1. Η αναποδιά, όπως φαίνεται στην έκφραση τρώω ψωλιά.

  2. Μια μαλακοκουβέντα ή μαλακοκατάσταση, κ. παπαριά, αρχιδιά, μπαρούφα κττ., εξ ου κι ο ψωλέμπορας που τις πουλάει, ή κάτι το οποίο θεωρούμε σκέτη σαχλαμάρα.

  3. Δε ρήαλ θινγκ, η κίνηση του πέοντα τη στιγμή που τα φλόκια πετάγονται α λα Πήτερ Νορθ.

  4. Κυριολεκτικά πάλι, το γαμήσι.

  1. Αλλά πάντα έτσι δεν γίνεται; Χρηματιστήριο; Ψωλιά το 1992, ψωλιά το 2.000. Δάνεια; Ψωλιά το 95, ψωλιά το 2010.
    Δεν μαθαίνει ρε ο Ελληνας, δεν μαθαίνει.

  2. ...είχε και καλό χαρακτήρα, γλυκό πρόσωπο και άκουγε και Madrugada και όλες τις ψωλιές αυτές.

  3. … και με γέμισε με τα χύσια του με μια δυνατή ψωλιά….

  4. Κάθισα αποκαμωμένη στον καναπέ ευτυχισμένη όμως από τις δυνατές ψωλιές που έφαγα…

-όλα διχτυωτά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πεολειχία.

  1. Ξεκίνησε τα ερωτικά χάδια οριοθετόντας μια GFE συνεύρεση, που με έβρισκε απόλυτα σύμφωνο. Αφού με έγλειψε στις ρώγες και το λαιμό, πριν κατέβει χαμηλότερα, ανέλαβα να γευτώ τα στηθάκια της με τις μελανές σκληρές ρωγίτσες που θέριεψαν, και σε συνδυασμό με την εφύγρανση του γατιού της, που ένιωσαν τα δάχτυλά μου θωπεύοντάς την, άρπαξε τον πολεμιστή μου, του φόρεσε τη στολή της μάχης και μου πρόσφερε ένα απολαυστικότατο, από τεχνική και διάθεση, πεορούφηγμα, κοιτώντας με στα μάτια με ναζάκι και τσαχπινιά. Δεν άντεχα και πολύ, έτσι λοιπόν την ανέβασα επάνω μου και λικνιστήκαμε μετά φιλιών και χαδιών ώσπου με μια μαεστρική κίνηση την έβαλα από κάτω χωρίς να χάσω την διείσδυση, γεγονός που της άρεσε. Άντε να το κάνεις με καμιά μπουμπού αυτό...ή θα χάσεις τη μέση σου ή το καβλί σου! Κακά και τα δυό. Ενώ τα μικρόσωμα, άλλη χάρη. (Μπου).
  2. Στο δωματιο πολυ χαλαρη, χαδια και χουφτωματα παντου και στη συνεχεια ασκούφωτο πεορούφηγμα, όπου κατειχε αρκετα καλη τεχνικη,με αναλογη περιποιηση όρχεων. (Μπου).
  3. Οι επιδωσεις της στο τσιμπούκι πολυ καλες, γλειφει στοχευμενα, προσφερει ενα αργο και ποιοτικο πεορούφηγμα καθώς και πσβουράκι στα αρχιδια. (Ιερόδουλες).

Got a better definition? Add it!

Published

Το γαμήσι, ιδιαίτερα εάν αυτό πίπτει αγρίως.

Εκ της πούτσης (< πόσθη) και του γαμοσλανγκοτέτοιου -ιδι που προσδίδει στα ουσιαστικά ένα δυναμικό ζενεσεκουά (βλ. πιχί κλανίδι, κωλίδι, μουνίδι, τουμπίδι, ψωλίδι, κ.ταλ.).

Πιο βουκολικά εκφέρεται ως π'τσίδ'.

1.
«Άσε πια τον Καπουτζίδη, έλα να σου ρίξω ένα πουτσίδι»! #skliro_porno.

2.
Αφού ο άντρας δέχεται να του σκυλογαμάει ο σπιτωμένος εραστής τη γυναίκα και του αρέσει (μάλλον τρώει κανά πουτσίδι και αυτός), οκ.

3.
Κάποιες από αυτές, είναι ωραία κομμάτια, και δε νομίζω ότι θα έλεγε κάποιος όχι στο να πέσει κανα πουτσίδι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified