Further tags

Κατά το ήμισυ λατινογενής φράση, αφού συντίθεται από το ελληνικό «σαύρα» και το ιταλικό «ραγκάτσα», που σημαίνει κοπέλα.

Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποια κοπέλα είναι πολύ άσχημη.

(εμπνευσμένο από πραγματικό διάλογο σε 5ήμερη εκδρομή λυκείου των Νοτίων Προαστείων)
Αγόρι σε μια κοπέλα γυρισμένη πλάτη αλλά με ωραίο σώμα: -Bella ragazza! (=ωραία κοπέλα)
Το ίδιο αγόρι όταν η κοπέλα γύρισε: -Α!(επιφώνημα φρίκης), σαύρα ραγκάτσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φανατική Εκπρόσωπος Της Ασχήμιας

Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει μια γκόμενα εξαιρετικά άσχημη.

-Πώ ρε φίλε, τι φέτα ήταν αυτή; -Ποια φέτα ρε μαλάκα; Εγώ νόμιζα ότι πέρασε ο Κουασιμόδος!

Got a better definition? Add it!

Published

Φοβερή εξελληνισμένη σύντηξη-συνήχηση της γνωστής αμερικάνικης λαϊκής ύβρεως «motherfucker», ενώ συγχρόνως συμπεριλαμβάνεται γραφικότατα ο ελληνοπρεπέστατος και διεθνούς εμβέλειας όρος-χαρακτηρισμός «μαλάκας».

Η έκφραση «πατάει» σε διαφορετικό εννοιολογικό επίπεδο, ανάλογα με την μητρική γλώσσα εκείνου στον οποίον απευθύνεται.

- Καλά ρε συ, μ' αυτά που λες και κάνεις, είσαι ή δεν είσαι μαλαφάκας!;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψευδοϊσπανοειδές συνώνυμο του στόκου, ήτοι του εντελώς-παντελώς ηλιθίου, του εγκεφαλικώς νεκρού.

Ετυμ.: στόκος (ελληνοποιημένη λέξη) + -αδόρ (-ador, ισπανική κατάληξη ουσιαστικοποιημένου επιθέτου) +ελ (el=άρθρο) !!!!

σ.σ.: ελ στοκάρε: ψευδοϊταλοειδής παραλλαγή της ως άνω λέξεως!!!

  1. - Τήρα να ιδείς τι έκαμε ο ελ στοκάρε!!
  1. - Τι ψάχνεις να βρεις, αφού το άτομο είναι ελ στοκαδόρ!

  2. - Άμα είσαι ελ στοκαδόρ, τι να τα κάνεις τα λεφτά!!!

  3. - Φάε έναν ελ στοκάρε!!!

Βλ. και στοκαμπίλιτι, Στόκεμον

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται για να δηλώσει την χολιγουντιανού επιπέδου επικίνδυνη αποστολή κάποιου να γαμήσει μια χοντρή γυναίκα τύπου Φάλαινα Άντερσον.

Οι ρίζες της έκφρασης εντοπίζονται στη ταινία Free Willy, όπου Willy το όνομα της πρωταγωνίστριας φάλαινας. Η ομοιότητα της γυναίκας όρκας με την προαναφερθείσα φάλαινα γέννησε το Fuck Willy, το οποίο είναι κι αυτό ένα εντυπωσιακό θέαμα.

- Λοιπόν παιδιά, σήμερα έχει Fuck Willy στο πρόγραμμα.
- Καλά ρε σαβουρογαμόσαυρε, πάλι χοντρές θα κυνηγάμε;

(από nobody, 16/08/11)(από nobody, 16/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εύχοντρος χοντρομαλάκας.

Πάσα: Vrastaboy.

- Γύρω από την υποψηφιότητά μου συσπειρώνεται όλη η δημοκρατική προοδευτική παράταξη...
- Μπαμπά δεν βαρέθηκες να βλέπεις αυτόν τον χοντρομπαλάκα, βάλε λίγο Nickelodeon...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γκραν γαμάω κομματόσκυλο.

Λολοπαίγνιο πάνω στον κομιτατζή. Βλ. επίσης: παγκαλέων, bluetooth, συριζαίος, πρασινοφρουρός, το Κόμμα, κ.ταλ.

Η πατρότητα μάλλον ανήκει στον Τζιπάκο.

- Είναι ντροπή να ονομάζουμε δημοκρατία το καρτέλ που έχουνε στήσει εκδότες, εργολάβοι και δοσίλογοι κομματατζήδες.
(Τζιπάκος, εδώ)

- Ε λοιπόν δεν θα σας περάσει αυτό που θέλετε να περάσετε. Βολεμένοι ελληναράδες που νομίζουν οτι κάτι κάνουν καθισμένοι στον καναπέ και παπαγαλάκια ή κομματατζήδες που θέλουν να προβοκάρουν το κίνημα αγανακτισμένων.
(εκεί)

- Εγώ έχω να πω ότι ο κ.Παπαδήμος τουλάχιστον είναι κάποιος ικανός αποδεδειγμένα άνθρωπος και όχι καραγκιόζης αμόρφωτος κομματατζής που αρπάει ένα πόστο επειδή είχε κονέ ή επώνυμο.
(παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλάκας με λεφτά, ο πλούσιος μαλάκας.

- Άσε, μου την έπεσε σήμερα ένας μαλάκας...
- Μαλάκας ή μαλαcash;

(από dipyadip, 19/10/12)(από Vrastaman, 23/10/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή μάλλον, σκουληκιΑρης.

Σκουληκιάρικη προσβόλα για τους εκ Θεσσαλλλονίκης ορμώμενους Αρειανούς.

Πιο στεγνά: σκέτα σκουλήκια.

- Η φωτογραφία είναι από το μπαράζ του Βόλου για την κατάκτηση του πρωταθλήματος, ανάμεσα στον ΣκουληκιΑΡΗ και τον GAYρο (άλλο ένα πρωτάθλημα που το πήρε σε μπαράζ ο Θρήνος). (εδώ)

- Ηττα με κατεβασμενα τα χερια για τον Παναθηναικο μας απο τον παθιασμενο σκουληκιΑρη στου Χαριλαου, μα δεν πειραζει γιατι πολυ απλα πηραμε αυτο που μας αξιζε, δεν παιξαμε καλα, ο Αρης ηταν καλυτερος και δικαια χασαμε...
(παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος «πουστοπολίτης» είναι συγγενής και συχνά μπερδεύεται με τον όρος κοσμοπολίτης. Υπάρχει, όμως, διαφορά. Κοσμοπολίτης είναι γενικά αυτός που ταξιδεύει πολύ, ζει στην χλιδή και στην πολυτέλεια κλπ κλπ.

Πουστοπολίτης, όμως, είναι μια εξειδικευμένη κατηγορία κοσμοπολίτη. Είναι αυτός που απολαμβάνει όλα τα παραπάνω με κόστος... τον πάτο του. Μπορεί, επίσης, να χαρακτηριστεί πουστοπολίτης ο «κοσμοπολίτης ο τσιμπουκωτός».

- Κοσμοπολίτης ο γείτονάς σου. Με τα σέα του, τα μέα του, την αμαξάρα του και όλο καλός κόσμος σπίτι του και όλο σε ταξίδια.
- Άσε ρε, πελάτες είναι και τον έχουν τρελάνει στο τσιμπούκι. Καλύτερα εδώ ταράτσα παρά πουστοπολίτης, μακρυά απ' τον κώλο σου, σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified