Further tags

Όλα μέσα. Έκφραση χρησιμοποιούμενη για γυναίκα ανοιχτή, ή άνδρα ομοίως όπενχολ, έως χωνί, από κατόψεως διαμέτρου εμπροσθίου και οπισθίας οπής.

Υπονοεί την ευρύχωρη γυναίκα, ή άνδρα δυνάμενη-ο να ικανοποιήσει-φιλοξενήσει άνω του ενός μουσαφιραίων, μετά των αβγουλακίων τους, ήτοι ορχεόσακκων, μετά της φυσικής μάλλινης επενδύσεώς των.

- Ιωσήφ, κρύο κάνει, πάμε να κάνουμε μια ερωτική συνεύρεση με τον Φίφη, που είναι σε οίστρο;
- Άσε μωρή, μη σπάσουμε κανά γεννητικό μόριο… Πάμε στον Τασούλη που είναι all-in και θα βάλουμε και τα μπαλάκια μέσα να ζεσταθούμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που επιδιώκει να μοστράρει την τσουτσούνα του και μεταφορικά ο αποσυνδεμένος από την ζοφερή πραγματικότητα, μονίμως προσευχόμενος και προσκολλημένος στον προφήτη Μαλαχία.

Προς αποφυγή μη εύηχων χαρακτηρισμών κρατήματος οργάνου (πεοκράτης, ορχεοκράτης), προτιμάται η εύλογος και με μέτρο χρήση (της λέξης, όχι της τσουτσούνας).

Στην παραλία του Ωρωπού, δυο φίλες:

- Φιλενάδα, ο Σαλίμ, ο Ινδός απέναντι, τη γύμνωσε την κόμπρα του...
- Είναι γνωστός τσουτσουνιστής χρυσό μου!

Προφήτης Μαλαχίας, μεγάλη η χάρη του! (από Khan, 27/05/10)

Βλέπε και τσουτσουνέλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Mεταφορικά η ευρύχωρη και σωματικά και ηθικά γυναίκα ελαφρών ηθών, που χρησιμοποιεί το όργανό της ως αποθήκη στοίβαξης και αποθήκευσης ψωλώνε. Χρησιμοποιείται απαξιωτικά.

- Πως περπατάει έτσι η Λόλα ρε λυκόρνι; Συγκαμμένη είναι;
- Τι συγκαμμένη η ψωλοαποθήκη καημένε, στούμπωσε από τα προφυλακτικά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μαλακιστήρι, αυτό το πλάσμα που αρέσκεται μονίμως και επιμόνως να ταλαιπωρεί το όργανό του, ήτοι να αυνανίζεται...

Συναντάται και ως αβγανιστήρι, ή αβγανιστήρας.

- Να χαίρεσαι τον άντρα σου τον αρχιτρόμπα χρυσή μου και το αγοράκι σου το αυνανιστήρι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεολογισμός που σχηματίζεται από την αγγλική λέξη straight (εξελλην. στρέιτ) -> άμεσος, ευθύς, κατευθείαν, συν την κατάληξη -άδικος, και που χρησιμοποιείται για να δηλώσει τα εξής:

  1. (Μουσ.) Ρυθμός, ή σύνθεση, ή τρόπος παιξίματος μουσικού κομματιού (ασχέτως οργάνου) που χαρακτηρίζεται από ευθύτητα και αμεσότητα κατά τη σύλληψη και την εκτέλεση, που δεν εμπεριέχει περίτεχνα ή περίεργα γυρίσματα ή σπασίματα αλλά εξελίσσεται ευθύγραμμα και χαρακτηριστικά του μουσικού ιδιώματος στο οποίο ανήκει.

Ως στρεϊτάδικος δε χαρακτηρίζεται και ο ήχος μουσικού οργάνου που δεν περιλαμβάνει επεξεργασία, αλλά που είναι άμεσος και για μία ακόμη φορά χαρακτηριστικός του εκάστοτε μουσικού ιδιώματος (βλ. και καρφί).

  1. Ως στρεϊτάδικο αποκαλείται και ο χώρος ή το μέρος στο οποίο συχνάζουν άτομα ετεροφυλοφιλικών σεξουαλικών προτιμήσεων (βλ. στρέιτ).

  2. Ως στρεϊτάδες αποκαλούνται τόσο οι ετεροφυλόφιλοι σεξουαλικά άντρες (δεν συνηθίζεται ο χαρακτηρισμός στις ετεροφυλόφιλες γυναίκες), αλλά ακόμη περισσότερο οι θιασώτες της ιδεολογίας straight-edge ή στρέιτ-ετζ, στρέιτετζ.

(Όσον αφορά το μουσικό σκέλος του ορισμού, η διαδικτυακή έρευνα δυστυχώς δεν είχε αποτελέσματα. Οποιοσδήποτε γνωρίζει και μπορεί να συνεισφέρει για την τεκμηρίωση, ας τ' αναφέρει στα σχόλια. Πάντως, ο συντάκτης του παρόντος ακούει και χρησιμοποιεί το λήμμα με τον συγκεκριμένο ορισμό εδώ και χρόνια).

  1. «Έχεις λαλήσει εντελώς», τον ρώτησε ο Mike. «Πήγες να ψωνιστείς και να παίξεις σε redneck στρεϊτάδικο; Και στο δρόμο, οδηγώντας; Θα σε σκοτώσουν ή θα σε μαντρώσουν». (Εδώ)

  2. Μπαίνω σε σεσημασμένο στρειτάδικο. Ο Μάκης επιμένει ότι πέρυσι είδε «και κάτι τρελές» και ότι «δεν χρειάζεται να κάνεις παρέλαση. Είμαι αντίθετος με τον όρο γκέι, πιστεύω σ’ αυτά που προστάζει η φύση». Μα κι αυτό, προσταγή της φύσης δεν είναι; τον ρωτάω. Επιμένει. Ο Θάνος εργάζεται σε στρατιωτική υπηρεσία: «Δεν πιστεύω γενικά στις διαδηλώσεις. Πιο αποτελεσματικό θα ήταν ένα ψήφισμα». Πώς φαίνεται το επάγγελμα! (Εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα αγοράκια από είκοσι μέχρι περίπου τριάντα ετών που έχουν φέτες κοιλιακούς. Τελευταία φοριέται πολύ στους μπάτσους με τα μοτοσακά της ομάδας Ζεύς και λέγεται αβέρτα-κουβέρτα σε γυναικοπαρέες στραβογαμημένων και όχι μόνο.

(Στο γραφείο)
- Για δείξε μου παρακαλώ το πρόγραμμα.
- Σκάσε μωρή λυσσάρα, κάτι έγινε και μαζεύτηκαν τα φετόνια από κάτω... αχ εμένα να συλλάβετε... τι γκαύλα τα άτιμα.

Άσπρα φετόνια (από perkins, 01/06/10)Μαύρα φετόνια (από perkins, 01/06/10)Νεκρό - δολοφονηθέν Φετόνι Ηπείρου. (από perkins, 01/06/10)Τι προμηνάνε τα μαύρα και τα άσπρα φετόνια; (από perkins, 02/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λαϊκός τύπος που έχει κάποιες τρέντυ πινελιές. Δεν χρησιμοποιείται υποτιμητικά, αλλά σαν χαιρετισμός μεταξύ φίλων που γνωρίζονται καλά μεταξύ τους.

Με την ίδια έννοια χρησιμοποιείται και το «τρεντάκος».

  1. - Τι κάνεις τρεντόπουλο, πώς πάει;

  2. - Έλα ρε τρεντάκο, πού χάθηκες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκδοχή προς το πιο λάιτ της λέξης σταρχιδιστής.

Ο ζεμανφουτίδης (από το ζεμανφού < γαλλ. je m'en fous = χέστηκα, αδιαφορώ κλπ), απλώς αδιαφορεί φιλοσοφικώ και υπαρξιακώ τω τρόπω για τα πάντα και είναι λίιιιιγο πιο γραφικός, πιο ανάλαφρος, πιο συμπαθής και πιο ώλ τάιμ κλασίκ τύπος από τον ελληνάρα σταρχιδιστή (που κάνει πιο πολύ σε βαρύ πεπόνι ένα πράμα).

- Για τράβα πες του να βάλει κι αυτός την τζίφρα του για το θέμα.
- Σιγά ρε μην ασχοληθεί αυτός ο ζεμανφουτίδης ρε! Αυτός είναι καναπές, τώρα τον γνώρισες;

(από Khan, 01/06/10)

Δες και -ίδης, ζαμανφού, ζαμάν φου, ζαμανφουτίστας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που σκάει μπάφο.

Ο ντάτουρας είναι παράφραση του ψυχοτροπικού φυτού «ντατούρα» που ευδοκιμεί κυρίως στο Μεξικό.

Χρησιμοποιείται και σαν παρατσούκλι-χαιρετισμός.

Πού 'σαι ρε ντάτουρα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρκτικόλεξο του «Ε, τον μαλάκα!»

Χρησιμοποιείται όταν σε πονάει η κοιλιά σου από τα γέλια και δεν μπορείς να πεις πολλά-πολλά, ως επιβράβευση για κάτι που ειπώθηκε η παρέα θεώρησε αστείο, αλλά και ως επιφώνημα έκπληξης.

- Πω ρε φίλε! Αυτός διπλοπάρκαρε!
- Ε.Τ.Μ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified