτηρισμού σαβουρογάμης.
- Μαλάκα τη βλέπεις τη γκόμενα στο μπαρ;
- Αυτή ρε τρόμπα δε βλέπεται.
- Εγώ πάω να της την πέσω.
- Στο καλό. Τουλάχιστον, δεν θα ανησυχεί η WWF μην κι εξαφανιστεί το είδος σαβούριους φακέντιους.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κατάσταση κατά την οποία σε κάποιο μέρος βρίσκονται συγκεντρωμένες πολλές ωραίες γυναίκες, η μουνοθύελλα.
-Πήγα χθες για καφέ στον πεζόδρομο. Χαμός γινότανε.
-Είχε κόσμο;
-Έπαθα πλάκα. full moon, φίλε. Δεν ήξερα προς τα πού να πρωτοκοιτάξω...
Got a better definition? Add it!
Η γκόμενα που διακρίνεται για την εκρηκτική παρουσία της και την υπερσεξουαλικότητα της.
- Πω πω πω. Κοίτα ρε μαλάκα τι κόμματος περνάει μέρα μεσημέρι.
- Τι κόμματος και κουραφέξαλα. Αιδοιεσέλ κανονικό. Θα μας τρελάνει η τύπισσα.
Got a better definition? Add it!
Το pin-up girl σλανγκίζεται στα ελληνικά για να δηλώσει το κορίτσι που τον πίνει.
Ό,τι και να λέμε τα πίναπ γκερλς θα είναι πάντα στην μόδα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ειρωνικό επιφώνημα θαυμασμού, συνήθως για την εμφάνιση μίας γυναίκας.
Για να πετύχει πρέπει πρώτα το επιφώνημα να αρχίσει με ένα μακρόσυρτο «Πσσσσσσς» (όπως λέμε «Πσσσσς σκίζεις»), και μετά να ακολουθεί ένα «Ω-λα-λααά» όπως λέμε «Ω λαλααά, τη γκόμενα είσαι εσύ!!»
- Σου αρέσει αυτό το φόρεμα;;
- Πσσσσσς ω-λαλααά είναι πολύ ωραίο!
- Πως σου φαίνομαι για απόψε;
- Πσσσσσς ω-λαλααά φοβερή!
Got a better definition? Add it!
Ο όρος αναφέρεται σε πιπίνια λυκειακής ηλικίας, απαραιτήτως ενδεδυμένα με σταράκια ανεξαρτήτως χρώματος, που εντυπωσιάζουν με την γλουτιαία περιοχή τους και κάνουν τον ανδρικό πληθυσμό να τις παρατηρεί από τη μέση και κάτω...
- Μαλάκα τσέκαρε ένα σταράκι που περνάει...
- Πωπω, σκέτο κωλ σταρ!!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified