Η μαλακία, το τρομπάρισμα, η χειροτεχνία και χειράντλησις,η δια χειρός ηδυπαθής προστριβή του ερωτικού σωλήνος υπο την προυπόθεση οτι επιτελείται απο τον ερωτικό σύντροφο,με πλήρη ερασιτεχνισμό και τεμπελιά και δε συνοδεύεται απο περαιτέρω ερωτικές περιπτύξεις.

Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια στείρα, απαθή ερωτική πράξη και προδίδει την έλλειψη θέλησης του ερωτικού συντρόφου που την επιτελεί, να προχωρίσει περαιτέρω το μπαλαμούτι.Εφαρμόζεται κυρίως στην αρχή και τα πρώτα ραντεβού μιας σχέσης και παραλληλίζεται ως προς τη δυσαρέσκεια του δέκτη με την αερόπιπα

-Τί έγινε ρε μαλάκα με το Ποπάκι, έβαλες; -Μπά, αρχίδια...Με τα χίλια ζόρια μου έκανε μια πεοχειραψία -Ούτε λίγο στοματάκι η καριόλα; -Γάμησέ τα..

Got a better definition? Add it!

Published

Και τώρα προσδεθείτε στις θέσεις σας για ένα σεμνό και ταπεινό απάνθισμα ονομασιών του πέοντα και των καλαμπαλικίων στις νεοελληνικές ντοπιολαλιές.

  • βάσανο, λόγω απαγορεύσεων και κακουχιών που επιτρέπουν στον πέοντα να εκτονώνεται σπανίως%
  • βίλλα (Κύπρος). Οι μορφές βιλλίν και βίλλος παίζουν από τον μεσαίωνα.%
  • γκαφλί (Κοζάνη)%
  • δαυλί (Αρκαδία)%
  • κακαλιά, το δέντρο%
  • καραμπίνα. Τα όπλα είχαν την τιμητική τους και στην αρχαιότητα (πιχί σαυνίον, δόρυ)%
  • κολόκα, η κολοκύθα%
  • κομπαρούλα, κόμπος (Θήρα)%
  • κουκούνα (Εύβοια)%
  • κουμπούρα (Σπάρτη)%
  • κρεμαντέλια, ο πέοντας και οι όρχεις μαζί επειδή κρέμονται (Ανατολική Ρούμελη)%
  • λάλα, η κάμπια, το πέος μικρού παιδιού. Βλ. και Λαλιώτης.%
  • ματζαφλάρι, το κρεμαστάρι (Βιθυνία)%
  • μασουράκι, μικρό μασούρι, το πέος μικρού παιδιού (Στερεά Ελλάδα)%
  • μέντζος, σκύλος (Μακεδονία). Η λέξη κύων χρησιμοποιείται από αρχαιοτάτων χρόνων.%
  • μονόματος (Τριχωνία). Αγγλιστί: one-eyed trouser snake.%
  • μπίλι, αιχμηρό κομμάτι ξύλου (Πελοπόννησος). Και στην αρχαιότητα έπαιζαν τα ορθίας (κατάρτι πλοίου), πάτταλος (πάσσαλος).%
  • μπιτχάς (Γιάννενα)%
  • μπουρνιδόρος, μπουρνί, πήλινο δοχείο (Ιθάκη)%
  • μπουτσαρίκα (Μακεδονία). Βλ. και το ηρωικό θα μου κλάσετε τον μπούτσον.%
  • μπράνα, είδος ποταμίσιου ψαριού (Ήπειρος)%
  • παλιατζίκος. Για τους ταλαίπωρους πέοντες%
  • παντέρημος. Βλ. αντίστοιχο«ρημαδιακό» για το αμνί.%
  • παύλος (Σφακιά)%
  • πόντσος (Μάνη)%
  • πουτσάκι (Κέρκυρα), πουτσάκλα (Τριχωνίδα), πουτσάρα, πουτσαράκι (Πελοπόννησος), πουτσαρέλα (Κέρκυρα), πούτσαρος (Πελοπόννησος), πουτσί, πουτσίδι (Θεσσαλονίκη, Στερεά Ελλάδα)%
  • πυρόβολος (Θεσσαλονίκη)%
  • ράι, η ουρά (Ικαρία)%
  • ρόζος (Κρήτ.) Χρησιμοποιείται και για το αιδοίον.%
  • σερμαγιαλής, αρχικά σημαίνει κεφαλαιούχος. Ο πουτσαράς (Ν.Α. Αιγαίο)%
  • σινακλίκια, ζώνη οπλισμού (Κύπρος)%
  • σπαθί, το πέος τράγου (Πελοπόννησος)%
  • συδριβίδι (Δ. Κρήτη)%
  • σύνεργο (Θεσσαλονίκη, Πήλιο) Βλ. δημώδες «Γιατρέ που σ' αρέσουν τα κορίτσια, πιάσε τα σύνεργα τα μούνεργα και πάρε μου την πούτσα και χώσ' τηνα στον κώλο σου να κάνει πλάτσα-πλούτσα».%
  • τζένιο (Κρήτη)%
  • τομπρούκι, μεγάλος κορμός δέντρου (Στερεά Ελλάδα) τουφέκι (Εύβοια)%
  • τριλέτρι (Μεγίστ.) (κυριολεκτικά = τριπλό άροτρο)%
  • τσακμάκι (Θεσσαλονίκη). Otusbir çekmek («τα 31 τσακμακώματα») αποκαλείται η μαλακία στην φίλη γείτονα.%
  • τσουτσούνα (Κύπρος και αλλού)%
  • ύπουργα, αρχίδια και πούτσος μαζί (Λευκάδα)%
  • χαλάτι, το παλαμάρι (Ήπειρος)%
  • χαρχαγκέλια, οι κρεμάμενοι πέων και όρχεις (Σέρρες)%
  • χρειασικό, αγροτικό εργαλείο (Μακεδονία)

Αρχίδια

  • αβγά. Βλ. και την άλλη αυγών%
  • αμάλαγα, αυτά που δεν πρέπει κανείς να αγγίζει%
  • αμαρτωλά. Βλ. άσμα «Σου δίνω πίσω σου δίνω πίσω το μήλο μου δάνεισες δώσε μου πίσω δώσε μου πίσω το πλευρό μου και ξοφλάμε».%
  • αμελέτητα%
  • αμίλητα. Η σιωπή των αχ-αμνών.%
  • αχαμνά%
  • αποκατινά%
  • βαριδάκια, βαρίδια%
  • βόλια (Χίος) Βλ. και καλό βόλι, βωλαράκια (Κρήτη)%
  • γείτονες. Χρησιμοποιείται από αρχαιοτάτων χρόνωνε, όπως και το παραστάται.%
  • δέκαρα%
  • δεκαράκια (Πελοπόννησος)%
  • ζουβάχια (Κρήτη)%
  • καρύδια%
  • κοκόβια (Χίος)%
  • κούρκουτα (Κρήτη)%
  • λυμπά (Κύπρος)%
  • μπάλες%
  • μπομπόλια (Κέρκυρα, Θεσσαλονίκη)%
  • τέτοια (Μάνη, Κρήτη)%
  • τρυφερά, τρυφερούλια%
  • φαμελιά (Κοζάνη)%
  • ψαχνά

Πηγές: Μαρία Βραχιονίδου, «Οι ονομασίες των γεννητικών οργάνων στα νεοελληνικά ιδιώματα και διαλέκτους», Selected Papers (Democritus University of Thrace, 2012), το σλανγκρρρ και το νέτι.

So preach us of your willy or John Thomas (από σφυρίζων, 10/09/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γνωστό και ως πιο βρωμερό μέρος στο σώμα του άνδρα.

Πρόκειται για την περιοχή ανάμεσα στο πέος και τον πρωκτό και, ειδικά το καλοκαίρι, χρειάζεται ειδική περιποίηση με το σφουγγάρι στο μπάνιο.

Eντάξει ρε μλκ, δεν της είπα να με φιλήσει και στη συνδεσμολογία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά εκπομπή της κρατικής τηλεόρασης στα '80ς, η οποία καθιέρωσε ως δημοσιοκάφρο τον Γιώργο Παπαδάκη. Εννοείτο στον τηλεοπτικό «αέρα» της «ζωντανής» αναμετάδοσης, αλλά η έκφραση σλανγκίστηκε για να δηλώσει τον μπαργαλάτσο και τους δυο συγκατοίκους του.

Ασίστ: πιάνω πουλιά στον αέρα.

Το ανέκδοτο της εποχής:

-Τι βλέπει ο Πόντιος όταν κοιτάζει προς τα κάτω στο μπάνιο;
-;
-Τρεις στον αέρα!

-Ποια είναι η αγαπημένη εκπομπή του Πόντιου;
-;
-Τρεις στον αέρα. κ.ο.κ.

Ήταν απ\' τους τρεις ο μακρύτερος! (από Dirty Talking, 26/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Αρίων ήταν θρυλικός μουσικός της αρχαιότητας. Προς τιμήν του έχουν βγει τα μουσικά βραβεία «Αρίων» που βραβεύουν διάφορες κατηγορίες τραγουδιστών. Η Ανίτα Πάνια στα «παρατράγουδα» θέσπισε σλανγκικώς τα δικά της βραβεία «Παπαρίων» για να βραβεύει τους αστέρες της βλ. πού είναι ο Βάγκνερ, πού είναι ο Πουτσίνι;, ο σχιζοφρενής δολοφόνος με το πριόνι και πάνιδα. Κατ' επέκταση Παπαρίων είναι ο οποιοσδήποτε παπάρας, ιδίως αν είναι τραγουδιστής.

Κέρδισε το Βραβείο Παπαρίων και πάει ολοταχώς για το Βραβείο Kavli!

Καβάλα στο αδελφίνι τον κόσμο γύρισα... (από Hank, 19/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναγραμματισμός της λέξης παπάρι.

Μια πιο «καμουφλάζ», πιο κόσμια, έκδοση. Μάγκικος τρόπος έκφρασης όταν δεν θέλει κανείς να γίνει άμεσα χυδαίος.

Την επόμενη φορά που θα γίνει τέτοια μαλακία, θα πάρετε όλοι σας το ριπαπά!

Σύγκρινε με ποδανά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως χρησιμοποιείται μόνο η λέξη παπάρια. Το χρησιμοποιούμε για να πούμε ότι είναι ψέματα.

- Γάμησα χτες μια...
- Παπάρια μέντολες. Όλο τα ίδια λες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified