Further tags

Σύμφωνα με τις αναπτύξεις στρατιωτικών αρκτικολέξων, είναι ο φαντάρος που πρέπει να πάει στο ΚΕΦ (Κέντρο Ελέγχου Φρουράς) για να πάρει όπλο και να πάει στο σκοπέτο. Το κεφάτος ευφημισμός βέβαια.

- Πού πάει ο μίκυ;
- Είναι κεφάτος.

ΚεΦάτος Νάνο? (από GATZMAN, 02/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Υψηλόβαθμο στέλεχος εταιρείας. Ο Project Manager πιο συγκεκριμένα.

Προέρχεται από το «Run τα plan» («τρέχω» / καταστρώνω πλάνο). Χρησιμοποιείται υπονομευτικά και με μειωτική διάθεση.

- Τι έγινε στο meeting;
- Άσε... ο Ραντανπλάν νομίζει ότι απασχολούμε 100 άτομα. Ούτε του χρόνου δεν θα τελειώσει αυτό το project!

(από Vrastaman, 21/11/10)O Rantanplan (από allivegp, 21/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τερατώδης μαύρος body builder, που η εμφάνισή του παραπέμπει στον πασίγνωστο Arnold, κυβερνήτη της California.

- Φιλαράκι, τον είδες τον τυπά στο Expendables; Τούμπανο, ρε...
- Ναι, ρε φίλε. Σκέτος schwarzenegro!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο του όρου «ο καθ' ύλην αρμόδιος».

Το λέμε για κάποιον συνήθως δημόσιο υπάλληλο που μας έκανε να πούμε το δεσπότη Παναγιώτη και μας οδήγησε «πιο πέρα κι απ΄εκεί που συχνάζ' η Φλέσσα», τις περισσότερες φορές επειδή είχε μαύρα μεσάνυχτα επί του θέματος.

Για να τονιστεί το τελευταίο, λέγεται και το ο καθίκης αναρμόδιος σαν υπερθετικός του ο καθ' ύλην αναρμόδιος.

Το ο και γαμώ το καντήλι(ν) του αναρμόδιος το αφήνω στη φαντασία του καθενός σας και σας εύχομαι να μη σας τύχει.

- Ρε μπαγάσα, εσύ που 'σε παθός και μαθιός, τι κάνουμε για μια άδεια για μπουγατσατζίδικο;
- Ά!! Χέσε τον Μαλακόπουλο που 'ναι ο καθίκης αρμόδιος και μίλα με τον Μπάμπη το χοντρό στη γραμματεία να σε ξεστραβώσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος αναφέρεται σε πιπίνια λυκειακής ηλικίας, απαραιτήτως ενδεδυμένα με σταράκια ανεξαρτήτως χρώματος, που εντυπωσιάζουν με την γλουτιαία περιοχή τους και κάνουν τον ανδρικό πληθυσμό να τις παρατηρεί από τη μέση και κάτω...

- Μαλάκα τσέκαρε ένα σταράκι που περνάει...
- Πωπω, σκέτο κωλ σταρ!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Επίθετο)

Φιλική επευφημία, ευρέως αναφερόμενη εντός νωχελικών παρεών επιδιδόμενων εις το αρχαιότατον πάρεργον «τάβλι», που αναφέρεται όταν στον έναν εκ των παιχτών έχει ανοίξει ο κώλος και τους έχει πάρει όλους σερί...

Χρησιμοποιείται επειδή συνδέει το τάβλι με την επευφημία καυλιάρης.

1.- Μαλάκα, τους γάμησα σήμερα στο τάβλι, πέντε διπλά τους έφερα...
- Αϊτός ο ταβλιάρης...

  1. - Εξάρες!!! Σε γάμησα φίλε μου...
    - Γεια σου ρε Μήτσο ταβλιάρη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέσχη της απάτης. Η 11η πληγή του Φαραώ. Ο Αρμαγεδδών της ελληνικής πολιτικής σκηνής. Η σάρα, η μάρα και το κακό συναπάντημα. Το βαθύτερο νόημα της αρπαχτής. Η εκδίκηση της γυφτιάς. Η απόλυτη καταπίεση με προοδευτικό προσωπείο. Η κατάρα των Θεών.

Προέρχεται από τις λέξεις πλαστός + στοκ. Μιλάμε για ολική αστοχία υλικού/παραγγελίας.

Όπως λέει και το τραγούδι:

«παίζω και χιπ παίζω και ρόκ
μεσ' στο σαλόνι το μπαρόκ
την έχω κάτσει απ' το σόκ
γιατί όλο το στόκ ήταν πλαστόκ»

Τα μέλη του αποκαλούνται πλαστόκοι (<πλαστόκος, ο). Καμία σχέση με τον απλό και φερέγγυο στόκο με τον οποίο κάνεις τη δουλειά σου. Ο πλαστόκος θα σε ρίξει σίγουρα. Όταν τον έχουν διορίσει στον ΟΤΕ ή στην ΕΥΠ λέγεται και πλαστοκοριός.

Κάθε ομοιότητα με γνωστά κόμματα είναι απολύτως συμπτωματική. Βέβαια υπάρχουν και άλλες εκδοχές του, όπως θασόκ, μπατσόκ, σκατόκ, κ.α.

«...Το “λασπολόγησε και κυβέρνα” του Πλαστόκ πάει γαμημένα καλά...»

(Από πού αλλού; ...Μαύρη Φατρία)

ένα είναι το πλαστόκ και προφήτης του ο ΓΑΠ (από Marco De Sade, 30/09/10)Μπατσόκ... τρεχάτε ποδαράκια μου (από Marco De Sade, 30/09/10)Μπατσόκ... τρεχάτε ποδαράκια μου (από Marco De Sade, 30/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με -υ- σημαίνει: ο παλιόπουστας που έχει αποτύχει στο να τον χύσουν οι γαμιάδες του στη μάπα.

«...Εκτός από καραφλόπουστας σαπιοκοιλιάς, είσαι και αποτυχυμένος...»

(από την Μαύρη Φατρία)

αποτυχυμένη (από Marco De Sade, 30/09/10)Αθάνατες λαϊκές επιτυχίες! (από Khan, 01/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση της λέξεως Ιλλουμινάτι («πεφωτισμένοι», βλ. γνωστή νουβέλα του Dan Brown) σε συνδυασμό με το γνωστό Κυπριακό τυρί χαλούμι.

Χαλουμινάτι αποκαλούνται τα κλειστά λόμπι που σχηματίζουν (τρεντόπουστες συνήθως) Κύπριοι φοιτητές οι οποίοι ερχόμενοι στην Ελλάδα για κάποιον ακατανόητο λόγο κάνουν παρέα μόνο μεταξύ τους, πίνουν καφέ μόνο μεταξύ τους, συζητάνε μόνο μεταξύ τους και γενικώς πραγματοποιούν την οποιαδήποτε κοινωνική τους δραστηριότητα αποκλειστικά με ομοεθνείς τους, θυμίζοντας έντονα μασονική στοά.

Αυτό που επίσης προκαλεί εντύπωση είναι ότι όλες αυτές τις δραστηριότητες τις κάνουν δημόσια με τρόπο μάλιστα συχνά παρεξηγήσιμο μιας και δίνουν την εντύπωση ότι δεν υπάρχει κανένας άλλος τριγύρω τους. Κοινώς γράφουν τον περίγυρο στα αρχίδια τους τα μαλλιαρά. Αυτή η ενέργεια βέβαια, συμβαίνει σαφώς και αμφίδρομα από τον περίγυρο προς τους χαλουμινάτι.

Η γλώσσα που χρησιμοποιούν οι χαλουμινάτι (και όχι χαλουμινάτοι) αποτελείται από ένα εκρηκτικό μείγμα ακατανόητων Κυπριακών με ολίγη από βλαχο-Αγγλικά. Οι διάλογοι πραγματοποιούνται σχεδόν πάντα σε αυξημένη ένταση, πολύ πάνω από το κανονικό (ο κάθε χαλουμινάτoυς συνήθως γκαρίζει σε μια τάξη των 20-30dB παραπάνω από έναν μέσο άνθρωπο). Τα δυο παραπάνω χαρακτηριστικά συμβαίνουν ταυτόχρονα και ως εκ τούτου το αποτέλεσμα είναι να καθίσταται αδύνατη η συνύπαρξη με κάποιον άτυχο που δεν ανήκει στο εν λόγω λόμπι.

Τα συμπτώματα που έχουν καταγραφεί από προσπάθεια παρακολούθησης συνεστίασης χαλουμινάτι σε κάποιο δημόσιο η μη χώρο από έναν μη-μυημένο με ρεκόρ αντοχής τα 8 λεπτά είναι:

1-2': Παράξενο βλέμμα, οι παλμοί της καρδιάς αυξάνονται ελαφρώς,

2-4': Ελαφρύ χαμόγελο, παλμοί σταθεροί,

4-5': Στιγμιαίο έντονο γέλιο, η αρτηριακή πίεση αυξάνεται, ο μη-μυημένος αρχίζει να νιώθει μια ψεύτικη ευεξία,

5-6': Σημάδια εκνευρισμού, οι παλμοί αυξάνονται,

6-7': Ο εκνευρισμός τείνει να οδηγήσει ραγδαία σε εγκεφαλικό επεισόδιο, οι παλμοί αυξάνονται πλέον επικίνδυνα,

7-8': Τάση για εμετό, έντονος πονοκέφαλος, συνήθως το θύμα εγκαταλείπει άρον-άρον το χώρο προκειμένου να βρεθεί σε απόσταση ασφαλείας από τη συνεστίαση των χαλουμινάτι.

-Τι έγινε ρε Σταύρο;
- Άσε ρε συ έπεσα σε παρέα χαλουμινάτι μέσα στο μετρό, και μετά είχα πονοκέφαλο για το επόμενο δίωρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ενοχλητικός τροβαδούρος που συνηθίζει να ζαλίζει μετά μουσικής τα αυτιά των τριγύρω ανυποψίαστων συνανθρώπων του. Συνοδεύοντας τον εαυτό του με κιθάρα (φοριέται σπανιότερα και το ακορντεόν) και τραγουδώντας ακάλεστος ατελείωτα playlists, είναι σκέτος πειρασμός για ένα καλό μπουγέλωμα (αν τραγουδάει και παίζει άσχημα, τόσο το χειρότερο)!

Συχνότατη κατηγορία τρομπαδούρων είναι οι νεαροί με τις ακουστικές κιθάρες που πολλαπλασιάζονται ραγδαία σε περιόδους διακοπών. Τραγουδούν σε πλοία, τρένα, λιμάνια, πεζούλια, σοκάκια και γενικά σε οποιοδήποτε μέρος βρίσκουν κατά τη διάρκεια των διακοπών τους, με απώτερο σκοπό πάντα να βρουν κάποια Σοφία την οποία θα ρίξουν με την τέχνη τους. Άλλη κάστα τρομπαδούρων είναι τα πλανόδια συγκροτήματα ακαθορίστου εθνικότητος που σκάνε αιφνιδιαστικά σε καφετέριες συνήθως και ζητούν μετά μουσικής τον οβολό των πελατών.

Η λέξη προέρχεται από τον γνωστό λεξιπλάστη και αστειάτορα Μάρκο Σεφερλή (βλέπε και πισωγλέντης, σπασοκλαμπάνιας).

  1. (στο στρατιωτικό νοσοκομείο 401, διάλογος μεταξύ φαντάρων)
    - Τι έχεις ρε σειρά; Χάλια φαίνεσαι!
    - Τι να έχω, γάμησέ τα! Από Λήμνο έρχομαι, βάρεσα υπηρεσία 3-6, μετά έφυγα το μεσημέρι για το λιμάνι φορτωμένος με τα πράγματα, ταξίδευα και 14 ώρες χωρίς καμπίνα με ένα σαπιοκάραβο, προσπαθούσα να κοιμηθώ σε μια ακρούλα που βρήκα στο πάτωμα και είχα και κάτι τρομπαδούρους εκεί που έπαιζαν κιθάρα και με ξυπνούσαν συνέχεια!
    - Πώωω, πίπα κώλο εμπλοκή! Ζήτα αναρρωτική!

  2. (από το «Πλαθολόγιο» του Λύο Καλοβυρνά)
    «Τρομπαδούρος, ο: τραγουδιστής (κατά φαντασίαν) ασύλληπτα κακόφωνος, παντελώς ατάλαντος και εντελώς ανάξιος, που ωστόσο όλο ακκίζεται, κομπάζει και – χωρίς ίχνος συναίσθησης του πόσο γελοίος είναι – ταλαιπωρεί τους πάντες ασκώντας την «τέχνη» του. Π.χ. «- Ρε συ, δεν αντέχω άλλο! Θα τον κρεμάσω άμα συνεχίσει να γκαρίζει, όπως τον Κακοφωνίξ στον Αστερίξ.», «- Μα για ποιόν μιλάς», «- Γι αυτόν τον άχρηστο, τον τρομπαδούρο!». »

Το τραγούδι του Διονυσίου στην αρχή όλα τα λεφτά!!! (από Cunning Linguist, 26/09/10)Τα τρομπαδούρικα! (από Cunning Linguist, 26/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified