Further tags

Ο λίγο παλαβός, αυτός που χάνει στροφές, ο πυροβολημένος. Ο όρος προέρχεται μάλλον από τη μουσική τζαζ, που οι παλαιότεροι (όσοι την είχαν ακουστά, δηλαδή) θεωρούσαν ως μουσική για τρελλά νιάτα και γενικά για πυροβολημένους.

Ρήμα: τζαζεύω, τζάζεψα.

Ο Δήμος, ρε; Αυτός είναι τζαζεμένος, τι την ψάχνεις μαζί του;

Βλέπε και τζαζ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμπνευσμένο απο το δίδυμο Τσακνής και Μαχαιρίτσας, υποδηλώνει μια ειρωνική διάθεση για το ελληνικό ροκ που παίζουν μουσικοί μεγάλοι σε ηλικία που άκμασαν πολλά χρόνια πριν.

- Τι έγινε με την φοιτήτρια που γνώρισες στην πορεία για την διάσωση του ροζ μπαμπουίνου του Θιβέτ ;
- Άσ' τα, έχουμε γυρίσει όλες τις εντεχνοπουρόκ συναυλίες, έχω πήξει στους Γιαχνή και Μαγειρίτσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτός που εναγωνίως προσπαθεί να φτιάξει μια καθωσπρέπει εικόνα για τον εαυτό του με απώτερο σκοπό την πλήρη αποδοχή του από τους υπόλοιπους. Ποτέ δε θα διαφωνήσει με κάποιον κι αν το κάνει το ύφος του θα είναι απόλυτα κόσμιο και με όλους τους τύπους που υπαγορεύει το savoir-vivre. Πάει πάντα με τα νερά του συνόλου προσπαθώντας όσο μπορεί να τοποθετείται ανάμεσα σε όλες τις διαφορετικές απόψεις που τυχόν θα παρουσιαστούν.

  2. Στο χώρο των καλιτεχνών χρησιμοποιείται ως χαρακτηρισμός κυρίως για τραγουδιστές οι οποίοι αναμασούν ή, κατά τους ιδίους, διασκευάζουν και ερμηνεύουν τα ιερά και τα όσια του ελληνικού τραγουδιού. Οι εν λόγω καλιτέχνες με δεδομένη τη δημιουργική στειρότητά τους, κόπτονται κατ' αρχήν για το σουξέ και την επιτυχία περισσότερο παρά για το τραγούδι. Έτσι διαλέγουν ένα καταξιωμένο τραγούδι από τα πολλά υπέροχα του Ελληνικού ρεπερτορίου, βάζοντάς του φωνητικά από διάφορες γκόμενες και άλλα πρόσθετα υποκατάστατα στην ύστατη προσπάθειά τους να το αποδώσουν με τον δικό τους τρόπο. Το αποτέλεσμα είναι συνήθως να του γαμάνε τη μάνα.

Το video του Πανούση είναι όλα τα λεφτά - δες παρακάτω.

«Το νταλαροειδές ονόματι Bono δε μου είναι ιδιαίτερα συμπαθές...το δε συγκρότημα έχει χάσει πλέον τη μουσική μου εκτίμηση, με όσα έχει καταθέσει δισκογραφικά εσχάτως (όπου εσχάτως, εννοώ καμιά 10ετία περίπου). Κρατάω την παρελθοντική τους τραγουδοποιία και προχωράω παρακάτω...»

Δες και νταλάρας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεωτεριστικός επιθετικός προσδιορισμός επηρεασμένος από τα αγγλικάνικα και συνώνυμος με την ωλ τάϊμ κλάσικ λέξη καφρομεταλλάς.

Η γέννηση της λέξεως οφείλεται στο γεγονός ότι σε κάποια μέταλ τραγούδια οι αοιδοί, είτε υπάρχει στους στίχους ή στο ξεκούδουνο, φωνάζουν πολλές φορές «DIE DIE DIE!!!»

Είθισται να χρησιμοποιείται από ξεπεσμένους εντεχνindies ή λατερνατίβους (με φανερά υποτιμητικό ή ενίοτε χιουμοριστικό τρόπο) που η συνήθης και αγαπημένη τους ασχολία είναι να ακολουθούν με θρησκευτική ευλάβεια το εκάστοτε ευαγές ίδρυμα που έχει ψωladies night.

- Tο βράδυ είπαμε να βγούμε να τα σπάσουμε σε κάνα Καρδαμίλη. Θα' χει λέιντις νάιτ με είπαν. Ψήνεσαι;
- Τι, σήμερα; Δεν παίζει. Κανόνισα να βγω με μια σειρά μου.
- Ε ας έρθει κ αυτός ρε, δεν τρέχει κάστανο.
- Όχι ρε συ αυτός είναι νταϊντάης, δεν παίζει να την παλέψει με τους σκύλους.

(από euripidisk, 14/03/10)(από euripidisk, 14/03/10)(από euripidisk, 14/03/10)(από euripidisk, 14/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο προγκρεσιβάς μουσικός, ως επί το πλείστον επιδειξιομανής, συνηθέστερα και απόφοιτος ή τουρίστας της μουσικής σχολής του πανεπιστημίου του Berklee κλπ.*

Το συγκεκριμένο είδος μουσικού αρέσκεται να παίζει με custom όργανα με παραπάνω χορδές, απλά για το πουλ μουρ, και χωρίζεται σε δυο υποκατηγορίες: αυτούς που πήγαν και γύρισαν από τα διάφορα Berklee άπενοι, και αυτούς που απλά έμαθαν ως φύτουκλες τα πάντα όλα και τα παίζουν όλα μαζί σε κάθε κομμάτι (Dream Theater).


  • και λοιπές πίπες

— Τι έλεγε χτες το λαϊβάκι;
Παπάρια μάντολες! Κάτι φλώροι κατοστάχορδοι ήτανε με μια γκόμενα στα φωνητικά. Είναι να τραβάς τα μαλλιά σου με τον κάθε άχρηστο που του πήρε ο μπαμπάς ένα 7χορδο μπάσο με 5000 ευρώ και τόχει για να παίζει με το ένα δάχτυλο μια νότα την ώρα..!!
— Έχεις δίκιο φίλε. Κι εγώ συνάντησα έναν παλιό γνωστό, εντελώς άπενος λέμε, και μου λέει ότι παρήγγειλε από αμέρικα 7χορδη κιθάρα 10 χιλιάρικα, .... κι εγώ του είπα να πάρει άρπα καλύτερα...!!
Σωστόστ!

Κατοστάχορδος ναί, φλωρίζων ναί, άπενος όχι... (από vikar, 10/03/10)(από jesus, 13/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το είδος ντράμερ που έχει δυνατό και επιβλητικό ήχο. Τυπικά χαρακτηριστικά του είναι η δύναμη σε χέρια και πόδια, οι καλοί του χρόνοι και η αντοχή του σε κουραστικά live, με συνεχόμενα δύσκολα και πολύλεπτα κομμάτια.

Οι ξυλοκόποι συνηθίζουν να παίζουν με τις μπαγκέτες ανάποδα, με το χοντρό μέρος δηλαδή και, ουκ ολίγες φορές, τις σπάνε από την δύναμη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι άγαρμποι.

Οι αντιπρόσωποι του βορειοευρωπαικού μέταλ (Γερμανία, Σκανδιναβία) έχουν να επιδείξουν πολλά τέτοια παραδείγματα ντράμερ.

Παίζει και στην αργκό των γκρουπακιών, ή τουλάχιστον έπαιζε αρκετά πριν κάμποσα χρόνια: ξυλοκόπο λές τον ντράμερ που βαράει μέν άσκημα, αλλα δυστυχώς και άσχημα. Δηλαδή, τον τύπο που πιστεύει οτι όποιος δεν χάνει δέκα κιλά την πρόβα στα τύμπανα, δέν αξίζει να λέγεται ντράμερ, και που τεχνική γι' αυτόν σημαίνει απλά «ανελέητη δύναμη» (και όχι απαραίτητα έρρυθμη...).

vikar, από σχόλια του άλλου ορισμού

Uli Kusch, the carpenter (από Abas, 10/03/10)Ξυλοκόπος και κάγκουρας, δύο σ\' ένα –μήν το χάσετε. (από vikar, 02/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το άμπαλος, το είδος κιθαρίστα που έμαθε κιθάρα ένα καλοκαίρι της εφηβείας του για να ρίξει καμιά γκόμενα στην παραλία.

Το είδος αυτό ευδοκιμεί στις τάξεις του ελληνικού ροκ και όχι μόνο. Αναγνωρίζεται εύκολα στις περιπτώσεις όπου τυγχάνει να είναι και η φωνή το ίδιο άτομο, και η ηλεκτρακουστική κιθάρα που κρέμεται στους ώμους του είναι unplugged και χρησιμοποιείται για διακόσμηση.

Άπενοι λέγονται και οι κατεξοχήν φλωροκιθαρίστες, που περιορίζονται μόνο στα ακόρντα.

Ρε μαλάκα, είδα τις προάλλες στον μαλάκα με το καπέλο...
— ...ποιον;
— Τον Κάνακη εννοώ, ... είδα λοιπόν ένα γκρουπάκι που δήλωνε μέταλ και είχε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα διασκευή του requiem for a dream. Ήμαρτοοοοοοο ρε συ! Ο κουλός ο πληκτράς έπαιζε την μελωδία σε κάτι strings από την Εμμανουέλα στην Αφρική, και 3 μαλάκες άπενοι κιθαρίστες χτυπάγανε ταυτόχρονα όλοι τα ακόρντα, πέμπτες πάντα... — Ρε για δες κάτι μαλάκες που το παίζουνε και μεγάλοι μουσικοί!

άπενοι επί το έργο (από Abas, 10/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι τύπος ντράμερ, άριστα καταρτισμένου, που έχει εξαιρετική ικανότητα να διαβαθμίζει στο παίξιμό του το ηχόχρωμα του ταμπούρου. Αντίθετα με τις δίκασες, αλλά και τα περιφερειακά βαθέα και τομ, που θέλουν κυρίως νεύρο και δύναμη και ανεξαρτησία χεριών, το ταμπούρο –για να μπορεί να καλύψει ηχητικά το μέρος των κρουστών από μόνο του– θέλει το επονομαζόμενο μουσικό φήλινγκ. Οι ηχητικές δυνατότητες του ταμπούρου από μόνου του παρατηρούνται εύκολα σε παρελάσεις κλπ (ταμπούρλο).

Ο χαρακτηρισμός σιδηρόδρομος προκύπτει από την προσομοίωση του διαβαθμιζόμενου ήχου του ταμπούρου με τον επίσης (λόγω φαινομένου ντόπλερ) διαβαθμιζόμενο ήχο των γραμμών όταν περνάει το τρένο.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα ντράμερ-σιδηρόδρομου, Vinnie Appice.

— Πω πω τι παίζει το παλικάρι; — Κανονικός σιδηρόδρομος!!
— Φίλε και με κουβάδες παίζει αυτός!

(από Abas, 09/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καθυστερημένος.

Αυτός που συχνάζει στα μπουζούκια μπας και του κάτσει καμιά χαζογκόμενα.

Συνήθως ο μπουζουκάγκουρας-μπουζουκοπίθηκος είναι ιδίας καταγωγής με τον αυστραλοπίθηκο. Αφού καθίσει σε ένα τραπέζι που χωράνε άνθρωποι στις διαστάσεις του Τζον Κόρφα και δώσει 150 ευρώ για μια φιάλη νοθευμένο τσόνι η κατεσάρ, σηκώνεται να κάνει το κομμάτι του χορεύοντας ποζεροζεϊμπέκικο, με το τσιγάρο στο στόμα και τον νταλγκά να τρέχει απ' τα μπατζάκια.

- ... Μετά την εξεταστική, μαλάκες θα το κάψουμε! Θα πάρουμε τα καλύτερα νιαμού της σχολής και θα πάμε στον πούσταρχο.
- Τι λες ρε μαλάκα μπουζουκοκάγκουρα, τράβα μόνος σου!
- Ταγάρι...

(από kapetank, 09/03/10)(από kapetank, 09/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ιδιοκτήτης μουσικού στούντιο (οποιουδήποτε προσανατολισμού). Ενίοτε, ως στουντιάς μπορεί να αποκαλείται (καταχρηστικά) ο υπάλληλος / ηχολήπτης / λίγο απ' όλα πίσω απ' την κονσόλα τυπάς που βρίσκεται στον χώρο, όταν ο κατεξοχήν στουντιάς την έχει κάνει (προσωρινά ή μη) για διάφορους λόγους από το στούντιο.

  1. Γενικά από την behringer μόνο ορισμένα πεταλάκια της συμπαθώ!!! Και να απαντήσω στον φίλο X-minor τα αλλουμινένια ηχεία εγώ προσωπικά τα λατρεύω... Είχα και εγώ την επιφύλαξή μου όταν τα πρωτοείδα αλλά όταν έπαιξα στην 4x10 καμπίνα της Hartke με την gallien μου έπαθα πλάκα... Δεν έχω ακούσει καλύτερο συνδιασμό... Και ο στουντιάς που τα είχε μου είπε πως είναι πολύ λιγότερο ευπαθή από τα άλλα... (Εδώ)

  2. Απο δω και περα,κριτηριο για το αν παμε σε ενα στουντιο ή οχι 8α ειναι και αν εχει τσαμπα cafe... επισης αν μας κερασει pizza ο στουντιάς ή αν μας κανει και το τραπεζι ακομα καλυτερα ... (Εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified