Αρχαιόκαυλη λέξη για το πέος, πιθανόν ίδιας ετυμολογίας με τον φαλλό.
Οι Τριβαλλοί έλαβαν την ονομασία τους επειδή είχαν τρεις φορές ένα βαλλίον;
Αρχαιόκαυλη λέξη για το πέος, πιθανόν ίδιας ετυμολογίας με τον φαλλό.
Οι Τριβαλλοί έλαβαν την ονομασία τους επειδή είχαν τρεις φορές ένα βαλλίον;
Got a better definition? Add it!
Το προεξέχον τμήμα του ανδρικού μορίου.
Το στήμα είχε ήδη εισχωρήσει στην οπή της.
Got a better definition? Add it!
Ετυμολογείται από το τουρκικό matrak = ρόπαλο < αραβικό مطرقة (matrakah = ξυλόσφυρο). Δοκίμως είναι είδος σφυριού με βάρος πάνω από ένα κιλό, σιδερένια παραλληλόγραμμη χοντρή κεφαλή και ξύλινη λαβή. Μεταφορικώς σημαίνει το πέος.
Άρχισε να τη βαράει με τον ματρακά του.
Got a better definition? Add it!
Αρχαιόκαυλη λέξη για τον φαλλό, το μεγάλο πέος. (Δες). Κυρίως σημαίνει: α) ουρά ζώου, β) χερούλι, γ) είδος βλαβερού εντόμου, δ) γλώσσα φωτιάς, ε) ράβδο, και μεταφορικώς τον φαλλό. Συνδέονται ετυμολογικώς οι λέξεις κερκίδα και Κερκόπορτα (=ουραία πίσω πόρτα).
κοῦ μοι τὸ δριμὺ σκῦτος, ἠ βοὸς κέρκος, ᾦ τοὺς πεδήτας κἀποτάκτους λωβεῦμαι; (Ηρώδας, Μιμίαμβοι).
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Το μεγάλο πέος. (Δες).
Με τρίτο πόδι βγήκε από το νοσοκομείο ο τριπόδαρος Τράμπαρος. (ΦΒ).
Got a better definition? Add it!
Αρχαιόκαυλη λέξη που δοκίμως σημαίνει: α) ρόπαλο σε σχήμα ατράκτου, β) γυμναστικό όργανο, που λέγεται και κορύνα. Συνδέεται ετυμολογικώς με τις λέξεις κόρυς και κόρυθος = περικεφαλαία. Μεταφορικώς σημαίνει το μεγάλο και σκληρό πέος σε στύση. (Δες).
Άρχισε να τη χτυπάει με την κορύνη του.
Got a better definition? Add it!
Αρχαιόκαυλη λέξη για το πέος, ετυμολογείται από το ρήμα σαίνω που χρησιμοποιείται και για το κούνημα της ουράς των ζώων, οπότε μεταφορικώς το πέος παρουσιάζεται σαν ουρά. (Δες).
Κουνούσε τη σάθη του από τη χαρά του μόλις την είδε.
Got a better definition? Add it!
Αρχαιόκαυλη λέξη για το πέος (δες), σημαίνει επίσης το δοχείο.
Έθεσε το κοτίλιον στην οπή της.
Got a better definition? Add it!