βιλλόφατσα, βιλόφατσα

Στα κυπριακά είναι ο ψωλομούρης, ο dickhead ή dickface αγγλιστί, δηλαδή ο πολύ άσχημος, αλλά είναι και γενικότερα βρισιά. Εκ του βίλλα, βίλα (=πέος) και του -φατσα.

1. - apla enan kopeloui en tha asxolitun etsi skedio me tin kopeluaa! so men xonese piso p to daxtilo su r villofatsa je men nekatonese me tin kopeloua! [...]
- aman se gamisww en na doume pios en na i villofatsa [...]
-kalan r inta villa su mpennei esena pou katw j peripezeis tin kopellua;stile ksana j vale onoma na dume inta villofatsa eise esu

2. inda ahristiii isasten re pelee ! kanenas enene teleios je oson gia to pasha piene de tin vilofatsa sou je fkarton skasmo gamoto eginan mou ouloi krites

3. MEN KSANATOLMISIS NA PIS TIPOTA GIA TIS BELIEBERS RE VILOFATSA.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του κυπριακού βίλλα (=πέος), είναι η κυπριακή εκδοχή του ψωλομούρης, του dickhead/ dickface αγγλιστί, σημαίνει δηλαδή τον πολύ άσχημο και αποκρουστικό. Χρησιμοποιείται και ως βρισιά.

1. ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΡΟΚΑΤΑΛΗΨΗ ΣΤΑ ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΑ ΛΑΘΗ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΑΛΛΑΣ ΛΑΛΕΙ Ο ΒΙΛΛΟΜΟΥΤΣΟΥΝΟΣ... ΔΕΤΕ ΤΑ

2. Ξεφούσκωμα λαστίχων σπίθκιών που δεν έχουν γκαράζ αλλά έχουν αυτοκίνητα καλά παρκαρισμένα πόξω. Τούτον δεν έσιει να κάμει καθόλου με αρχιτεκτονική αλλά κατά γενικήν ομολογίαν όσο πιο καλό το αυτοκίνητο τόσο πιό βιλλομούτσουνος τζιαι νεόπλουτος ο οδηγός (ξέρετε, πούροι της λίρας που εκάπνιζεν τζι ο πατέρας τους τζιαι μουσούθκια όπως τον κώλο του πιθήκου). Τούτον θα το κάμουμεν καθαρά που διασκέδασην διότι τζιαι οι επαναστάτες έχουν ανάγκην την υγιήν ψυχαγωγίαν.

3. Ο βιλλομούτσουνος Αρχιεπίσκοπος αν τολμά να σχολιάσει ακόμα μια διαφορετική σύγκλιση.

Κόμμωση τ. "dickhead". (από Khan, 24/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυπριακή κατάρα / μπινελίκι με αρχαιότατες Αριστοφανικές ρίζες. Εκ του ῥαφανιδόω, χώνω ῥαφανῖδα (ραπανάκι) εκεί που δεν πιάνει ήλιος. Έτσι τιμωρούσαν τους μοιχούς οι Αθηναίοι: όταν οι βάρβαροι ευρωπαίοι τρώγανε ραπανάκια, εμείς οι Έλληνες τρώγαμε ραπανάκια.

Ειρήσθω εν παρόδω ότι σε αντίθεση με το αγγούρι που ενίοτε δροσίζει τον αποδέκτη του, ο ράπανος εμπεριέχει ερεθιστικά δια τον πρωκτόν οξέα που αποκλείουν κάθε ενδεχόμενο παράπλευρης απόλαυσης, τουλάστιχον στην χαρτογραφημένη πλειοψηφία.

Αντιδάνειο: johnblack & khank.

- «τί δ'ἤν ῥαφανιδωθῆι τέφρα τε τιλθῆι» (Ἀριστοφάνους Νεφέλαι, στ. 1083)

sarant: - Φαίνεται ότι και οι αρχαίοι ημών πρόγονοι τα είχαν μακρουλά τα ρεπάνια τους, πάντως, διότι αν θυμάστε από τον Αριστοφάνη, συνήθης τιμωρία των μοιχών ήταν να τους χώνουν μια ραφανίδα εκεί που ξέρουμε όλοι

Τιπούκειτος: - Σχετικά με το αριστοφανικό aside (...) για την τιμωρία των μοιχών στην αρχαιότητα, θα ήθελα να καταθέσω τη σημερινή κυπριακή βρισιά/κατάρα «Στον κώλο σου ρεπάνι», η οποία αποδεικνύει μεταξύ άλλων την αρραγή τρισχιλιετή συνέχεια της φυλής και της γλώσσας μας και των ρεπανιών μας (για τους κώλους μας δεν τίθεται καν ζήτημα) (...) Η αποτελεσματικότης της κατάρας «στον κώλο σου ρεπάνι» δεν απορρέει, νομίζω, από το ευμέγεθες των εν Κύπρω ραφανίδων, αίτινες είναι ήκιστα μακρότεραι των εν Ελλάδι, αλλά μάλλον από τα οξέα τα οποία περιέχονται εις την σάρκα των ορεκτικωτάτων τούτων ζαρζαβατικών.
(δαμαί)

βιλλιές σσιηστές τα μέτρα τους,
στον κώλον τους ρεπάνι
εκάμαν τα σιεσσιέ γιαχνί
τζιαι ο λαός ξιάννει
(τζειαμαί)

- Ε έ; Τζιαί τωρά εκακοφανίστηκεν; Στον κώλον του ρεπάνι. Μα αν ήταν να ειδοποιείται τζι' ο κάθε μούτσιος για τες στρατιωτικές μας ασκήσεις, ήταν νά 'μαστεν για τα παναύρκα. (τζειαχαμαί)

Τιμωρία για τους αντεπαναστάτες (από Vrastaman, 25/06/12)Βασίλης Ράπανος: θα μάς πάει "ρεπάνι και καρότο"? (από Vrastaman, 25/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μαλακία, η παπαρολογία, η υπερβολή.

Κυπριακό ιδίωμα, εκ του λαφαζάνης που σημαίνει μπουρδολόγος.

- Το 2007, ο σεβαστός Harry Frankfurt του πανεπιστημίου Princeton εξέδωσε ένα εξαίρετο δοκίμιο-σύγγραμμα με τίτλο “On Bullshit”, το οποίο προκάλεσε έντονες συζητήσεις στους ακαδημαϊκούς κύκλους της πολιτικής φιλοσοφίας. Αρχίζει το πρώτο κεφάλαιο σημειώνοντας ότι «ένα από τα πιο χαρακτηριστικά γνωρίσματα της κοινωνίας μας είναι ότι υπάρχουν παντού λαφαζανιές (bullshit)». O Frankfurt καταλήγει, καθοδόν προς την ανάπτυξη μιας «περί λαφαζανιάς» θεωρίας (σοβαρομιλώ).
(δαμαἰ)

- Η ιστορία της αξιολόγησης της Τουρκίας, το ορόσημο του Δεκέμβρη και οι κυρώσεις, που θα έπρεπε να της επιβληθούν και οι πολιτικές «λαφαζανιές» των ηγετών μας, συνθέτουν την νέα πολιτικο-διπλωματική καταστροφή, που υπέστη η Κύπρος εξαιτίας της ανεπαρκούς πολιτικής της Κυβέρνησης Χριστόφια.
(τζειαμαί)

-Τεράστιες τσιόφτες, λαφαζανιές και ηθοποιηλίκια περιλάμβανε η χτεσινή ανακοίνωση της επίσημης Ομόνοιας.
(τσαχαμαί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται υβριστικώς για να δηλώσει χοντρή γυναίκα, που έχει και συναφή χαρακτήρα, δηλαδή χαρακτηριστικά όπως παχύδερμη, αδιάφορη, άτσαλη, ατσούμπαλη κ.τ.λ. Βεβαίως, ως βρισιά ενίοτε αποδεσμεύεται από την συγκεκριμένη σημασία της χοντρής και γίνεται πιο απροσδιόριστη.

Ο Ν. Σαραντάκος εδώ διερωτάται ποιο ζώο είναι η γκαμούζα και φαίνεται ότι προέρχεται από αιγυπτιακή αραβική λέξη για το βουβάλι, ενώ σε ελληνικά τοπικά ιδιώματα, όπως στην Κρήτη και την Κύπρο η τζαμούζα μπορεί να σημαίνει την βουβάλα ή την αγελάδα. Βλ. και εδώ.

  1. ΚΑΤΕΒΑ ΜΩΡΗ ΓΚΑΜΟΥΖΑ ΑΠ' ΤΟ ΜΗΧΑΝΑΚΙ ΚΑΙ ΤΟ ΧΩ ΚΕΡΩΣΕΙ !!!! (Εδώ)

  2. Η Μπεμπέ Λιλύ είναι ένα βουβαλομωρό που ψάχνει τον παππού. Όχι τον παππού της, έναν παππού γενικά. Του τηλεφωνεί στο σπίτι και απαντά μια κοπελιά (πιθανότατα η αποκλειστική που του προσέχει το χόλτερ) αλλά αυτή η γκαμούζα δεν τον δίνει στο τηλέφωνο αν δεν μάθει πρώτα ποιά τον ζητάει. (Εδώ).

  3. «Χέστηκα» θα μου πεις και θα 'χεις και δίκιο αλλά καλοκαίρι είναι και δεν υπάρχει λόγος να γίνεσαι γκαμούζα με τη πίκρα του πλησίον σου. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υβριστικά (ή απλά αρνητικά) ο καλαμαράς.

Από το πρόθεμα πουστο- + τη λέξη καλαμαράς.
Άλλα αντίστοιχα: πουστοτηλεόραση, πουστοκαφενές, πουστάνθρωπος, πουστοππεζέβεγκος κ.α.

(Το πρόθεμα πουστο- χρησιμοποιείται όπως και το κωλο- , π.χ. κωλοτηλεόραση, κωλοκεραία, κωλοδουλειά κ.α.)

Ήταν ένας πουστοκαλαμαράς στο περίπτερο που με αποκάλεσε κωλοκύπριο... έτοιμος ήμουν να κάμω καυγά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Κυπριακή διάλεκτος)
Ο γύφτος / ο άπλυτος / ο βρωμιάρης / αυτός που φοράει λερωμένα ρούχα.
(προφέρεται kilinjiros)

Επίσης λέγεται και κιλιντζιρούι

Πού να έρθω με αυτά τα ρούχα που είμαι σαν το κιλιντζιρούι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Κυπριακή διάλεκτος) Αυτός που είναι εντελώς χάλια εμφανισιακά / ο γύφτος / ο βρωμιάρης.

Ρε καταχάλη, σήμερα είπαμε να βάλουμε όλοι τα καλά μας!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Κύπριος, περιπαικτικά, υποτιμητικά ή και υβριστικά, ανάλογα με τα συμφραζόμενα. Από το χαρακτηριστικό ομώνυμο είδος κυπριακού τυριού.

Πρβλ. και τυρί για τους Λαρισαίους. Επίσης αυστριακοί, πουστοκαλαμαράδες, παγουράδες, γκασμάδες και άλλα πολλά.

  1. Από εδώ:

[...] είναι κάτι θερμοκέφαλοι τύποι που ακολουθούν κατά πόδας τον Μάλαμα [και τον Θανάση Παπ/νου] και φωνάζουν γηπεδικά συνθήματα υπερ του Μάλαμα ενώ γιουχάρουν τον Ιωαννίδη φωνάζοντάς τον χαλούμι(!). Τους την είπε στα ίσια ο Αλκίνοος αλλά οι τύποι δε μασάνε και συνεχίζαν να βρίζουν τον Ιωαννίδη. Μάλιστα όταν τραγούδησε τον Κεμάλ των Χατζιδάκι-Γκάτσου, φώναζαν «Καληνύχτα Ρεμάλ!» Γέλασα με την ευρηματικότητά τους αλλά στην τελική δεν είναι και τόσο αστείο πράγμα ο φανατισμός. [...]

  1. Από εδώ:

Ρε παιδιά γιατί μπλέκετε την πολιτική με το ποδόσφαιρο;Μιλάμε για έναν συγκεκριμένο ποδοσφαιρικό αγώνα.Εγώ θα είμαι στο γήπεδο και θα βρίσω και την Κύπρο και τους Κύπριους.Όπως βρίζω τη Μακεδονία,την Κρήτη,τα Γιάννενα,τα Τρίκαλα τη Ρώμη και τη Βρέμη.
Γιατί όταν είμαι στο Καραισκάκη είμαι Ολυμπιακός,δεν είμαι ούτε Μακεδόνας,ούτε Κύπριος,ούτε Κρητικός.Να πά να πηδηχτούν όλοι τους μόνο ο Ολυμπιακός υπάρχει μεσα στο Καραισκάκη.Όταν τελειώσει ο αγώνας είμαστε και με τους Κύπριους και με όποιον γουστάρει ο καθένας.
Αλλά δεν μπορώ να ακούω παραινέσεις μην βρίσετε τους Κύπριους γιατί τους πήραν το νησί οι Τούρκοι.Ε τότε να μην βρίζουμε και τα χανούμια που είναι πρόσφυγες;Και τους μπαοκτσήδες μήπως;Μήπως και τους βάζελους που είναι Έλληνες,αδέρφια μας και αυτοί;

Μπινελίκι και ξανά μπινελίκι από το ζέσταμα μέχρι να φύγουν με σκυμμένο κεφάλι τα χαλούμια. Μονάχα Ολυμπιακός.

  1. Από εδώ:

Είναι να τρελαίνεσαι με αυτή την ομάδα! Τη μία σε έχει στα ουράνια με τα ντόρτια και τις πεντάρες σε Χέρτα και Μπενφίκα και τη μία στα τάρταρα με εμφανίσεις όπως της Ανόρθωσης και η χθεσινή με τη Σεντ Ετιέν. Γίνεται το καλοκαίρι η κλήρωση με την κυπριακή ομάδα και πανηγυρίζει όλο το σύμπαν με τη σίγουρη πρόκριση. Κι έρχεται το… χαλούμι σε συσκευασία τριών τεμαχίων. [...]

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη Κυπριακή καθομιλουμένη, η λέξη χρησιμοποιείται με την έννοια του κερατά, δηλαδή κάποιου που του τα φορά η γυναίκα του.

«ρε τον ππουστοπεζζέβεγκον ιντα με περιπέζει;
λαλεί εν εις τον καφενέν ττάβλιν μιτά σου παίζει... » από εδώ.

Επίσης, ορισμός: «ππεζεβένγκης (ο) ουσ. (πληθ. οι ππεζεβένγκηες) ο κερατάς»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified