Όταν κάποιος αντιμετωπίζει τα προβλήματα, τις καταστάσεις και τα γεγονότα με αυταπάρνηση, δυναμικά, τίμια, αντρίκια με βαρβατίλα και δεν κωλώνει. Αντιμετωπίζει το πρόβλημα όπως είναι, σαν το θεούλη Απόστολο Γκλέτσο.

Όλα ήταν εναντίον μας, οι πιθανότητες να τελειώσουμε μηδαμινές αλλά γκλέτσικα τα καταφέραμε.

Καράβι το φεγγάρι...

(από Khan, 12/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρονικό επίρρημα που, σε δεδομένη σλανγκ χρήση, σημαίνει το εντελώς τελείως αντίθετό του και συντάσσεται με ενεστώτα. Σημαίνει δηλαδή ότι καθυστερήσαμε / καθυστερούμε / απαράδεκτα ή παραλείψαμε αδικαιολόγητα να διεκπεραιώσουμε κάτι το οποίο έπρεπε ήδη να έχει γίνει προ πολλού.

Τίθεται δε συχνά και ως ερώτημα -ειρωνικά ή κωμικά διατυπωμένο- και τότε χρειάζεται μορφασμό από τον ερωτώντα σα να παίζει σε αμερικανικό κωμικό σήριαλ με ηχογαφημένα γέλια.

Σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει την ακριβώς χθεσινή μέρα. Ίσα-ίσα, αναφέρεται στο απώτερο παρελθόν.

Βλ. και προχθεσμία, καθώς και το σχετικοάσχετο εχθεσήμερα.

  1. (ο πελάτης με αγωνία στον μάστορα)
    - Αυτό γίνεται να το έχουμε έτοιμο το συντομότερο δυνατό; (ο μάστορας με απαξιωτικό ύφος, χαλαρά ακουμπισμένος στον τοίχο)
    - Τι εννοείτε: «το συντομότερο»;
    (ο πελάτης εν απογνώσει)
    - Χθες;;;

  2. - Πότε παντρεύονται ο Σάκης και η Στέλλα;
    - Χθες.

Στα τελευταία 2-3 δευτερόλεπτα. (από patsis, 16/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όμορφα, συμμαζέψου, κόψε τις μαλακίες, μας βλέπει κόσμος...Τέτοια.

Πρώτη φορά το άκουσα σε ένα άσμα του Δάντη αλλά έχω την εντύπωση ότι το είχε εισάγει ο Σεφερλής πολύ πιο πριν.

Για να δοθεί περισσότερη έμφαση το λέμε συλλαβιστά και εκφέρουμε πιο αργά το ουλ.

Έρχεται από τη φιλόξενη Αγγλία.

Λίλιαν: «Θα βάλω αυτό το σεμνό κόκκινο φουστάνι με το σκίσιμο στον κώλο στην κηδεία της μαμάς σου, αγάπη».
Βαγγέλας: «ΜΠΙΟΥ-ΤΙ-ΦΟΥΛ».

Το άσμα του Δάντη που αναφέρει η Μαριάχ (από Khan, 12/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

... Επίρρημα... ο γνωστός αρχαιοελληνικός τρόπος γραφής και ανάγνωσης (βουστροφηδόν), με αλλαγή της κατεύθυνσης ανά στίχο, κατά την τροχιά του βοός στο χωράφι... έγινε στα νεοελληνικά η τροχιά που διανύει το πουστρόνι προκειμένου να πάει από το α στο β: τροχιά λοξή και κουνιστή, με πολλά τσαλίμια και κωλοαναστροφές .
Ε; Ζόρικος όποιος (λαός) το έβγαλε αυτό.

η τελευταία στροφή από ποιηματάρα με άγνωστες λέξεις -οδοντιάτρου (;)- από εδώ.

αναζητούμε τη μισκοτίνη
την άλλη πλευρά της ζωής
να θρονιαστούμε
μα όλα τα όνειρα τελειώνουν
σε πολυθρόνα οδοντιατρική
οδεύοντας πουστροφηδόν
στην έσχατη
τη μάχη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση του «Σοβαρά;», δηλαδή του: «Τι λες ρε παιδί μου...», «Για δες...», «Αν είναι δυνατόν...» και λοιπών τυπικών και ξέπνοων εκφράσεων που προδίδουν πως ο συνομιλητής μας ποσώς ενδιαφέρεται για την καταπληκτική είδηση που με τόση ζέση του ανακοινώνουμε. Αν λοιπόν τον ακούσουμε να λέει «Σωβρακά;», τότε αντιλαμβανόμαστε την ακόμα πιο έκδηλη απαξίωσή του.

- ...και έβρεχε τόσο πολύ που οι δρόμοι είχαν πλημμυρίσει και στο ταξί όπου ήμουν τα νερά είχαν μπει μέσα και ήταν τόσο πολλά ώστε κόντευα να πνιγώ γιατί τα παράθυρα είχαν πάθει εμπλοκή και δεν άνοιγαν και ο ταξιτζής τά 'χε παίξει και δεν ήξερε πού να πάει το αυτοκίνητο και δεν έβλεπε να οδηγήσει και δώσ' του ανεβαίνανε τα νερά ώσπου σταμάτησε η βροχή ξαφνικά και όλα καλά, έτσι μπορώ και είμαι εδώ να σου τα πω.
- Πω πω, τελέρε παιδί μου, σωβρακά;; - Ναι μαλάκα... Μα το Θεό...

Βλέπε και σωβρακολογείς;.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified