Further tags

Το τρέντουλο.

Ο Κώστας επέμενε να βγούμε στο Γκάζι.

«Δεν μ' αρέσει εκεί» είπα, «μέσα στα στενά. Έχει ταραντούλες».

Ταραντούλες στην αργκό μας είναι οι τρέντουλες, όσοι ζούν σύμφωνα με τη Βίβλο των τρέντι περιοδικών μ' αφιερώματα όπως «Τα είκοσι καλύτερα ζευγάρια βυζιών της δεκαετίας» ή «Δέκα τρόποι για να του φτάσει μέχρι τ' αφτιά».

(Γ. Παλαβός, «Πέμπτη βράδυ»)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που θέλει διακαώς να γίνει τραγουδίστρια σε νυχτερινά κέντρα, αν και η φωνή της είναι λίγο πιο μελωδική απ' του κορακίου. Ντύνεται, μάλλον γδύνεται, για ν' ανέβει στην πίστα, θυμίζοντας περισσότερο περιπατητική παρά καλλιτέχνιδα.

Από εκπομπή του Μητσικώστα:

«Και τώρα, η διεθνούς φήμης ψολίστ, Στέλλα Μπεζ!»

Got a better definition? Add it!

Published

Χαρακτηρισμός που αποδίδεται σε άτομο το οποίο όχι μόνο δεν προκαλεί σεξουαλική διέγερση (σεξουαλικά αδιάφορο δηλαδή), αλλά ίσως προκαλεί και τα ακριβώς αντίθετα συμπτώματα.

Αντώνυμο: καυλωτής.

Εκ του λατινικού persona non grata (ανεπιθύμητος, απρόσδεκτος) και του νεοελληνικού κούκου (καύλα, στύση, σεξουαλική διέγερση γενικότερα).

Από τότε που άνοιξα κατά λάθος την πόρτα της τουαλέτας και την είδα να σκουπίζεται, αποτελεί persona non koukou για μένα, όσο μεγάλες βυζάρες κι αν έχει...

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που οδηγάει αυτοκίνητο και μεταφέρει τις γυναίκες χωρίς ούτε καν να τις ακουμπάει. Αλλιώς ο «ακίνδυνος».

- Πήρε τις γυναίκες ο Γιώργος για να τις πάει σπίτι.
- Έλα μωρέ μη στεναχωριέσαι δεν θα σου τη φάει τη Ρίτα... Ταξιτζής είναι...

Όχι συνώνυμα αλλά σχετικά και τα καληνυχτάκιας, γκομενοφύλακας, γκομενοβοσκός, μουνοβοσκός

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε γυναίκα με δυσανάλογα σωματικά μέλη συγκριτικά με το ύψος της και πρόσωπο που θυμίζει το άσχημο (αλλά κατά τ' άλλα αστείο και συμπαθές) ζώο που ζει στην Αφρική. Τις περισσότερες φορές δε, φοράει καπέλο πλήρους γουστέλλειψης, ενώ η όλη αμφίεση της αποπνέει συναισθήματα που παραπέμπουν σε περίοδο Αποκριών. Απαντάται συνήθως σε δύο τύπους:

  1. Ψηλή, με υπερβολικά μακρά άκρα και εμφανώς μικρό σώμα και κεφάλι. Ενδιαφέρον και χαζό θέαμα αλλά δε συνιστάται η οπτική επαφή σε υπερβολική δόση.
  2. Κοντή, με υπερβολικά κοντά άκρα, μεγάλη λεκάνη και κεφάλι που θυμίζει τηλεόραση (22 ιντσών και άνω). Ο συγκεκριμένος τύπος δε, έχει τόσο άσχημο πρόσωπο που σε πιάνει η τάση να θες να μεταναστεύσεις.

- Σου γνώρισε τελικά η Χριστίνα τη φίλη της;
- Ναι… Άσε, χάλι…
- Τι; Στρουμφοκάμηλος σαν την ίδια;;;
- Ναι, αλλά το 2ο είδος… Φεύγω αύριο, πάω ανθρακωρύχος στο Βέλγιο…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σύνολο των έμβιων όντων(;;;) που εμφανίζονται στις εκπομπές της γνωστής τηλεπαρουσιάστριας Αννίτας Πάνια.
(Προσοχή στον τονισμό του όρου για αποφυγή λαθών).
Δυστυχώς το πλήθος αυτό έχει την τάση του expand, σαν τους μύκητες, οπότε και παρουσιάζεται όλο και περισσότερο εκτός των τηλεοπτικών πλατώ της εν λόγω παρουσιάστριας, οπότε όλο και περισσότερο ανάμεσά μας...

Ορισμός Σαφής.

Got a better definition? Add it!

Published

Τεθλιμμένη χήρα, που προσελκύει τα θύματά της σιγοκλαίγοντας μπροστά στο μανουάλι κάποιας εκκλησίας, ενώ παράλληλα είναι ντυμένη ιδιαίτερα προκλητικά.

Μωρέ ναι, χήρα. Αλλά τί χήρα!.. Καντηλανάφτρα απ'τις λίγες! Η πλάτη όλη έξω μιλάμεεεεε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος ο φλου. Ο αραχτός. Ο ό,τι-βρέξει-ας-κατεβάσει-και-τ' αρχίδια-μου-κουνιούνται. Η έννοια της σήψης είναι έκδηλη σε αυτόν τον ορισμό.

Προέρχεται από τον γνωστό παίκτη καλαθοσφαίρισης του αμερικανικού μπασκετικού στερεώματος (NBA), Shaquille O'Neal.

Λεοπόλδος: -Ρε συ Μιμίκο... Ο Χοσέ πολύ Σαπίλ Ονίλ δεν έχει καταντήσει; Μου τη σπάει η αδιαφορία του...

Μιμικος: -Ρε Λεοπόλδε, ξεκόλλα από τη ζωή σου... Περνάει την άραγκον φάση του το παιδί... Στέι κουλ ντουντ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα που δουλεύει στον πάγκο του μαγαζιού, η μπαργούμαν.

- Πού θες να κάτσουμε τελικά ρε μαλάκα; Μας έπρηξες τα καρκάλια να 'ούμε.
- Γάμησέ τα ρε πούστη: ξέκωλη σερβιτόρα ή ξώβυζη μπαργομούνα; Ιδού η απορία...

(από Khan, 21/04/13)

Δες και -μούνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος ο οποίος 2/100 του δευτερολέπτου μετά που θα ανάψει πράσινο φανάρι, αρχίζει τις κόρνες για να φύγεις. Συνήθως είναι άτομο που περνάει με κόκκινα συνέχεια και κάνει κάθε είδους καγκουριές.

Ο Θεοφύλακτος περίμενε ήρεμα στο φανάρι, μέχρι που άρχισε τα δικά του ο κορναλάκας από πίσω και του χάλασε τη γαλήνη που είχε μέσα του. Κατέβηκε και τον έβαλε να φάει το κουμπί της κόρνας, καθότι ήταν και πρώην καθηγητής ζίου ζίτσου.

(από Galadriel, 12/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published