Further tags

Πικάντικο λογοπαίγνιο του ονόματος του πασίγνωστου παγκοσμίως ηρεμιστικού Lexotanil.

Δυστυχώς δεν προσφέρεται το ίδιο εύκολα όποτε το χρειάζεσαι, παράγοντας που ασφαλώς κι αυξάνει τα έσοδα της φαρμακοβιομηχανίας Hoffmann - La Roche αφού, ως γνωστόν, το γαμήσι αποτελεί έξοχο ηρεμιστικό, αγχολυτικό, χαλαρωτικό και μάλιστα είναι παντελώς μπίο.

Υπονοεί τo εύκολο γκομενάκι που θα ανακουφίσει παίρνοντας τα χοντρά χωρίς πολλά – πολλά, αλλά καλύπτει και τον πρόθυμο πουτσοδότη που δεν θα αρνηθεί ένα φιλικό σέρβις.

Φρονώ πως ο όρος είναι γκαστρωμένος με πιθανούς απογόνους τα «μουνοτανίλ», «πουτσοτανίλ», «ψωλοτανίλ» και τα σχετικά.

Άλλωστε κυκλοφορεί και το παλεβοτανίλ από πενταετία σχεδόν.

- Η αλήθεια είναι ότι όποτε σε διαβάζω, νοιώθω μια παραζάλη.
- Οπτικά είμαι καλύτερος, σκέτο σεξοτανίλ.
(Από ..συζήτηση στο δίχτυ.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπληρωματικά προς τον κυρίως ορισμό του Βικαρίου («πέος που έχει κλίση προς τα κάτω όταν είναι σε στύση»), λέγεται και ως μειωτικός - υβριστικός χαρακτηρισμός για γυναίκα, η οποία και καλούα επικεντρώνει υπερβολικά την προσοχή της στο πέος του άντρα (σαν να ήταν κακό αυτό) και γίνεται έτσι ζητιάνα της πούτσας.

Στα λίγα γουγλικά ευρήματα έχει κυρίως αυτόν τον χαρακτήρα ύβρης προς γυναίκα η οποία θεωρείται ως ψωλοζητιάνα. Θεωρώ όμως ότι μπορεί ο όρος να συνδεθεί με το χαμηλοβλεπούσα, του οποίου αποτελεί προφανή τροπή. Σε αυτήν την περίπτωση, περιγράφεται ένας καθ' όλα υπαρκτός εν Ελλάδι (και όχι μόνο) γυναικότυπος, όπου μια γυναίκα αναλαμβάνει ένα προσωπείο συντηρητικής που ακολουθεί τις παραδοσιακές επιταγές και νόρμες της κενωνίας, ενώ κατ' ουσία είναι απολύτως επικεντρωμένη στο συμφέρον της και υπό την στενή έννοια και υπό την ευρεία.

Φωτορεαλιστικώς, φανταζόμαστε μια ταπεινόσχημη κορασίδα, η οποία κοιτάζει προς τα κάτω και καλά από σεμνότητα, ενώ ο πραγματικός λόγος είναι ότι περιεργάζεται τα προσόντα επίδοξου συντρόφου της.

Μεταφορικώς, εννοούμε μια γυναίκα που υπό τον μανδύα ενός παραδοσιακού κομιλφό στοχεύει στα καίρια με μια κάπως χυδαία μονοτροπία, και φέρεται έτσι ως σιγανοπαπαδιά ή θεούσα στο σαλόνι, πουτάνα στο κρεβάτι.

  1. ΠΟΛΥ ΩΡΑΙΑ ΠΙΠΑ ΑΠΟ ΕΛΛΗΝΙΔΑ ΧΑΜΗΛΟΒΛΕΠΟΥΤΣΑ!!!! ΔΕΝ ΘΑ ΤΗΝ ΛΕΓΑΜΕ ΚΑΙ ΜΑΝΕΚΕΝ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΑΣΧΗΜΗ ΡΕ ...

  2. πανε πλυνε κανα πιάτο που μου θες και πολιτικεσ ειδησεις με κεφαλαια...υστέρω ...μισοτρελλη...χαμηλοβλεπουτσα!!!

  3. χθες γαμουσα τη χαμηλοβλεπουτσα κακογαμημενη μανα σου και της ελεγα ποσο την αγαπαω τη παλιοσκυλα

(Όλα από ανθυγιεινά σάιτ για ενήλικες στο Διαδίκτυο)

(από Khan, 04/02/13)Χαμηλοβλεπούσα Lady Gaga (από Khan, 18/09/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φρέσκο λολοπαίγνιο, σπαρταράει (όπως έλεγε κι ο Νταιζημαντρόσκυλος), είναι αυτός που ποζάρει ως στυλάτος και τρέντι, ή και προκαλεί στυλ στους σύνεγγύς του, βασικά επειδή έχει πολύ χρήμα, περιέργως αποκτηθέν, εξ ου και φιγουράρει στην λίστα Λαγκάρντ (άκα λήστα άκα λίστα Τραγκάρντ).

- Τι κάνουν ο Παύλος κι η Μαρία, καιρό έχω να τους δω.
- Κοίτα, τον άφησε τον Παύλο γιατί ήταν λούζερ. Μόλις έχασε την δουλειά του, πήγε στο χωριό του, τα Άνω Δριμύκλανα να μαζεύει ελιές. Τώρα τα έφτιαξε με έναν λεφτά, που το φυσάει το παραδάκι.
- Ναι; Και τι επαγγέλλεται ο νέος;
- Επιχειρηματίας, είναι, στηλίστας. Με τρία ακίνητα στην καρδιά του Βερολίνου! Από τα πρώτα ονόματα στις αναζητήσεις του ΣΔΟΕ!
- Μπράβο το Μαράκι! Κελεπούρι! Ο πρώτος λαχνός της λίστας της έτυχε!

(από Khan, 30/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση ειρωνείας υπερθετικού βαθμού, αναφερόμενη στην σωματική δύναμη ή/και στη αγριότητα / επιθετικότητα κάποιου. Ενίοτε χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει άτομα τα οποία, εάν και έχουν μια εξέχουσα σωματοδομή και φυσική δύναμη, ο εγκέφαλός τους δεν ξεπερνά το μέγεθος φασολιού(βλ. και «μιλάς με γρίφους, γέροντα»).

Πηγάζει από την προφανή παράφραση του γνωστού φανταστικού ήρωα με το όνομα, «Κόναν ο Βάρβαρος», ο οποίος έκανε το ντεμπούτο του σε βιβλία στις αρχές του '30.

Ιστορική αναδρομή της παραφράσεως: η παράφραση, αρχικά, έγινε στον τίτλο του ήρωα, που από «βάρβαρος», έγινε «μάρμαρος» ως εύκολη και επιτυχημένη, αφού με την αλλαγή δυο μόνον γραμμάτων, κρατώντας τον ίδιο αριθμό συλλαβών καθώς και την ηχητική ομοιότητα, κατάφερε να μετατρέψει το νόημα της φράσης σε ειρωνική. Κατόπιν, σε δεύτερο χρόνο, εξίσου απλά και επιτυχημένα, έγινε και η αλλαγή του ονόματος από «Κόναν» σε «Σκόναν» με την αλλαγή ενός μόνο γράμματος και κρατώντας τον ίδιο αριθμό συλλαβών. Η μεγάλη επιτυχία ήταν δε, ότι η παράφραση πλέον έλαμψε και νοηματικά, λόγω της γνωστής συνάφειας που υπάρχει μεταξύ μαρμάρου, και της σκόνης αυτού.

  1. - Ρε κοίτα το χλέμπονα πως χαλβαδιάζει το Λιτσάκι, θα τον σκίσω το πούστη!
    - Μα ποιος είσαι δικέ μου, ο Σκόναν ο Μάρμαρος;

  2. «Έρχεται και ο σφίχτης ωσάν τον Σκόναν τον Μάρμαρο να σπρώξει το αμάξι του που έμεινε, αλλά δε κουνιόταν ντιπ. Πού πα ρε Καραμήτρο, λύσε το χειρόφρενο...»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναγραμματισμένος ο όρος μουνάκι μεταξύ ανδρών με την φιλική έννοια του μπαγασάκου. Μουνάικ είναι ο μπαγασάκος που κατάφερε να «καρφώσει» το πιπίνι, αλλά φόραγε νάικ και όχι στράικ (φοράει στράικ και καρφώνει, που λέγαμε οι παλιάνθρωποι παλιά).

Προήλθε από αναγραμματισμό κατά το τσάτ με το φίλο Zakk Κάλαντα.

Zakk: μουνάικ, και μου το έπαιζες ερωτευμένος και δεν κοιτάω άλλη, αλλά το κάρφωσες το μινιόν εχτές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλληγορική και σουρεάλ έκφραση-επιφώνημα που χρησιμοποιείται από τον μαίτρ του street theatre Κώστα Τσέκο. Η προέλευσή της μέχρι τώρα παραμένει απροσδιόριστη.

Κύριε Μαλακίου, Κύριε Μαλακίου! Τσίου-τσίου!

(από george@, 20/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποδηλώνει τον τόπο καταγωγής μίας πολύ βήτα γκόμενας. Προέρχεται από παράφραση του Ρίο Ντε Τζανέιρο, όπου τη θέση του Ντε Τζανέιρο παίρνει, τιμής ένεκεν, το Μπουρνάζι με την αντίστοιχη κατάληξη.

Α: - Πού πάει έτσι η γκόμενα ρε ψηλέ;
Β: - Έσκασε με charter από Ρίο Μπουρναζέιρο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η γυναίκα που το παίζει γκομενάρα χωρίς όμως να είναι. Επίσης, συναντάται και στο θηλυκό: η φαινομούνα.

- Ρε μαλάκα κοίτα αυτή εκεί! Ποια νομίζει ότι είναι;
- Έλα μωρέ με το φαινόμουνο... Το παίζει γκομενάρα ενώ δε βλέπεται!

(από HardcoreGR, 29/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος «πουστοπολίτης» είναι συγγενής και συχνά μπερδεύεται με τον όρος κοσμοπολίτης. Υπάρχει, όμως, διαφορά. Κοσμοπολίτης είναι γενικά αυτός που ταξιδεύει πολύ, ζει στην χλιδή και στην πολυτέλεια κλπ κλπ.

Πουστοπολίτης, όμως, είναι μια εξειδικευμένη κατηγορία κοσμοπολίτη. Είναι αυτός που απολαμβάνει όλα τα παραπάνω με κόστος... τον πάτο του. Μπορεί, επίσης, να χαρακτηριστεί πουστοπολίτης ο «κοσμοπολίτης ο τσιμπουκωτός».

- Κοσμοπολίτης ο γείτονάς σου. Με τα σέα του, τα μέα του, την αμαξάρα του και όλο καλός κόσμος σπίτι του και όλο σε ταξίδια.
- Άσε ρε, πελάτες είναι και τον έχουν τρελάνει στο τσιμπούκι. Καλύτερα εδώ ταράτσα παρά πουστοπολίτης, μακρυά απ' τον κώλο σου, σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που τους γράφει όλους στα παλαιότερα των υποδημάτων του. Αδιαφορεί ό,τι και να κάνεις, οπότε τζάμπα το κουράζεις.

- Μα πήγαινε ξυρίσου παιδάκι μου, πώς θα πας έτσι στον γάμο της ξαδέρφης σου; ΡΕΖΙΛΙ ΘΑ ΜΑΣ ΚΑΝΕΙΣ ΣΤΟ ΣΟΙ!!!
- Μπαχαχαχαχ καλά μαμά, νομίζεις πως σε ακούει τώρα; Δεν ξέρεις τι γραφιά γιο έχεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified