Further tags

Περιγράφει κίναιδο μεγάλο σε ηλικία, που διατηρεί την σεξουαλικότητά του παρά τα χρόνια του. Προέρχεται από το πούστης + (γερό)λυκος. Προσοχή, δεν είναι ηλικιωμένος. Τους παππούδες πούστηδες τους λέμε διαφορετικά.

Πουστρόλυκος για παράδειγμα, είναι αυτός που σε νυχτερινή πτήση Αθήνα-Θεσ/νίκη κόλλαγε σε έναν πιτσιρικά να τον πηδήξει. Ο πιτσιρικάς δεν του καθότανε γιατί «θα μας δούνε». «Όχι βρε κουτό, δεν βλέπεις, κοιμούνται όλοι». Κοιτάει γύρω του δύσπιστος ο πιτσιρικάς και του λέει ο πουστρόλυκος «να, πήγαινε να τους ζητήσεις δήθεν τσίχλα που βούλωσαν τα αυτιά σου και θα δεις ότι κοιμούνται». Όντως το έκανε ο μικρός, διαπίστωσε ότι κοιμούνται όλοι, οπότε έκατσε και τον πήδηξε ο γέρος. Όταν έφτασαν στη Μίκρα, ένας παπάς διαμαρτυρήθηκε «Έχω έναν πονοκέφαλο, άλλο πράγμα!». «Και γιατί δε μας ζήτησες ασπιρίνη» του λέει η αεροσυνοδός. «Τι λες καλέ; Ο άλλος τσίχλα ζήτησε και τον γάμησαν, ασπιρίνη θα ζητούσα εγώ;»

- Τον είδες τον ταρίφα. Ροδάνι πάει η γλώσσα του.
- Ναι τον πουστρόλυκο. Άπαιχτος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αστείος και το εστιάτορας.

Κάποιος που σερβίρει (κρύα πολλές φορές) αστεία.

Είσαι και αστειάτορας, π' ανάθεμά σε...

Got a better definition? Add it!

Published

  • Λογοπαιγνιακώς: η σπιτική μαρμελάδα (που συνήθως παρασκευάζεται από τη μεγαλύτερη σε ηλικία θεία).
  • Λογοπαιγνιακώς και μεταφορικώς: γυναίκα χωρίς κοινωνικά ενδιαφέροντα, απόλυτα προσηλωμένη στα του οίκου της.

- Τα ΄μαθες ρε; Η Τζοβάνα παντρεύτηκε τον Νίκο!!
- Κλάιν μάιν! Μπορεί να έχει τη μισή Αλμωπία δική του, αλλά η Τζοβάνα που ήταν και απουσιολόγος και απόφοιτος Κ.Α.Τ.Ε. δεν αξίζει να γίνει μαρμελαθείτσα.
- Γιατί ρε, κακό είναι; Έχεις φάει κεράσια Αριδαίας και μιλάς;; ΑΑ ποιότητα. Σκέψου τα και σε μαρμελάδα! Κόλαση.
- Χελόου! Έχω φάει και ροδάκινα Σκύδρας, φίλος! Μεταφορικά το λέω, ρε γκασμά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο συνεργάτης που μόνο συνεργάτης δεν είναι τελικά. Η λέξη προκύπτει με την αλλαγή του προθέματος «συν» με το πρόθεμα «πλην». Μη συγχέεται με τον «πλυνεργάτη», τον άνθρωπο που καθαρίζει τζάμια, και που είναι η δουλειά που εύχεσαι να έκανε ο πληνεργάτης σου.

Παράγωγα: πληνεργασία.

- Πληνεργασία να σου πετύχει!
- Τι έγινε πάλι;
- Η πληνεργάτιδα μου, ό,τι θέλει καταλαβαίνει στα μέιλ που της στέλνω.
- Μήπως να της έκανες δώρο κάνα πανί και κάνα καθαριστικό;

Σπλήνα... ότι πρέπει για τους σπληνεργάτες (από GATZMAN, 08/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παντελώς ατάλαντος τραγουδιστής, ο αηδιαστικός αοιδός. Διακρίνεται από την ανύπαρκτη φωνή του, την κάκιστη ποιότητα των τραγουδιών του, τις φαλτσαδούρες που πετάει στις συναυλίες (στο στούντιο ο παραγωγός μπορεί και μαζεύει τα ασυμμάζευτα, εδώ έβγαλε δίσκο ο Κάτμαν!) και από τα δυνατά κονέ του (αλλιώς θα καθόταν σπιτάκι του και δεν θα τον ξέραμε). 'Ενας Κακοφωνίξ που χρειάζεται επειγόντως φίμωμα, αλλά δυστυχώς πολλές φορές αποθεώνεται κιόλας, αφού ο κόσμος είναι για δέσιμο!

Από την άλλη έχουμε τη γυναίκα αηδό, που αυτόματα σημαίνει εξωτερική εμφάνιση φουλ, από φωνή μουνί κι από μουνί φωνάρα δηλαδή. Σκέτη Μαρία Κάβλας και ντυμένη προσεκτικά έτσι ώστε να μην είναι εντελώς γδυμένη, εκτελεί ανελέητα και είναι ό,τι πρέπει για τους θαμώνες των σκυλάδικων που, έτσι κι αλλιώς, μετά το πρώτο μπουκάλι Τζόνι τη φωνή δεν θα την ακούγανε.

  1. (από εδώ)
    «Ο ΒΑΣ ΒΑΣ (Ο ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣ) 8) τον οποίον δεν γνωρίζεις, είναι ένας σύγχρονος λαικός αηδός ο οποίος, μαζί με έναν ολόκληρο θίασο (τσίρκο ολόκληρο) απαρτιζόμενο από Κατέλη, Ταμπάκη, Ελισάβετ, Σχιζοφρενή Δολοφόνο, κλπ μοντέλα τα οποία θα μπορούσαν να απασχολήσουν 6 ψυχιατρικά συνέδρια, έχουν βγάλει cd το οποίο κοντεύει να γίνει δίς πλατινένιο, βρίσκεται στην πρώτη θέση των κυκλοφοριών[...].»

  2. (από Lifo)
    «-Ανοιχτή επιστολή στον πρωθυπουργό του Ισραήλ απέστειλε η γνωστή αηδός Στέλλα Μπεζαντάκου, στην οποία τον παρακινεί να “κάνει έρωτα και όχι πόλεμο”, ενώ στην επιστολή περιέχεται ένα κομμάτι γάζας, αφού “είναι χαζό να γίνεται πόλεμος για μια λωρίδα γάζας, γι’αυτό και σας στέλνω εγώ μία, μπας και σταματήσετε”. Ευτυχώς που αυτός δεν ξέρει ελληνικά.»

  3. (από εδώ)
    «Η φωνή που ακουγόταν προχθές από τα μεγάφωνα στην αποβάθρα του μετρό στο Σύνταγμα μου ήταν γνωστή. Το τραγουδάκι όμως το άκουγα για πρώτη φορά όπως και το βιντεάκι που προβάλλονταν από τις οθόνες. Ναι ήταν η γνωστή λαική αηδός Έλλη Κοκκίνου που λικνιζόταν στους ρυθμούς μιας ανάλαφρης μελωδίας.»

Η Βέρα Λάμπρου αποτίει φόρο τιμής στη Μαρινέλλα! (από Cunning Linguist, 03/09/10)Εδώ η Έφη Σαρρή του ΛΑ.Ο.Σ. σπάει τα ρατσιστικά ταμπού και παίρνει όλη την Αφρική! (από Cunning Linguist, 03/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράγωγο του ρήματος φασώνω. Η κοπέλα η οποία συμμετέχει ενεργά σε φάσωμα. Παραπέμπει ηχητικά στο «μαθητευόμενη», το οποίο συμβολίζει τη διάθεση για μάθηση / φάσωμα.

- Η Τούλα, παρότι ντροπαλή, πλέον έχει γίνει αστέρι!
- Ε τι περίμενες; Τόσα χρόνια φασητευόμενη κάτι έμαθε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρίζει γυναίκα με προικισμένα σκέλια.

Έχει διττή σημασία καθώς προέρχεται από συνδυασμό δυο εννοιών:
α) από τις λέξεις μπούτι- και -full, τονίζοντας το μέγεθος των μπουτιών, και
β) από την αγγλική λέξη beautiful.

Πρωτοακούστηκε από τον κριτή της Α. Πάνια, καταξιωμένο Τζόνυ Βαβούρα, στη γνωστή νυκτερινή εκπομπή της με αφιέρωμα «καλλιστεία για sexy άτομα».

- Το βασικό ατού του κορμιού της είναι ασυζητητή το στήθος της.
- Τι λες ρε ξενέρωτε. Δε πρόσεξες καν πόσο μπούτιφουλ είναι

Γιουρ μπούτιφουλ ιτς τρου (από Khan, 26/08/10)(από Khan, 26/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο περιηγητής του διαδικτύου που η μόνη του συμμετοχή σε warez fora είναι να κλικάρει στο «thank you» ή εναλλακτικά να απαντάει με ένα ξερό «ευχαριστώ πολύ» ή συνηθέστερα thank u/thanks κλπ (για να μη χάνει χρόνο με alt+shift και τόνους) με προφανή σκοπό να δει τα κρυμμένα λυνξ.

Σημειωτέον ότι ποτέ μα ποτέ δεν ανεβάζει κάτι ο ίδιος μιας και κάλλιστα αυτό θα βρεθεί αργά η γρήγορα σε άλλα fora.

- Εδώ σου έχω γραμμένα τις δισκογραφίες, το ο σι αρ και το όφις-σπασμένο οφ κορς που μου ζήτησες χθες.

- Κιόλας;Καλά ποιος είσαι δηλαδής; Ο Σούπερμαν;

- Οχι, βρε,ο θένκιουμαν!

- Που πα να πει;

- Ένα ευχαριστώ αρκεί.

- Φχαριστώ ρε συ, εκ βάθους καρδίας!

- Όχι σε μένα ρε Μήτσο, τον απλόαντερ!

- Ποιος είναι αυτός τώρα;

- Κάτσε να βγάλω το νέτμπουκ και θα δεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρατιωτική αργκό/λογοπαίγνιο. Σύνθετο από τις λέξεις βύσμα + ταγματάρχης/συνταγματάρχης κλπ (οποιονδήποτε βαθμό τελειώνει σε -άρχης).

Ο βυσματάρχης είναι υψηλόβαθμος γαλονάς του στρατού που λόγω της θέσης του χρησιμεύει σαν εξαιρετικό καλό βύσμα. Καμιά φορά λέγεται κοροϊδευτικά για οποιονδήποτε γαλονά - στην πράξη όλοι οι γαλονάδες λειτουργούν σαν βύσματα και κάνουν «χάρες» και εξυπηρετήσεις.

  1. - Μάνα πήρα φύλλο πορείας για Καβύλη, γάμα τα...
    - Πω πω παιδί μου τι θα κάνουμε τώρα...
    - Πάρε τηλέφωνο τον βυσματάρχη μας να δούμε τι μπορεί να κάνει.

  2. (υποψήφιος μουρλάκιας έξω από το γραφείο απαλλαγών στο 401 στρατιωτικό νοσοκομείο, πραγματικό περιστατικό)
    - Κύριε βυσματάρχη, τι ώρα θα μας δει η επιτροπή; Βαρεθήκαμε να περιμένουμε.
    - ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο από πολλών ετών φανατικός και αποκλειστικός καταναλωτής μπύρας, ο οποίος φέρει με υπερηφάνεια το μπυροκοίλι του.

Ο Μήτσος και ο Γιώργος, μεγάλοι μπυροπατέρες! Ένα καφάσι μπύρες ο καθένας για το καλημέρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified