Selected tags

Further tags

  1. ταχτοποιώ, οργανώνω, κττ
  2. γαμάω
  3. σκοτώνω
  4. στην προστακτική: απειλώ (χαριτολογώντας ή στα σοβαρά)
  1. α. Τα κανόνισα όλα μια χαρά. Δεν έχεις να φοβάσαι τίποτα.
    β. Κανονίστε να βρεθούμε κάποια στιγμή να τα πούμε από κοντά...

  2. Έμαθα την κανόνισες χθες την Σούλα, ε; Για πε, για πε...

  3. Τι κάνει ρε συ ο Μπάμπης, αυτό το λαμόγιο; Ζει ακόμα ή τον κανόνισε κανείς;

  4. Καλά, κανόνισε να της τα πεις όλα και θα γίνει μαδομούνι εδώ μέσα, μόνο αυτό σου λέω...

για το 2 βλ. και σουλουπώνω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεοελληνικός χαρακτηρισμός που αποδίδουμε σε γυναίκες που δεν είναι ούτε πολύ χοντρές ούτε κανονικές. Σε γκόμενες δηλαδή που είναι λίγο χοντρές, αλλά ντρεπόμαστε να πούμε ότι πήγαμε με χοντρή.

Βασίζεται στην σχηματική, λεκτική ουσιαστικά, μετεξέλιξη της λέξης Χοντρή. Χοντρή- Χοντρούλιτς- Ντρούλιτς (ουδεμία σχέση με τον παλιό σέντερ-φορ της Καβάλας και του ΟΦΗ).

- Πω! τι παιδί είναι αυτό το ξανθό;
- Ποια ρε μαλάκα η χοντρή; Τα βυζιά της φτάνουν μέχρι τους χιαστούς...
- Έλα ρε μαλάκα, δεν είναι χοντρή... Ντρούλιτς είναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπιτάκια είναι τα beats (χτύποι), που ακούγονται σε τραγούδια.

Οι κοινοί άσχετοι με την μουσική χρησιμοποιούν αυτή τη λέξη για τα τραγούδια ηλεκτρονικής μουσικής. Οι «έμπειροι» στην ηλεκτρονική μουσική σιχαίνονται αυτόν τον όρο και προτιμούν να χρησιμοποιούν το ακριβές όνομα του είδους της ηλεκτρονικής μουσικής που ακούν. Μην ξεχνάμε ότι υπάρχουν τόσα παρακλάδια ηλεκτρονικής μουσικής, όσα και τα περιστέρια στο Σύνταγμα. Minimal electro, tech house, psychedelic trance και άλλα τέτοια περίεργα ονόματα ειδών μουσικής υπάρχουν στην ηλεκτρονική σκηνή. Απο το 10ο ποτό, ή από το 3ο ecstasy και μετά, δεν έχει καμία σημασία το είδος, όλα γίνονται ένα και οι οπαδοί του εν λόγω μουσικού είδους, χτυπιούνται ασταμάτητα ακόμα και αν το «μπιτάκι» προέρχεται από το χτύπημα του κεφαλιού τους στον τοίχο.

Σημασία όμως θα δώσουμε στους ανθρώπους εκείνους οι οποίοι αποκαλούν αυτά τα τραγούδια «μπιτάκια»:

Νεοέλληνες που προσπαθούν να διώξουν τη ρετσινιά του μπουζουκόβιου, ενώ ταυτόχρονα τον τοίχο πάνω από το κρεβάτι τους τον κοσμεί μια αφίσα του Τερλέγκα, έρχονται στα clubs να διασκεδάσουν να ούμε και αυτοί σαν ευρωπαίοι.

Στην αρχή είναι μαζεμένοι και ντροπαλοί, προσποιούμενοι ότι τους αρέσει αυτή η νέα μουσική και σιγολικνίζονται άχαρα, επειδή έτσι είπε ο Κωστόπουλος στο Nitro. Όταν κατεβάσουν όμως το 2ο μπουκάλι «Τζώνη Ρεντ» (έτσι θα το έγραφαν αυτοί), αρχίζουν και μπαίνουν στο κέφι, χορεύοντας πάνω στο τραπέζι (άντρες-γυναίκες), χαλαρώνοντας την φούξια-γραβάτα-σκέτη-παλαμίδα, κάνοντας σε, κλείνοντας τα αυτιά σου και βλέποντας τους, να νομίζεις ότι βρίσκεσαι στο skyladiko vip.

Ιδρωμένες καράφλες και μασχάλες, λικνίζονται με έναν ρυθμό μητσοτακίστικου τικ, που στη συνέχεια αγγίζει το τσιφτετέλι, ακόμα και αν εκείνη την ώρα παίζει house. Γκρινιάζουν για το «πότε θα βάλει ελληνικά επιτέλους» και φωνάζουν τον «μάστορα» να φέρει άλλο ένα «Τζώνη».

Ωραία τα μπιτάκια τελικά… Έλα ρε αρχηγέ David guetta!! Άλα!

...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για αρχή η λέξη δεν πρέπει να μπερδεύεται με το «λέτσος» [<ιταλ. lezzo (=δυσωδία)], το οποίο σημαίνει ακριβώς το αντίθετο.

Ντύθηκα λέντζος σημαίνει πως έχω ντυθεί στην τρίχα ή στην πένα, δηλαδή πάρα πολύ καλά και επίσημα.

Κατά πάσα πιθανότητα προέρχεται από την επωνυμία λέντζος (παλιό κατάστημα ανδρικού ρουχισμού στον Πειραιά με ρούχα υποτίθεται πρώτης διαλογής - το κατάστημα αυτό μάλλον υπάρχει ακόμα).

Παραδόξως κάποιοι παλιοί λούμπεν θρύλοι αναγνωρίζουν ευκολότερα τη λέξη λέντζος (την οποία χρησιμοποιούν και συχνότερα) από την αντίθετή της «λέτσος».

...και που λες Κωτσαρή, ρίξαμε «κορώνα-γράμματα» έξω από την «Πάρνηθα», και έπεσε το γαμημένο το κέρμα κάτω απ' τ' αμάξι. Τι να κάνω, συρθήκαμε όλοι από κάτω να δούμε τι ήρθε... και φόραγα ρε το άσπρο κουστούμι με τα άσπρα τα σκαρπίνια, γιατί όποτε ανέβαινα στο «βουνό» ντυνόμουν λέντζος από πάνω μέχρι κάτω...
(Σημ. πραγματική εξιστόρηση)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποθεώνομαι ρίψει ανθέων, ως φραγής των αναπνευστικών οδών.

Εκ του κοσμικού κέντρου Ρίσκο στο Νέο Μαρμαρά Χαλκιδικής:

- Πώπω, τι παιδί είναι αυτό! Ανέβα στην πίστα μανάρι μου να σε κάνω να βήχεις γαρίφαλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπάρ (ή το κλαμπ) που σερβίρει εκ πεποιθήσεως μόνο μπόμπα. Πετρέλαιο κίνησης σε τιμή βενζίνης 100 οκτανίων. Εκεί που χάνει κανείς το φώς του με την πρώτη γουλιά.

- Πήγαμε σε ένα μπομπάδικο χτές...
- Πόσα ήπιατε;
- Ένα. Γι αυτό και περπατάμε ακόμα...

Απλή (από Marco De Sade, 20/03/09)Ενισχυμένη πλουτωνίου (από Marco De Sade, 20/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το peep show που περιλαμβάνει / τελειώνει με πίπα. Τουλάχιστον έτσι μπορεί να μετακενωθεί στην ελληνική σλανγκ ο αγγλικός όρος με μια δόση σλανγκικής ειρωνείας. Εναλλακτικώς, το peep show που είναι πίπες.

Σύμφωνα με την Βίκυ στην Μπαρτσελόνα (βλ. και Vicky Cristina Barcelona) λαμβάνουν χώρα και peep show που είναι πιπ σόου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης:

  1. Ο πούτσος, ο πέοντας. Λόγω σχήματος. Μεγεθυντικά: λαμπάδα, κολώνα.

  2. Ο σωλήνας γύρω από τον οποίο εκτελούν το χορευτικό τους οι στριπτιζέζ. Βλ. παιδί του σωλήνα. Εννοείται ότι αυτή η δεύτερη σημασία λειτουργεί μεταφορικά ως προς την πρώτη.

  1. Τελικά, μήπως είμαστε όλοι παιδιά του σωλήνα;

  2. Τον χορεύει πολύ καλά τον σωλήνα η Σάντρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μουσικός που παίζει ό,τι πληκτροφόρο όργανο, σε ορχήστρα νυχτερινού μαγαζιού.

ΠΛΗΚΤΡΑΣ Άραβας, να τραγουδάει, με αραβικό πρόγραμμα, ζητείται από εστιατόριο στην Αθήνα, Παρασκευή και Σάββατο.

(από την Χρυσή Ευκαιρία)

(από nick, 29/03/09)(από Pirate Jenny, 31/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Φράση που χρησιμοποιείται κυρίως από ομοφυλόφιλους άνδρες, προκειμένου να προσεγγίσουν άγνωστους, με πρόστυχο αλλά συνάμα συγκαλυμμένο τρόπο.

«Γεια σου. Σε κοιτάζω εδώ και πολύ ώρα. Θέλεις να πάμε στην τουαλέτα να σου παίξω μια μαλακία με τον κώλο μου;»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified