Λογοπαίγνιο του ονόματος των γνωστών ηρώων της Marvel για να δηλώσει τους ομοφυλόφιλους. Αγγλικής προελεύσεως λέξη εκ του ex (πρώην) και men (άντρες). Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον ενικό για να δηλώσει τον έναν ομοφυλόφιλο (προφάνουσλυ).

Η έννοια της λέξεως ενισχύεται από τη φράση-ατάκα της τελευταίας ταινίας X-Men: First Class (Πρώην Άντρες: Η πρώτη Γενιά): «Mutant and proud!» (Μεταλλαγμένοι και περήφανοι!). Η φράση αυτή αν συγκριθεί με το (σ)λόγκαν των διαφόρων gay parades «Gay and proud!» (ομοφυλόφιλοι και περήφανοι), κάνει εμφανή την ομοιότητά της και προβληματίζει το θεατή για τα μηνύματα που περνούν οι χολυγουντιανές παραγωγές μέσω της μεγάλης οθόνης.

Κάπου στο Γκάζι δύο μυστήριοι τύποι προχωρούν συζητώντας:
- Και του λέω του Χαραλάμπη «Ξυρίσου βρε! Πώς θα σε κυκλοφορήσω έτσι στην παραλία;!»
- Κατάλαβε τον και συ λίγο, δε χρειάζεται να δείξεις τα νύχια σου!
- Ε, μα και αυτός με τόση τρίχα πλέκει πουλόβερ!

Διερχόμενοι βαρυμαγκίτες:
- Μάγκες σύρμα... πλακώσανε οι X-men... τοίχο τοίχο και προσεκτικά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός ψηλής και άχαρης γυναίκας (συνήθως με βυζί ταψί), της οποίας το όλο στήσιμο και παρουσιαστικό θυμίζει το γνωστό λαχανικό (βασικό συστατικό της χωριάτικης σαλάτας), ενώ το ξανθό χρώμα του μαλλιού παραπέμπει σε γυναίκα από χώρα του πρώην ανατολικού μπλοκ.

- Πρέπει να σου γνωρίσω τη φίλη μου την Τάνια.
- Ποια ρε, αυτή την αγγούροβα;

βλ. και αγγούρω ή ξυλάγγουρο, ξυλαγγούρω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνηθέστερα χρησιμοποιούμενο για να περιγράψει γυναίκες της ξανθής ποικιλίας, αγνόητη είναι η κοπέλα η μεν ανόητη η οποία ωστόσο δε διαθέτει καθόλου αυτογνωσία και αγνοεί το γεγονός αυτό.

- Έμαθα οτι η Νικολέτα θα διαγωνιστεί και τέταρτη φορά στο Greek Idol !!
- Τι τα θέλεις, θύμα της αγνοησίας της κι αυτή...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που διακρίνεται για την εκρηκτική παρουσία της και την υπερσεξουαλικότητα της.

- Πω πω πω. Κοίτα ρε μαλάκα τι κόμματος περνάει μέρα μεσημέρι.
- Τι κόμματος και κουραφέξαλα. Αιδοιεσέλ κανονικό. Θα μας τρελάνει η τύπισσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο με εξακριβωμένη την (λάθος) σεξουαλική του ταυτότητα, που ωστόσο δεν τον καταλαβαίνουν οι άλλοι πέρα από τους γνωστούς του.

- Αυτός ο φίλος σου πρέπει νά' χει πάρει πολλές, ε;
- Μπα,είναι αξιόπουστος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με -υ- σημαίνει: ο παλιόπουστας που έχει αποτύχει στο να τον χύσουν οι γαμιάδες του στη μάπα.

«...Εκτός από καραφλόπουστας σαπιοκοιλιάς, είσαι και αποτυχυμένος...»

(από την Μαύρη Φατρία)

αποτυχυμένη (από Marco De Sade, 30/09/10)Αθάνατες λαϊκές επιτυχίες! (από Khan, 01/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λυσσάρα, η λυσσασμένη για άντρα. Από τα κουτσομπολιά που συνοδεύουν τις μαθήτριες του Αρσακείου.

Με ξενερώνει να μου την πέφτει η γυναίκα, αντί να την πέσω εγώ σ' αυτήν. Ιδίως αν είναι Αρσακειάδα!

Got a better definition? Add it!

Published

Λολοπαίγνιο μεταξύ των αστραπόγιαννος και στραπ-ον, το οποίο αποτελεί ακόμα έναν χαρακτηρισμό της γυναίκας νταλικέρη. Ειδικότερα, η γυναίκα που γουστάρει femdom φάσεις, λεσβιακού ή μη χαρακτήρα, συνήθως μετά επιστρατεύσεως τέτοιων βοηθημάτων. Στις περισσότερες περιπτώσεις, φροντίζει να διαδηλώνει το παραπάνω με συμπεριφορά που εκλαμβάνεται ως ανδροπρεπής.

Φυσικά, εμπεριέχει μια γερή δόση προκαταλήψεων και σεξιστικού χαρακτήρα εταιροπροσδιορισμών, υπεραπλουστεύοντας τις ανθρώπινες σχέσεις και συμπεριφορές (βλέπε και τις σχετικές αναφορές του δρ. Χαν στο λήμμα αντρούτσος).

Το ανδρικό όνομα «Γιάννος» συμβάλλει στην περαιτέρω αύξηση της τελικής συγκέντρωσης C (mol/L) της τεστοστερόνης.

Συγγενές των: Σουγκλάκος, νταλικέρης, αντρούτσος, Λεσβιάθαν.

Πάσα από vikar στα σχόλια του αστραπόγιαννος.

Σύνθια: Ρε μάγκες, πότε περνάει το επόμενο λεωφορείο ξέρω γω ναούμ'; φτύνει κάτω
Γιάγκος (χαμηλόφωνα): Πω ρε μαλάκα, δες τι αστραπόνγιαννος έσκασε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θεογκόμενα, μανουλομάνουλο, μωράκλα, εργαλείο, όλα αυτά σε ένα άλογο κούρσας ΑΑ γκανιάν.

- Πω ρε φίλε άραγκον για μια μπύρα ακόμη και ελπίζω να έφερες καπότες... Απέναντι σκάνε δυο γκανιάν τρελά! Λίρα εκατό σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «γκέο βαγκέο» ήταν παιδικό παιχνιδιάρικο επιφώνημα όπως το «Αμπεμπαμπλόμ τουκιθεμπλόμ», ή το «πού θα πας εκεί στην Βόρειο Αμερική, να δεις και τον Ερμή, που παίζει μουσική» κ.ο.κ. Λεγόταν συνήθως όταν ένα παιδί «την έφερνε» σε ένα άλλο, είχε κάτι που το πρώτο παιδί ζήλευε κ.ο.κ. Λόγω της ομοιότητας με την λέξη« γκέι», σλανγκίζεται για να δηλώσει τον ομοφυλόφιλο. Ιδίως, τον πούστη που λέγεται και Βάγγος, Βαγγέλης, Βάγγελας ή Βάγγουρας, όπως ο γνωστός γκέι ήρωας του the Slang & the Restless. (Παρεμπίπταμπλυ, ένα σύνηθες όνομα για γκέουλες).

Ασίστ: Πανούλης.

Πέρι (προς Βάγγουρα): Γκέο βαγκέο, Βάγγο, εγώ έχω γκόμενο απ' το Αμπιτζάν κι εσύ δεν έχεις! Γκέο βαγκέο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified