Further tags

Πρώτη σκέψη 90's, δεύτερη τα χάπατα, τρίτη Οινόφυτα parties και battery club, τέταρτη σκέψη οι εναπομείναντες που χορεύουν κάνοντας κουτάκια με τα χέρια τους και άλλα 90's χορευτικά σε πάρτυ που θα ήθελαν να τους θυμίζουν τα δικά τους. Φοράνε πολύχρωμα πουκάμισα, περίεργα παντελόνια συνήθως και οι πιο hardcore πολύχρωμα κορδόνια και down town παπουτσάκια όσοι το πάνε προς trance..

- Ψηλέ άραγκον και χώσε μπίου, παίζει rave εδώ! Κοίτα το χάπατο πώς κουνιέται!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως έχουμε δει στο ήδη υπάρχoν λήμμα, το κόζι είναι χαρτοπαικτικός όρος και σημαίνει ατού, το «χρώμα» δηλαδή που έχει οριστεί να είναι ανώτερο των υπολοίπων, σε ένα παιχνίδι.

Η φράση λέγεται όταν θέλουμε να πούμε ότι άλλαξε η κατάσταση, υπό την έννοια όμως ότι κάποιος ή κάποιοι είχαν το πάνω χέρι και καρπώνονταν κάποια πράγματα, και τώρα η δύναμη αυτή έχει μεταβιβαστεί σε διαφορετικά χέρια.

Σαν να λέμε ότι γύρισε ο τροχός.

  1. - Από βδομάδα θα δεις τι έχει να γίνει!
    - Από βδομάδα θα μου κλάσεις, άλλαξαν τα κόζια μεγάλε.

  2. - Τι έγινε εδώ ρε καρντάσια; Θα φάμε τσαμπουκά από τον λίγδα μέσα στο μαχαλά μας; - Άλλαξαν τα κόζια όσο ήσουν μέσα, Τάκαρε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνεισφέρω τον οβολό μου μοιρολατρικά στον ναό της αρεσκείας μου και λαμβάνω την άγουσα.

Τη παρόδω του χρόνου μπορεί να ανακυρηχθώ και μέγας χορηγός της ναοδομίας (κοινώς, «εγώ τα 'χω κτίσει).

Όπως κάθε καλός χριστιανός εναποθέτει τις ελπίδες του σε ανώτερες δυνάμεις, επικυρώνοντας το αίτημα του δια της επί χρήμασι αφής κηρίου, έτσι και ο καλός τζογαδόρος δεν θεωρεί τον αποχωρισμό από τα χρήματα του παρά μια νομοτελειάκη πράξη στα πλαίσια της λατρείας του.

- Πάμε και στο τραπέζι του μπλακ-τζακ να δούμε τι παίζει;
- Αδελφέ εγώ το κεράκι μου το άναψα, θα την κάνω.
- Έλα ρε ξενέρα, 10 λεπτά θα κάτσουμε και θα φύγουμε...
- Το άλλο, με τον Τοτό, το ξέρεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του Hangover -> Hanover. Χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την κατάσταση κάποιου μετά από γερό μεθύσι καθώς και την προσπάθεια να την ξεπεράσει.

  1. - Έλα, ρε φιλε. Που είσαι; - Ανόβερο.

  2. - Έλα, ρε φιλε. Τι κάνεις;
    - Περιμένω την πτήση για Αθήνα από Ανόβερο.

(από GATZMAN, 09/09/10)(από Vrastaman, 09/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Αυτό δεν είναι slang» θα αναφωνήσει ο μέσος αναγνώστης. Και θα έχει δίκιο.

Κάποιες παρέες όμως χρησιμοποιούν τον όρο αυτόν εννοώντας ότι στην έξοδο θα συμπεριλαμβάνονται τελικά και γυναίκες - αλλά με μια σημαντική λεπτομέρεια: οι γυναίκες αυτές θα είναι οποιεσδήποτε άλλες, ΕΚΤΟΣ από τις δικές τους.

Με αυτήν την έννοια, το λήμμα προάγεται σε slang - και μάλιστα εξαιρετικής χρησιμότητας.

(μετά από πολύωρο καυγαδάκι με συνοδεία παντόφλας)
- Μα ρε μωρό μου, δεν σε καταλαβαίνω. Τόσο καιρό είμαι τύπος και υπογραμμός. Δικαιούμαι πιστεύω μετά από τόσα χρόνια να βγω επιτέλους αντροπαρέα.
- Ουφ, τέλος πάντων. Σου επιτρέπω μια τελευταία φορά, αλλά να ξέρεις ότι θα με αποζημιώσεις αδρά.

(μετά από πέντε λεπτά, στο τηλέφωνο)
- Έλα ρε μαλάκα, ΟΚ τελικά, εγώ πήρα άδεια από τη δικιά μου. Οπότε, παίρνω αμέσως την Κική να την καλέσω και να της πω να φέρει και καμιά πεινασμένη φίλη της.
- Έγινε, κι εγώ θα πω στην 25η κάβα, την Τζένη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ατάκα ναι μεν, λέγεται στο στυλ της ατάκας: «Θα καούν τα κάρβουνα», αλλά δεν σχετίζεται με το κάψιμο του γνωστού και συμπαθέστατου πουλερικού (βλ. φωτο) σε κάποιο μπάρμπεκιου. Επίσης, δεν μιλάμε για τη δήλωση κάποιου μεγάλου μαγίστρου των καμακιών, ή κάποιου ψωλοπερήφανου, ή κάποιου που την έχει δεί καμπόσος και πιστεύει πως σε μια βραδιά θα κάψει ερωτικά ένα λεφούσι γκόμενες (πέρδικες). Επίσης δεν μιλάμε για κάποιον που δηλώνει το παραπάνω ως στόχο της παρέας του.

Μιλάμε 1. για κάποιον που βρίσκεται στο τσακίρ κέφι και είναι ακράτητος για αλκοολοθεραπεία και δηλώνει στην παρέα του, ή σε σερβιτόρο /-α ενός μπαρ πως απόψε αυτός ή / και τα άλλα μέλη της θα κάψουν... τις ποσότητες υγρού πυρός, από το γνωστό ουίσκι πέρδικα, στον κινητήρα του στομαχιού τους. Μια τέτοια δήλωση ενώνει τους συμφωνούντες, πείθει κάποιους αναποφάσιστους, αφήνει σχετικά αδιάφορους αυτούς που δεν έχουν διάθεση, ενώ δίνει υπονοούμενο στον /στη σερβιτόρο /-α να φροντίσει για επαρκή αποθέματα περδικασφάλειας (βλ. σημείωση). Θα 'ταν άδικο, όπως αναφέρεται και στην περίπτωση της μπυρασφάλειας, να τελειώσουν τα αποθέματα αλκοόλ και να μην έχει ολοκληρωθεί η λιαρδοποίηση. Άγχος που χει το παλικάρι...

  1. Κατά πιο ευρύτερη έννοια του όρου, αναφερόμενος στους φίλους του, δεν μιλάει συγκεκριμένα για το ουίσκι πέρδικα, αλλά για οποιοδήποτε καραουισκάκι, αφού στην περίπτωση αυτή το ουίσκι πέρδικα αντιπροσωπεύει το κάθε καραουισκάκι.

  2. Κατά ακόμα πιο ευρύτερη έννοια του όρου αναφέρεται στους φίλους του μιλώντας για οποιοδήποτε ποτό. Εδώ η λέξη πέρδικα αντιπροσωπεύει οποιοδήποτε ποτό.

Σημείωση: ο όρος περδικασφάλεια εκφράζει τη θεώρηση κάποιου για την επάρκεια αποθεμάτων ουίσκι πέρδικας, ώστε να μην καταρρεύσει το απαιτούμενο περδικοστόκ.

- Πω ρε παιδιά απόψε έχω μια χαρά μεγάλη.
- Τι συνέβη ρε;
- Να... μου είπε η Λίλιαν πως θέλει να τα φτιάξουμε. Γι' αυτό απόψε θα σας πάω στο γνωστό μπαράκι για να σας κεράσω. Απόψε... θα καούν οι πέρδικες, αδέρφια. Τουτέστιν θα γίνουμε λιώμα. Θα κατεβάσουμε ένα κοτέτσι πέρδικες. Κι αυτό είναι δήλωση.
- Καλό αυτό για μας. Αλλά εσύ θα μπορείς ρε καημένε να πάρεις την κούπα στο γήπεδο, μετά από τέτοια περδικοκατάνυξη (άγριο πιόμα πέρδικας, που οδηγεί σε κεφατζίδικη ατμόσφαιρα) ή θα σε κλαίνε οι ρέγγες;.
- Ες αύριο τα σπουδαία με τη Λίλιαν. Ασ' την σήμερα να καεί λιγάκι. Εγώ πώς τσουρουφλιζόμουν για πάρτη της μήνες και μήνες, που τα 'χε με το μαλάκα τον Πέρι και με μια αρμάδα μαλάκες;
- Τι κάνουν αλήθεια όλοι αυτοί;
- Είναι ρέστοι απ' ό,τι μαθαίνω και κάθε βράδυ ο καθένας τους φτιάχνει εργόχειρα για πάρτη της.

(από GATZMAN, 15/12/08)(από GATZMAN, 15/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φεύγω από κάποιο μαγαζί, κυρίως νυχτερινό (club, μπουζούκια και τα συναφή), χωρίς να πληρώσω τα ποτά ή ό,τι άλλο πήρα.

Απαντάται και ως: σκάω / ρίχνω κανόνι και πιο συχνά βαράω / σκάω / ρίχνω πιστόλι / πιστολιά

  1. Ρε μαλάκα, δεν τιγκανά τώρα που δε μας βλέπει ο τσεκαδόρος;
    – Τι; Να σκάσουμε κανόνι;
    – Ναι ρε. Σιγά μην του δώσω 120 ευρώ για ένα μπουκάλι μπόμπα βότκα. Τόσα του λείπανε;

  2. – Τι κάνατε χτες ρε;
    – Άστα να πάνε ρε. Πήγαμε χθες στα μπουζούκια και πήραμε 3 μπουκάλια.
    Κυριλέ δηλαδή.
    – Τι κυριλέ ρε που όταν ήρθε η ώρα να πληρώσουμε είδαμε ότι μας λείπανε 70 ευρώ.
    – Και τι κάνατε ρε; Σκάσατε πιστολιά;
    – Όχι κάτσαμε! Πάλι θα κάνουμε κάνα δίμηνο να εμφανιστούμε στο μαγαζί.

Δες ακόμη: πιστολιάζω, πιστόλιασμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτίθεμαι, αποκαλύπτομαι, ξεφτιλίζομαι.

Αργκό που προέρχεται από τις μπουζουκλερί «βγαίνει το πρόγραμμα» δηλ. οι τραγουδιάρες στην πίστα = σε κοινή θέα.

Συνώνυμα: Βγαίνω στην πίστα / σέντρα / στον τάκο / στο ικάντιο (παραφθ. εκ του Επτανησιακού «ινκάντο» < ιταλ. incanto = δημόσιος πλειστηριασμός της περιουσίας κάποιου μετά από κατάσχεση = μτφ. διαπόμπευση / χλεύη) κλπ, βγαίνω φόρα (παρτίδα), με παίρνουνε χαμπάρι / πρέφα / κάβο κλπ.

Αφιερωμένο σε Ironick.

  1. Αγόρι, μην την κοζάρεις στο έτσι τη γυναίκα, βγαίνεις πρόγραμμα.

  2. - Λοιπόν, θα μου τα δώσεις τα κλειδιά για τη γκαρσονιέρα;
    - Ναι, αλλά κάτσε πρώτα να στείλω τη δικιά μου στη μάνα της, σιγουρέψου κι εσύ ότι θα φύγει για το ταξίδι η δικιά σου, γιατί έτσι και σφυρίξει τίποτα η μια στην άλλη, βγήκαμε πρόγραμμα.

  3. - Ρε συ τι λέει, αυτή η μπίζνα με τα [...]* είναι σόι; - Η φάση βρωμάει φίλος, αλλά έχει χαρτί.
    - Παίζει να μπω κι εγώ να βγάλω κανα μεροκάματο;
    - Να δω φως όμως, γιατί σε λένε για πεθαμένο και με το συγγνώμη δηλαδή...
    - Ρε, μπαίνω με 30 χιλιάρικα και πάω μ' όποιον τα 'χει**.
    - Εντάξει, αλλά ρελαντί και τουμπέκα σου, μη βγούμε πρόγραμμα στα παιδιά.


  • [...] = οποιαδήποτε (big/small time) καινούρια επιχειρηματική δραστηριότητα στα όρια της νομιμότητας (συνήθως αρπαχτή), που αποφέρει γρήγορο και εύκολο κέρδος και που διαρκεί μέχρι να γίνει Β κοινό και να θεσμοθετηθούν κανόνες, οπότε είτε γίνεται δυσκολότερη (π.χ. αποφέρει λιγότερο, έχει περισσότερο ανταγωνισμό, έξοδα, ρίσκα, φορολογία κλπ) είτε εξαλείφεται ως νέτα-σκέτα παράνομη.

** «Πάω μ' όποιον τα 'χει» = μπαίνω / ποντάρω καθυστερημένα σε κόλπο που έχει ήδη ξεκινήσει πάνω σ' αυτόν που κερδίζει (παλιά χαρτοπαικτική έκφραση, ακόμα εν ισχύ σε κύκλους άνω των -ήντα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει εκπορνεύομαι, και γενικά, αλλά κυρίως ως τραβεστί, ως τραβέλι, ή ως τρανσέξουαλ, λόγω ασφαλώς του ότι η αμαρτωλή λεωφόρος Συγγρού είναι τόπος πιάτσας για τους τοιούτους. Μεταφορικά, λοιπόν, χρησιμοποιείται για ακραίες περιπτώσεις ξεφτίλας, όπου κάποιος αναγκάζεται να εκπορνευτεί (κυριολεκτικά ή ηθικά), αλλά να χάσει και τον ανδρισμό του.

Μπάτσοι, γουρούνια, τροχονόμοι και ο Τζίμης Πανούσης με αφορμή την οικονομική κρίση βγαίνουν και πάλι στη Συγγρού.

Στο 6.20. (από Khan, 09/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος βελάζει εννούμε ότι έχει λαλήσει/κλάσει (μεταφορικά). Αυτό μπορεί να συμβαίνει από πολλά ξύδια ή γάρα ή συνδυασμό αυτών.

Συνοδεύεται συνήθως από την έκφραση «κάνε μπέεε» που υποδηλώνει εμμέσως στον άλλον ότι έχει βελάξει.

Συντομογραφία μπορεί να θεωρηθεί και τα αρχικά Ελ Βελ= Ελευθέριος Βενιζέλος, το αεροδρόμιο.

Τέλος μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σαν σύνθετη λέξη, π.χ. δρακοβελάζω, δηλαδή το υπέρτατο βέλαγμα all time ever.

- Μαλάκα, έχω κλάσει άσχημα
- Έχεις βελάξει; Κάνε μπέεεεεεε! Δεν μπορείς;;;
- Ελ βελ τελείως ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified