Όλα μέσα. Έκφραση χρησιμοποιούμενη για γυναίκα ανοιχτή, ή άνδρα ομοίως όπενχολ, έως χωνί, από κατόψεως διαμέτρου εμπροσθίου και οπισθίας οπής.

Υπονοεί την ευρύχωρη γυναίκα, ή άνδρα δυνάμενη-ο να ικανοποιήσει-φιλοξενήσει άνω του ενός μουσαφιραίων, μετά των αβγουλακίων τους, ήτοι ορχεόσακκων, μετά της φυσικής μάλλινης επενδύσεώς των.

- Ιωσήφ, κρύο κάνει, πάμε να κάνουμε μια ερωτική συνεύρεση με τον Φίφη, που είναι σε οίστρο;
- Άσε μωρή, μη σπάσουμε κανά γεννητικό μόριο… Πάμε στον Τασούλη που είναι all-in και θα βάλουμε και τα μπαλάκια μέσα να ζεσταθούμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνουσιάζομαι έτσι και έτσι, χωρίς ιδιαίτερη όρεξη.

Χρησιμοποιείται όταν ο μπήχτης βάζει από υποχρέωση, απλά και μόνο επειδή του ζητείται από την δικιά του, χωρίς ο ίδιος να γουστάρει εκείνη τη χρονική στιγμή.

Ο βάζων ντεμί συνήθως δεν ολοκληρώνει τη συνουσία, αφήνοντας το μωρό του ντεμί-ικανοποιημένη.

- Πώς πάει ρε, διαβάζεις καθόλου για τις εξετάσεις;
- Ε προσπαθώ, αλλά έχω και τη δικιά μου που θέλει όλο κόλπα και δεν προλαβαίνω, τι να κάνω δεν ξέρω, άσ' τα.
- Θα σου πω εγώ ρε. Βάλε ντεμί και διάβασε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιθετικός προσδιορισμός, που δύναται να περιγράψει αποκλειστικά εκπροσώπους του θεωρούμενου ως «ισχυρού» φύλου.

Οι έχοντες πέος λοιπόν, το χρησιμοποιούν να «γεμίζουν» τυχόν αδειανά - και πιθανώς άπατα - μέρη του ανθρώπινου σώματος του συντρόφου τους.

Χρησιμοποιείται αποκλειστικά σε περιπτώσεις μόνιμων σχέσεων.

- Είδα τον Κώστα και τη Τζίνα (εναλλακτικά: τον Κώστα και το Γιάννη) εχθές να περπατάνε χεράκι-χεράκι.
- Ναι ρε, αφού είναι ο γεμιστήρας της (εναλλακτικά: αφού είναι ο γεμιστήρας του) εδώ και πέντε μήνες.

Αν ο πέοντας είναι γεμιστήρας, τότε το μουνί είναι όπλο? (από Vrastaman, 22/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση νέας εσοδείας, την οποία αλίευσα σε άρθρο της εφημερίδας Real News. Αναφέρεται σε κατάθεση νυν μοναχού, ο οποίος στο παρελθόν και σε μικρή ηλικία έπεσε θύμα των άρρωστων ορέξεων του παλαιοημερολογίτη πατέρα Νύφωνα, του πατέρα που κατηγορείται για ασέλγεια εις βάρος ανηλίκων.

Η έκφραση, σύμφωνα με κατάθεση του παθόντος, ήταν έμμεση αναφορά στη γενετήσια πράξη, η οποία καθ' ότι γλυκιά, παρομοιάζεται με το μέλι. Βλ. επίσης κεχρί.

Το λήμμα αποδεικνύει, ότι κάποιοι πατέρες είναι δραστήριοι όχι μόνο σε θέματα κτηματομεσιτικά, αλλά και σε γενετήσια, και δυστυχώς εις βάρος αφελών νέων.

  1. Απόσπασμα άρθρου της εφημερίδας Real News:

«Σύμφωνα με τον μάρτυρα, η ηγούμενος τού είπε ότι τον επισκέπτονται οι δαίμονες και τού ζήτησε να πάει στο κρεβάτι του για να προστατευτεί. Εκεί άρχισε να τον χαϊδεύει, λέγοντάς του ότι έτσι θα τού μεταδώσει την απάθεια. Για διάστημα περίπου ενός χρόνου με καλούσε τα βράδια στο κελί του για να μού δώσει το μελάκι».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μέρος που είναι γεμάτο γυναίκες.

Συνώνυμα: μουνοθύελλα, Αιδοίον πέλαγος, μουνόλακκος κ.ά.
Αντώνυμα: αρχιδόκαμπος, πουτσοχώραφο κ.ά.

-Θα αλλάξουν λέει τη μυρωδιά του κόλπου με ειδικές βιταμίνες που θα τον κάνουν να μυρίζει ροδάκινο. Ελπίζω χωρίς το χνούδι γιατί έχω αλλεργία
-δηλαδή το Βελβεντό θα γίνει μουνόκαμπος;
-ο νομός θα γίνει ηβική χώρα
-ουτοπία, τα όνειρά μας παίρνουν σάρκα και οστά
-αντί για λεσβιακα θα βάζουν στις τσόντες γυναίκες να πίνουν χυμό ροδάκινο
-κατευθείαν να το γυρίσεις στο ρομαντικό εσύ
-Αφού είμαι ο Κωλέλιος (εδώ)

Γενικώς μουνόκαμπος η ΑΣΚΤ, γάμησέ τα. Ποτέ όμως δεν χέζω εκεί που τρώω οπότε ούτε με κοντάρι-ανύπαντρη/ ξανύπαντρη. Άσε που'ν'& αμόρφωτα...(εδώ)

-ρε φίλε πάλι εκεί θα πάμε για καφέ? εκει μαζεύει όλες τις φανταρίνες..
-ναι γάμα το.. μουνόκαμπος! #gynaikesstostrato

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το όνειρο κάθε άγαμου λιγούρη που βγαίνει σαββατόβραδο με την ελπίδα να γαμήσει. Ένας μουνόλακκος απαρτίζεται από πολλά άτομα γένους θηλυκού και από κανένα αρσενικό ον. ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΟ ΝΑ ΑΠΟΤΕΛΕΙΤΑΙ ΑΠΟ ΟΜΟΡΦΕΣ ΚΟΠΕΛΕΣ!!!

Άκου να δεις τι έπαθα χθες που βγήκα με την Μαίρη. Μου λέει: θα περάσουν και οι φίλες μου να σε γνωρίσουν. Ε, μετά από 10' σκάει μύτη ένας μουνόλακκος άλλο πράγμα!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιά από τον μαγικό κόσμο των ανωμαλιάρηδων: το ξυλίκι που τρώει ο μαζώ στα πλαίσια ερωτικών παιγνίων με ντόμινα (ενεργητική γκομενίξ).

Συνεκδοχικά, αυτό που επιφυλάσσει η μοίρα στον κάθε μουνόδουλο.

Αγγλικανιστί: pussywhip.

1. @strahd: να σου σκάσω ένα μουνοσκάμπιλο να σου πω εγώ μετά...!!!!!

2. ως μπαϊσεξουαλ αυτο το ποστ με κανει μαζοχιστη...θελω να παιξω μπουνιες , πουτσιες και μουνοσκαμπιλα με ολες/ους σας !!

3. Ναι , ετσι εχουν γινει τα δόντια σου απο τα μουνοσκάμπιλα που σου κανουν.

Got a better definition? Add it!

Published

Μπόνος (αγγλιστί Boner): ο ερεθισμός του πέους καθώς και της κλειτορίδας.

Συνηθέστερα χρησιμοποιείται στους άνδρες για τον ερεθισμό ή στην θέα μιας θεογκόμενας που μόλις πέρασε από μπροστά τους.

Πωωωω μουνάρα, φίλε μου 'ρθε μπόνος.

Επίσης μπορεί να αντικατασταθεί με τη λέξη «πόνος» στην γνωστή φράση: δώσε πόνο! ('Δώσε μπόνο'').

(από allivegp, 14/10/11)Χιμπατζήδες Bonobo, οι πιο σεξουαλικά δραστήριοι στο ζωικό βασίλειο (από Vrastaman, 17/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπουκλόνι, το - (πληθ): μπουκλόνια.

Πεολειχία, στοματικός έρως προσδιδόμενος προς άρρεν (από άρρεν ή θήλυ ή trans ή by ή bye-bye... δεν έχει σημασία).

Συντομογραφία του «τσιμπουκλόνι».
Συγγενής ρίζα με το «μπουκώνω»...

... και με πλακώνει σε κάτι μπουκλόνια το γκομενάκι φίλε... άσε !!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν έχει σχέση με τις αλλαξοκωλιές. Αναφέρεται όταν βάζουμε μόνο την άκρη του πέους κοινώς πουτσοκέφαλο, εις τον πρωκτό. Με λίγα λόγια είναι σαν να βάζουμε την μύτη. Οι μυτοκωλιές γίνονται συνήθως σε γυναίκες που δεν είναι συνηθισμένες στον πρωκτικό έρωτα, ώστε να μην τις πονέσουμε πολύ.

- Ρε μωρό μου, μη μου κάνεις μυτοκωλιές, δεν είμαι καμιά παρθένα!

(από boulgaroktonos, 03/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified