Further tags

Οι θαμώνες της πλατείας Ν. Σμύρνης και συνεκδοχικά οι φίλαθλοι του Πανιωνίου -κυρίως οι μπασκετικοί- που συχνάζουν σε αυτήν.

Οι «Πάνθηρες» και οι λοιποί Πλαταιείς είχαν ανοίξει πόλεμο με τον Μπέο (από την ιστοσελίδα του sportime).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκαούγκαγκας, βλακόμετρο, γκάου-μπίου.

- Κοίτα ρε τον τυπά εκεί στη γέφυρα. Πάει να κάνει μπάντζι-τζάμπινγκ χωρίς σκοινί.
- Μιλάμε αυτός έχει κάψει φλάτζα. Θα γκρεμοτσακιστεί και μετά θα του κάνουνε τα εννιάμερα. Αιωνία η μνήμη!

Βλ. και καίω φλάντζα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Γίνομαι φραπόγαλο»: ταρακουνιέμαι πολύ (από την άτσαλη οδήγηση κάποιου, από το καράβι όταν έχει κύμα, από κενά αέρος κατά την πτήση κλπ.).

Μην το πας από τις λακκούβες ρε Γιάννη, φραπόγαλο γίναμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται από τους μηχανόβιους η σούζα που η κλίση της υπερβαίνει τις 40 μοίρες και έχει μεγάλη διάρκεια. Μα πολύυυ μεγάλη διάρκεια όμως! Κλασσική καγκούρικη τακτική για να βγάλει κάποιος σελογκόμενα.

(καγκουροκουβέντα)
- ...και κάνω μια έτσι και τι βλέπω;! Τον Σάκη να πηγαίνει πορεία με το στρογγυλοφάναρο!
- Αυτό που δεν είδες είναι ότι έφαγε ένα μεγαλοπρεπές καπάκι μετά από 100 μέτρα! Είναι στον γύψο τώρα..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ της λέξεων τούμπα και κωλοτούμπα.

Χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει κάτι ή κάποιον που κινείται πολύ γρήγορα. Τυγχάνει ευρείας χρήσεως από μετέχοντες εις το μηχανοκίνητο άθλημα της κόντρας, όταν περιγράφουν γρήγορα αυτοκίνητα ή μοτοσυκλέτες.

- Άναψε το φανάρι και το τσίτωσα, αλλά που να τον πιάσω. Το Evo πήγαινε τουμπιώντας.

- Όταν πήρε χαμπάρι ο φλώρος ότι θα τον έσκιζα, έφυγε κωλοτουμπιώντας. Φτερά στα πόδια σου λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά, το μεγάλο χαρτονένιο κουτί.

Εδώ, το καινούργιο διαρκές αγαθό, όχι μεταχείρα και σε καμία περίπτωση φθαρμένο ή σαπάκι.

Μόλις δηλαδή βγήκε και καλάουα από την κούτα του και συναρμολογήθηκε.

Κυρίως χρησιμοποιείται για μηχανάκια.

  1. Φιλε μην τα λες σε εμενα αυτα
    εδω τα περισσοτερα λεφτα που εδωσα στην ζωη μου ηταν 4.000 ευρω για την μπεμβε.
    Εσυ ποσο ειπαμε πειρες το ντενεκε σου ;;;

:2funny::2funny::2funny:

o ΝΤΕΝΕΚΕΣ ειναι ΚΟΥΤΑ φιλε...
οχι αρχαιολογια του 1821.

ειχες και εσυ στα νιατα σου το 1916 ΚΟΥΤΑ μηχανακι, και νομιζω πως ξερεις τη διαφορά..εδώθε

  1. Καταρχάς πόσα χρήματα διαθέτεις.........γιατί στην κατηγορία μοτάρντ κούτα υπολόγιζε κοντά στα 6-7 χιλιάρικα. Τι θες να κάνεις με αύτο το μηχανάκι, την χρήση που το παίρνεις δηλ. γιατί μία λες για sm μία για enduro, καμία σχέση το ένα με το άλλο.....
    να μειώσεις λίγο τις επιλογές γιατί έτσι χύμα στο κύμα δεν θα κατασταλαξεις ποτέ....εκείθε

Μπεβερλυ 300 ΚΟΥΤΑ  (από perkins, 24/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δημοτομπατσοβανάκι είναι το όχημα της δημοτικής αστυνομίας που έχει μέσα κάτι χασομέρηδες με μπερέδες που τα ξύνουν, ενίοτε σου καρφώνουν και καμιά κλήση.

Πριν λίγη ώρα, μια ομάδα Δελτάδων μαζί με Φασίστες επιτέθηκαν στους μετανάστες έξω από την ΑΣΟΕΕ. Ένα δημοτομπατσοβανάκι σπάστηκε ελαφρώς από τους μετανάστες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αγάπη του για την τετρακίνηση εκτός δρόµου είναι δεδοµένη. Λάτρης των οικογενειακών εκδροµών στην ύπαιθρο, σε µέρη όπου τα άλλα αυτοκίνητα είναι αδύνατο να τα βγάλουν πέρα. Στον ιδιοκτήτη τζιπ, οι συνήθειές του είναι τα τριήµερα µέχρι και πολυήµερα µακρινά ταξίδια του µέσα από λαγκάδια, βουνά, λάσπες, νερά και χιόνια.

Περασμένα μεγαλεία ρε φίλε, πρόπερσι είχαμε πάει Καιμακτσαλάν... αλλά τώρα με αυτή την κρίση δεν έχει τέτοια, το σκεφτόμαστε και για Παρνασσό.

τζιπατος φωτο (από stratos98, 13/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σλανγκ συναντάται στον χώρο τις αυτοκίνησης και συγκεκριμένα των κοντράκηδων.

Όταν ένας κάτοχος γρήγορου αυτοκινήτου αποκαλείται (ειρωνικά συνήθως) βατραχάνθρωπος ή ντύθηκε βατραχάνθρωπος, αυτό αυτόματα παραπέμπει στο γεγονός ότι το αμάξι του φέρει εξοπλισμό υπέρ-εύφλεκτου μίγματος Νίτρο! (ΝΟS)

Η σύνδεση του όρου πηγάζει από την μορφή που έχουν οι συγκεκριμένες μπουκάλες που είναι πανομοιότυπες με αυτές που φορούν οι βατραχάνθρωποι!

- Ο Μήτσος θέλει να τα πατήσετε και λέει κιόλας ότι σε παίρνει.
- Με το Μήτσο ρε μαλάκα θα βάλω κόντρα; Αυτός φαίνεται από χιλιόμετρα ότι ντύθηκε βατραχάνθρωπος!

NOS (από tractioner, 02/04/11)(από tractioner, 02/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τζιποκόπανος: κλασσικός ορισμός νεοέλληνα (ελληνίδας) νεόπλουτου (νεόπλουτης) που, οδηγώντας το μεγαλύτερο τζιπ που υπάρχει, προσπαθεί να δείξει στους υπόλοιπους είναι ο καλύτερος /-η, αδιαφορώντας ή μην έχοντας ιδέα ότι: 1. Γίνεται ενοχλητικός /-ή γιατί δεν ξέρει να οδηγεί, 2. Γίνεται ενοχλητικός / -ή γιατί παρκάρει όπου να 'ναι (αφού έχει τζιπ θα καβαλήσει ακόμα και τα πιο ψηλά πεζοδρόμια) 3. Τον/την κοροϊδεύουν όλοι γιατί ίσα που φτάνει να δει πάνω από το τιμόνι.

Για κάποιον που μόλις πήρε τζίπ:
- Πάει και αυτός, έγινε τζιποκόπανος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified