Further tags

Η μπολικούρα σε πρακτικό και καθημερινό επίπεδο δηλώνει την αναίτια και μη πρακτική προσθήκη εξαρτημάτων οποιασδήποτε μορφής (βλέπε κάγκουρες), ή, στην περίπτωση του προφορικής επικοινωνίας, την εκφορά προφορικού λόγου με ανούσιο (πολλές φορές) και επιτηδευμένο λεξιλόγιο, ή την σύνταξη γραπτού λόγου με χρήση των χαρακτηριστικών που αναφέρθηκαν αμέσως πριν.

Η έκφραση μπολικούρα δηλώνει επίσης την επίδειξη συμπεριφορών με σκοπό τον εντυπωσιασμό των παραληπτών του μηνύματος μέσω της επιτηδευμένης υπερβολής του αρχικού συντάκτη.

Μία ακόμη μορφή της λέξης περιγράφει κάποιον που συγκεντρώνει το σύνολο των χαρακτηριστικών της προηγούμενης παραγράφου, ο οποίος και δηλώνεται ως μπολικούρας (για κάποιο μυστήριο λόγο, ο χαρακτηρισμός δεν συναντάται σε άλλο γένος πέραν του αρσενικού).

Δυστυχώς, η μπολικούρα κυριαρχεί πλέον στις ζωές μας, από τον πολιτικό και ακαδημαϊκό λόγο, τα ΜΜΕ, έως την επίδειξη και την ατελείωτη ποζεριά των συνανθρώπων μας...

  1. — Πήγα να κάνω το κείμενο και έπηξα για να γράψω 3 σελίδες...
    — Εμ τι τις θες και εσύ τις μπολικούρες; Γράψε δυο-τρεις μαλακίες και δώσ' το.

  2. Πολύ μπολικούρας ο Γιωργάκης... Λες και έχει κηρύξει σταυροφορία κατά του μινιμαλισμού.

(από Vrastaman, 24/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι αποκαλούνται συλλήβδην όλοι οι υπήκοοι του προς Βορρά κρατιδίου της Φυρομίας aka Βαρντάρσκα ή Ντράβσκα Μπανοβίνα, που προήλθε από τη διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας.

Ο πληθυσμός των Ρομά που εγκαταβιούν στο εν λόγω κρατίδιο ανέρχεται στο υπολογίσιμο 10% του συνολικού πληθυσμού, τρίτο ποσοστό μετά τους σλάβους και τους αλβανούς, ενώ και οι πολιτισμικές επιδράσεις του Ρομά στοιχείου είναι ιδιαίτερα έντονες στη χώρα αυτή.

Το λήμμα έχει μια σαφή μειωτική χροιά και χρησιμοποιείται από όσους δεν συμπαθούν τις ανιστόρητες, αλυτρωτικές διαθέσεις που εκφράζονται από την ηγεσία του κρατιδίου σε βάρος του Ελληνικού διαμερίσματος της Μακεδονίας.

  1. (από σισυφώνειο σχόλιο):
    Δεν είμαι μισάνθρωπος, αυτός είναι γυφτοσκοπιανός...αααααχαχαχαχα ααααααααα
    Και μ' αυτά που έγραψε, λίγα του ΄σουρα!!!

  2. (από εδώ):
    Ο Γυφτοσκοπιανός… πρόεδρος ήθελε να έρθει στην Αθήνα… με αεροπλάνο που θα έφερε τα σήματα της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ. Ο θρασύς… Για να μπορεί ο βλαξ να έχει τέτοια σήματα πρέπει να έχει την ελληνική έγκριση!... Τίποτε, ο γύφτος…δεν καταλαβαίνει… και φαντάσθηκε ότι μπορούσε … προκλητικά(!) να εισέλθει στην ελληνική επικράτεια… με τα πλαστά σήματά του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλος ένας κινηματογραφογενής χαρακτηρισμός γυναίκας, που σερβίρει κοτσάνες ένεκα αγνοίας της ελληνικής, είτε απλοϊκά είτε και με ύφος.

Η συμπαθής κατά τα λοιπά, ονοματοδοτούσα τον όρο ηθοποιός, αμόλαγε καδένα τα μαργαριτάρια (π.χ. αφίχθη ψες αεροπλανικώς, ο αστήρ ντεμπουντέρνει αύριο, τον εβάρεσε στο ζοριλίκι < Ζορό κλπ), στις ελληνικές ταινίες, όπου τα δουλικά αντιμετωπίζονταν με προκατάληψη (απλοϊκές χωριατοπούλες π.χ. την Κυριακή έχω έξοδος, το ολοκαύτωμα του Ζαρκαδίου κλπ, αστοιχείωτες π.χ. η Βάσια Τριφύλλη «Ο δασκαλάκος ήταν λεβεντιά» που έλεγε για το γαϊδούρειο ίππο και τον Οιδίπου τον τυραγνισμένο κλπ, επηρμένες π.χ. «Η σοφερίνα», γλωσσούδες π.χ. «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα», φαντασμένες π.χ. «Αχ αυτή η γυναίκα μου» ιδίως όταν παραβάλλονταν με τις σικ (sic) κυράδες τους (συνήθως την ανακτοπριμοδοτημένη κι ατάλαντη βουγιούκλω)…

Τη ρεβάνς όμως την πήραν στον «Ηλία του 16ου» (1959), όπου το δαιμόνιο ντουέτο Σακκελάριου-Γιαννακόπουλου κατάφερε αφ’ ενός καίριο πλήγμα στους νεόκοπους ψευτο-αστούς, (ξεφτιλίστηκαν μες στην Αστυνομία που ξεσκεπάστηκαν αφού είχαν φορτώσει τις ανομίες τους στο φτωχοκόριτσο), αλλά και νομιμοποίησε (!) την κλοπή εξ ανάγκης, κατά το σπανιόλικο θέσφατο «όποιος κλέβει κλέφτη έχει εκατό χρόνια συγχώρεση» (el que roba un ladron, tiene cien anos de perdon).

Αυτό το ζώο, που θέλησε να κάνει ριμέικ για να τα κονομήσει, τίποτα δεν κατάλαβε από το ειδικό πολιτικό βάρος του έργου…

Αλλά η εσφαλμένη χρήση της ελληνικής, εκτός απ’ τα στρατά και τη λαϊκούρα (που στο φινάλε-φινάλε δικαιολογούνται), γινόταν και γίνεται ακόμα κι από τους ελλιπούς παιδείας μεγαλουσιάνους (βλ. δημοσιογρ-ύφος), ιδίως όταν πρόκειται να προσδώσουν κύρος στο λόγο τους (όπως νομίζουν), χρησιμοποιώντας σόλοικους αρχαϊσμούς ή και αντζελισμούς, κατά το φαινόμενο της υπερδιόρθωσης (π.χ. το κατέστημα, τα κυανούν ύδατα, οι δικασθές κλπ), το οποίον είναι μάλλον ψυχο-κοινωνική παρά γραμματική πάθηση.

Τούτο ανάγεται στο γλωσσικό ζήτημα (δεν θα μακρηγορήσω κ. πρόεδρε) και στους βαυαρούς, που λυσσάξανε ότι η καθομιλουμένη ελληνική είναι δήθεν παρακατιανή της αρχαίας (ποιάς απ’ όλες;) Χώρια που, πάνω απ’ όλα υπερίπταντο τα γαλλικά (βλ. ένα κάντρο του πιρκασόν, λακριντί κλπ).

Ούτω πως, οι νεοέλληνες επί 150 χρόνια δεν εδικαιούντο να ομιλούν τη μητρική γλώσσα τους (τέτοιος ενδορατσισμός υφίσταται και σήμερα με τις διαλέκτους), πράγμα που ούτε οι Οθωμανοί τόλμησαν να ονειρευτούν!

Έτσι, ακόμα και τα μαγκάκια, που σέρνονταν από τμήμα σε δικαστήριο και τανάπαλιν, ψαρεύανε δώθε-κείθε τις ελληνικούρες του επισήμου Κράτους και μετά λέγανε τα δικά τους, π.χ. η αναγκαιότη, εφτακούνητο (αυτοκίνητο), τα πετριπαράδοτα, ένεκα λόγοι τιμής (δικαιολογία συνήθως κατόπιν ξυλοδαρμού-μαχαιρώματος αντιπάλου ή ξουρίσματος-μαδήματος αδελφής), ο πάσα ένας, περιδιαγραμμάτου, προσωπιδοφόρο επάγγελμα κλπ.

Βλ. ρεμπέτικα με λόγιες εκφράσεις που δεν κολλάνε με τα συμφραζόμενα:

«…φεύγεις και μ’ αφήνεις μοναχό μου
κι έχω την κατακραυγή του κόσμου,
γουστάρησες να μου την αμολήσεις
με άλλονε να πας να βρεις να ζήσεις…»

«…Τα βάσανα μου μ' έριξαν στα ξένα
και μ' έχουν της ζωής κατάδικο
αχάριστη δεν πόνεσες για μένα
κι αυτό το βρίσκω να 'ναι άδικο…»

«… και στο πέμπτο όλη η λαθρεμπορία
και στο έκτο όλη η σκευωρία…»

- Άχ, παίξτε μας λίγο Σοπενάουερ στο πιάνοοοο!
- Άιντε να χαθείς μωρή στυλιανοπούλου! Ρεζίλι μ’ έκανες στους ανθρώπους…

(από Khan, 03/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες πετσοπάδων:

A. Αφενός:

Ο ιδιοκτήτης ή υπάλληλος pet shop (καταστήματος πώλησης ζώων συντροφιάς).

B. Aφεδύο:

Λεξιπλασία-απόδοση του αγγλικού «pet shop boys», των μελών της φυλής ομοφυλοφίλων του San Fransisco που συχνάζουν σε pet shops από όπου προμηθεύονται ποντικάκια gerbil με τα οποία προβαίνουν σε τρωκτικό σεξ. To συγκρότημα Pet Shop Boys πήρε το όνομα του από τους εν λόγω πετσοπάδες.

  1. - Eίχα to 2001 ένα μωρό κροκόδειλο που μεγαλώνουν κανονικά μέχρι 3-4 μετρά (...) ο πετσοπάς τότε που είπε ότι μεγαλώνουν με το ενυδρείο που ανακάλυψα ότι δεν είναι καθόλου σωστό (...) Τον πήρα ήταν περίπου στα 35 εκ. με την ουρά και το ενυδρείο ήταν στα 55 εκ. και αρκετό χώρο να μπορέσει να αλλάξει πλευρά μέσα στο ενυδρείο. Μετά από 4 μήνες βρήκα την ουρά του να χτυπάει στο τζάμι ... (από εδώ)

- Ένας πετσοπάς μου είπε ότι πρέπει να πλένουμε καλά τα φυτά σε αλατόνερο πριν τα βάλουμε στο ενυδρείο, έτσι ώστε να σκοτώνονται (αν υπάρχουν) τα αυγά από κοχύλια. Ισχύει; (από εδώ)

  1. - Ο (πετσοπάς) Richard Gere και οι συν αυτώ μετρό παραβιάζουν την φύση με άμοιρα ποντικάκια gerbil, εκεί που δεν πιάνει ήλιος. Η WWF, αλήθεια, τι κάνει; Αρχίδια-μύδια! Εμείς τουλάστιχον έχουμε τον Κώστα Καφάση που ξέρει από καλό ψάρι. Και την Άννα Βίσση που δεν θα μείνει ποτέ μπουκάλα… (από εδώ)

(από Vrastaman, 04/09/09)(από Vrastaman, 04/09/09)(από Vrastaman, 04/09/09)(από Vrastaman, 04/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που λέει ψέμματα για να εντυπωσιάσει, όμως αφηγείται εξολοκλήρου ψεύτικες ιστορίες ώστε να δειχθεί στην παρέα ή και, καμία φορά, απλά παραποιεί την αλήθεια.

(σε συζήτηση παρέας)
- Εσύ ρε τζόν τι έκανες χθες το βράδυ όταν έφυγες από τον καφέ;
- Καλά άσε, πήγα σπίτι και έβλεπα τηλεόραση και η Στέλλα από δίπλα ήρθε και αράξαμε σπίτι... μου την έπεσε χοντρά, αλλά μόνο ένα φιλί δώσαμε γιατί γύρισε η μάνα μου... Άσε έχει ένα κώλο...
-... ΡΕ ΒΛΑΚΑ ιστοριούλα, η Στέλλα ήταν έξω την πετύχαμε στον δρόμο για το μπαρ, ψεύτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γκέης φίλος ενός ετεροφυλόφιλου. Άκακη προσφώνηση μεταξύ φίλων που σέβονται τις εκατέρωθεν προτιμήσεις των και έχουν και την απαραίτητη οικειότητα.

Παραλλαγή του κολλητός.

- Έλα πισωκολλητέ, που χάθηκες, έμπλεξες πάλι με κανένα μυστακοφόρο;
- Άσε θα σε πάρω αργότερα να σου πω! (πραγματικός διάλογος, το είχε δυνατά το κινητό ο πρώτος)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλακάκος. Ο φλωράκος!

Πω, πω! Αυτή η γκόμενα... Όλο με κάτι όλο με κάτι κουκουάδες πάει και μπλέκει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για την αξιολύπητη συνομοταξία των ατόμων που ψάχνουν επισταμένα για γυναικεία συντροφιά (με το πουλί στο χέρι), αλλά συγχρόνως διατηρούν έναν εξόχως σοβινιστικό και καθόλου ανθρωπιστικό χαρακτήρα (αρχιδάκια), δηλαδή αντιμετωπίζουν τις γυναίκες που ασχολούνται μαζί τους ως αντικείμενα - είναι νεολογισμός και προτείνεται η χρήση του ως βρισιά.

Κυκλοφορούν ανάμεσά μας, όλοι γνωρίζουμε κάποιον.

(από electron, 09/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γλοιώδης απόδοση του αγγλικουρέζικου όρου superstar που αναφέρεται σε ένα πρόσωπο στο οποίο η δραστηριοποίηση στους τομείς λ.χ της ζώου μπίζνας ή του αθλητισμού, προσφέρει μεγάλη αναγνωρισιμότητα.

« Η πανσυμπαντική πρεμιέρα της ταινίας του Τζουζέπε Λουγκρατόρε »Bésame Βutzo« στελεχώθηκε από πολυάριθμους υπεραστέρες των καλών τεχνών όπως τον Schaquis Roewas και την Effie Θώδη»

Από το περιοδικό «Ιλ Πουστίνο» - 2007, τεύχος 69

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνθρωπος που λατρεύει το φαγητό το οποίο προκαλεί τον σουρεαλιστικό ήχο με, ή χωρίς αναθυμιάσεις.

Προσοχή: Αναλόγως των περιστάσεων, η διαφυγή των αερίων έχει επιπτώσεις στο πρόσωπο του πορδοκράτορα. Άλλοτε χαμογελάει αμήχανα, άλλοτε γελάει στον θάλαμο με τους άλλους φαντάρους, ενώ υπάρχουν και στιγμές που θα απαρνηθεί το ατμιδικό του «τέκνο» και γεμάτος απορία θα ρωτάει την παρέα αν έτυχε να μυρίσει κάτι άσχημο.

  1. Χαμόγελο αμηχανίας: Ναι μωρό μου, σε θέλω... (εδώ είναι η στιγμή που απεύχεται ο πλέον πορδοκράτωρ)

  2. Γέλια στον θάλαμο: ΩΩΩΩ ρε μαλάκα, πύραυλος ρεεεεεεε χάχαχα (κλπ κλπ)

  3. Με την παρέα: Ρε μαλάκα Βαγγέλη... σου μυρίζει τίποτα ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified