Further tags

Άλλη μια αγγλική λέξη, call-girl, που στα ελληνικά σλανγκίζεται με άλλη σημασία = το κορίτσι που δίνει κώλο. Πρβλ. πίναπ γκερλ, το.

- Να τηλεφωνήσουμε σε κανά call-girl;
- Ναι, αλλά να είναι κωλ-γκερλ και πίναπ γκερλ! Όχι ό,τι κι ό,τι!
- Δηλαδή, εσύ ακούς μόνο μπλακ;

(από Dirty Talking, 16/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο καμμένος, αυτός που έχει κάψει φλάντζες για πολλούς και διάφορους λόγους, όπως πολύωρη παρακολούθηση μεσημεριανών εκπομπών (που τις τελευταίες μέρες μόνο για Σάκη και eurovision ασχολούνται, πώς να μην καρακατακαείς μετά;), πολύωρο σερφάρισμα σε ιστιοσελίδες στο ίντερνετ και κάπνισμα αμέτρητων τσιγαριλικίων.

- Τι βλέπεις πάλι ρε καΐκι στην Λαμπίρη;
- Σκάσε, λέει τι μάρκα κάλτσες θα φορέσει ο Σάκης στον τελικό το Σάββατο.
- Πόοοοοπο, έχεις καεί μαλάκα.

(από patsis, 19/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς ο πούστης. Για όσους προτιμούν να λένε: «Η ώρα πήγε ένδεκα».

Μες στης νυχτιάς τη σιγαλιά
Δεν κελαηδούνε τα πουλιά.
Μόνο μια φωνή ηκούσθη:
Βρε τον πούσθη! Βρε τον πούσθη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντομογραφία του πουτανίτσα...

Αναφέρεται κυρίως για μια γυναίκα ανάλογου ήθους, όταν ο χώρος και η συγκεκριμένη στιγμή δεν προσφέρονται για ολόκληρη τη λέξη...

- Ρε συ, έμαθες ότι παντρεύτηκε η Γωγώ;
- Ποια;;;... Η Γωγώ;;;;... Απίστευτο!!!... Αυτή ήταν η πρώτη νίτσα του σχολείου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που τρέφεται αποκλειστικά με ανδρικό κρέας. Αλλιώς τσιμπουκοζητιάνα ή ψωλορουφήχτρα.

- Τι ξέρεις ρε συ για τη Μαίρη;
- Μεγάλη ψωλύκαινα... Σταθερά φτάνει τριψήφιο αριθμό μηνιαίως... μαύρη ζώνη στο τσιμπούκι κι ένα νταν σου λέω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μια λέξη για τον ωτορινολαρυγγολόγο. Εκ του ωριλά και ψώρα.

Πηγή: Γκάτσμαν.

Με ταλαιπωρεί πάλι η χρόνια πουτσωτίτιδα και πρέπει να επισκεφθώ ψωριλά....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι σλανγκίζεται κλασικά το νεόπλουτος. Πρόκειται δηλαδή γι' αυτόν που ξαφνικά έχασε την περιουσία του λόγω μιας δυσμενούς συνθήκης, συνήθως εξωτερικής συγκυρίας, πολιτικής, πολεμικής, διεθνούς οικονομικής. Στην εποχή της οικονομικής κρίσης, η έκφραση γίνεται και πάλι της μοδός, για να δηλώσει μια τάξη νεόπλουτων, που ξαναέγιναν φτωχοί, νεόπτωχοι. Αλλά και ειρωνικά τους «βιοπαλαιστές» της γενιάς των 700 εκατομμυρίων Ευρώ που πέρασαν στην γενιά των 70 εκατομμυρίων Ευρώ ή περίπου. Οι νεόπτωχοι κάνουν επίδειξη της φτώχειας τους τόση όση και οι νεόπλουτοι του πλούτου τους. Και όπως οι νεόπλουτοι δεν μπορούν ποτέ να φτάσουν τους αριστοκράτες, όσο και να προσπαθήσουν, ούτε μπορούν οι νεόπτωχοι να φτάσουν τους πραγματικούς φτωχούς.

- Τι επίδειξη πτώχειας είναι αυτή καλέ; Σωστός νεοπτωχισμός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πόμολο αποκαλείται ο λαός που εύκολα χειραγωγείται από κάθε επιτήδειο πολιτικό, θρησκευτικό, οικονομικό ή άλλο επαγγελματία.

Λογοπαίγνιο εκ των πόπολο και πόμολο.

- Αυτές οι Εβραιοχριστιανικές παπαριές κρατάνε πειθαρχημένο το πόμολο, όπως ο «φόβος του Θεού», η «οργή του Σατανά», «δεν πάω με την ξαδέλφη μου γιατί έχουμε το ίδιο αίμα» και αηδίες δεν βρίσκουν καμία ανταπόκριση μεταξύ των πλουσίων που πάνε και με την μάνα τους για να τους κληρονομήσει μετά ο γιος και ο αδελφός τους ταυτόχρονα...
(Τζίμης Πανούσης, Δούρειος Ήχος, 7/5/2009)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως φαίνεται κι εδώ, ο Δαλάι Λάμα είναι ηγέτης του Λαμαϊσμού (Θιβετιανού Βουδισμού) και αντιπροσωπεύει τη ζωντανή ενσάρκωση μιας μορφής του Βούδα (της μορφής του ελέους).

Ο όρος για τον οποίο συζητάμε εδώ, προέρχεται από παράφραση του ονόματος του Δαλάϊ Λάμα. Ποιον θα μπορούσαμε να αποκαλούμε έτσι;

Θα μπορούσαμε να αποκαλούμε ειρωνικά κάποιον ψωλοπερήφανο, που την έχει δει... και καλά πεφωτισμένος γκουρού, Μέγας Μαγίστρος και Δαλάι λάμα του έρωτα.

Θα μπορούσαμε να αναφερθούμε έτσι σε κάποιον που έχει μεγάλη ιδέα για τις σεξουαλικές επιδόσεις του, που λέει πως τον έχει βουκεφάλα, που λέει πως έχει την... επαναληπτική καραμπίνα, που λέει πως έχει τον... πηδάριθμο, που λέει πως έχει ρίξει τις καλύτερες (γιατί έχει τη... μεθοδολογία), που λέει πως μπορεί να κάνει κάποιον χυλοπιτολήπτη, Δον Ζουάν, κλπ.

Για κάποιον που θεωρεί πως είναι και ο κρότος, ενώ μπορεί, να είναι ο... πρωταθλητής στη χυλόπιτα, κι όσα κι αν λέει να 'ναι ένα παιχνίδι φαντασίας και ματαιοδοξίας.

Πέτρος:
- Μου 'λεγε ο Κώστας για τις ερωτικές του κατακτήσεις. Φοβερός ε; Άπαιχτος, ε;
Βασίλης (με ειρωνική διάθεση):
- Ετς! Ο Γαμάι λάμα αυτοπροσώπως. Ρε εσύ, μην ακούς παπαρδέλες. Ψώνιο είναι το άτομο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν μιλάμε για φοροτεχνικό, μιλάμε για επαγγελματία που προσφέρει υπηρεσίες στους φορολογούμενους, σχετικές με τις φορολογικές τους υποθέσεις, αλλά και για δημόσιο υπάλληλο που είναι αρμόδιος για τον έλεγχο των φορολογικών δηλώσεων και τον καθορισμό του αντίστοιχου φόρου.

Όλα καλά. Μόνο που εδώ, δεν παίζει το παραπάνω job description.

Το πρόσωπο για το οποίο μιλάμε εδώ, μπορεί να μην ξέρει γρί από οικονομικά. Πώς γίνεται;

Γίνεται... Γιατί εδώ... μιλάμε για τη μαστόρα γυναίκα που ξέρει απ' έξω κι ανακατωτά τα τερτίπια του ανδρικού μορίου, ώστε με διάφορες μαλάξεις και advanced τεχνικές, να μπορεί να απελευθερώσει τον μέγιστο κεφαλικό φόρο κατά τη συνουσία.

Δεν πάει να' ναι ο άλλος εξαντλημένος από την κούραση της μέρας, ή από τις συνεχόμενες επαναλήψεις στο γήπεδο. Ας είναι. Ε και;

Εκεί που τελειώνουν οι άλλες, αυτή ξέρει τον τρόπο και γι άλλες πίστες. Έχει πάντα κι άλλα βέλη στη φαρέτρα για να παρατείνει, την ερωτική απόλαυση.

H κοπελιά δεν είναι τυχαία. Έχει διδακτορικό στο κάμα σούτρα, στο γάμα σούφρα, στο γάμαμουτρα, στο μασάζ στα Γιάννενα, κλπ.

Είναι η... ορθοπεϊκός. Πιάνει ένα απλό μόριο και το κάνει βουκεφάλα, έτοιμο για τη μάχη στα Γαυγάμηλα. Πιάνει ένα παλιοντούφεκο και το κάνει επαναληπτική καραμπίνα. Κι όλα αυτά σεdt.

- Άσ' τα... Πήγα χθες σε ένα μπαρ να πιω ένα ποτάκι και συνάντησα ένα θεοκόμματο, μα τι θεοκόμματο. Πιάσαμε το μπίρι μπιρι. Μετά πήγαμε σπίτι της. Μιλάμε για φοβερή φοροτεχνικό. Άσ' τα... Ρίξαμε τις... επαναλήψεις. Ούτε κι εγώ πίστευα, τι φλοκοπόταμο έκρυβα μέσα μου ... Γνώρισα καλύτερα τον εαυτό μου... χε χε χε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified