Selected tags

Further tags

  1. Η στρηπτιζέζ. Λόγω του σωλήνα, γύρω από τον οποίο εκτελεί το χορευτικό της. (Και ο οποίος, λένε οι κακές γλώσσες, χρησιμεύει περισσότερο για να ισορροπεί το παιδί του σωλήνα, που δεν έχει μάθει ακόμη να ποδηγετεί τα ψηλοτάκουνα, και να μην φάει καμιά σούπα).

Ίσως κι επειδή πολλές στρηπτιζέζ προκαλούν εξίσου, όσο και τα παιδιά του σωλήνα, θαυμασμό για τα θαύματα που κάνει η Βιοτεχνολογία. Οι πρώτες με σιλικόνες, εξτένσιον, πλαστικές κ.τ.λ.

Needless to say ότι ο σωλήνας λειτουργεί και ως το φαλλικό σύμβολο, που χειραγωγείται-δαμάζεται-καταπραύνεται απ' το παιδί του σωλήνα, το οποίο έτσι έτσι επαγγέλεται επικείμενο σωλήνωμα, ή έστω φραπεδιά.

2.

Χθες τη νύχτα είχα τρία παιδιά του σωλήνα σε τέσσερεις εξωαιδοιακές εκσπερματίσεις.

-Ποιο είναι το πρώτο παιδί του σωλήνα;
-Η Τζέσικα!

(από Hank, 21/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα είδος καταναλωτικού δανείου, ή δανειοδανείου που παίρνει ο Νεοέλληνας. Οι όροι είναι απλοί: Το παίρνεις σε μια στιγμή καύλας, τρως τα λεφτά στις πουτάνες, και το αποπληρώνεις σ' όλην την υπόλοιπη ζωή σου.

Πιο ήπια μορφή του είναι το «στριπτητζοδάνειο».

- Του 'φαγε όλο το πουτανοδάνειο η καριόλα και μετά δεν ήθελε ούτε να τον χαιρετήσει!...

- Λες τώρα με την κρίση, να σταματήσουνε οι τράπεζες να μας χορηγούν πουτανοδάνεια; Χαθήκαμε!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ατάκα ναι μεν, λέγεται στο στυλ της ατάκας: «Θα καούν τα κάρβουνα», αλλά δεν σχετίζεται με το κάψιμο του γνωστού και συμπαθέστατου πουλερικού (βλ. φωτο) σε κάποιο μπάρμπεκιου. Επίσης, δεν μιλάμε για τη δήλωση κάποιου μεγάλου μαγίστρου των καμακιών, ή κάποιου ψωλοπερήφανου, ή κάποιου που την έχει δεί καμπόσος και πιστεύει πως σε μια βραδιά θα κάψει ερωτικά ένα λεφούσι γκόμενες (πέρδικες). Επίσης δεν μιλάμε για κάποιον που δηλώνει το παραπάνω ως στόχο της παρέας του.

Μιλάμε 1. για κάποιον που βρίσκεται στο τσακίρ κέφι και είναι ακράτητος για αλκοολοθεραπεία και δηλώνει στην παρέα του, ή σε σερβιτόρο /-α ενός μπαρ πως απόψε αυτός ή / και τα άλλα μέλη της θα κάψουν... τις ποσότητες υγρού πυρός, από το γνωστό ουίσκι πέρδικα, στον κινητήρα του στομαχιού τους. Μια τέτοια δήλωση ενώνει τους συμφωνούντες, πείθει κάποιους αναποφάσιστους, αφήνει σχετικά αδιάφορους αυτούς που δεν έχουν διάθεση, ενώ δίνει υπονοούμενο στον /στη σερβιτόρο /-α να φροντίσει για επαρκή αποθέματα περδικασφάλειας (βλ. σημείωση). Θα 'ταν άδικο, όπως αναφέρεται και στην περίπτωση της μπυρασφάλειας, να τελειώσουν τα αποθέματα αλκοόλ και να μην έχει ολοκληρωθεί η λιαρδοποίηση. Άγχος που χει το παλικάρι...

  1. Κατά πιο ευρύτερη έννοια του όρου, αναφερόμενος στους φίλους του, δεν μιλάει συγκεκριμένα για το ουίσκι πέρδικα, αλλά για οποιοδήποτε καραουισκάκι, αφού στην περίπτωση αυτή το ουίσκι πέρδικα αντιπροσωπεύει το κάθε καραουισκάκι.

  2. Κατά ακόμα πιο ευρύτερη έννοια του όρου αναφέρεται στους φίλους του μιλώντας για οποιοδήποτε ποτό. Εδώ η λέξη πέρδικα αντιπροσωπεύει οποιοδήποτε ποτό.

Σημείωση: ο όρος περδικασφάλεια εκφράζει τη θεώρηση κάποιου για την επάρκεια αποθεμάτων ουίσκι πέρδικας, ώστε να μην καταρρεύσει το απαιτούμενο περδικοστόκ.

- Πω ρε παιδιά απόψε έχω μια χαρά μεγάλη.
- Τι συνέβη ρε;
- Να... μου είπε η Λίλιαν πως θέλει να τα φτιάξουμε. Γι' αυτό απόψε θα σας πάω στο γνωστό μπαράκι για να σας κεράσω. Απόψε... θα καούν οι πέρδικες, αδέρφια. Τουτέστιν θα γίνουμε λιώμα. Θα κατεβάσουμε ένα κοτέτσι πέρδικες. Κι αυτό είναι δήλωση.
- Καλό αυτό για μας. Αλλά εσύ θα μπορείς ρε καημένε να πάρεις την κούπα στο γήπεδο, μετά από τέτοια περδικοκατάνυξη (άγριο πιόμα πέρδικας, που οδηγεί σε κεφατζίδικη ατμόσφαιρα) ή θα σε κλαίνε οι ρέγγες;.
- Ες αύριο τα σπουδαία με τη Λίλιαν. Ασ' την σήμερα να καεί λιγάκι. Εγώ πώς τσουρουφλιζόμουν για πάρτη της μήνες και μήνες, που τα 'χε με το μαλάκα τον Πέρι και με μια αρμάδα μαλάκες;
- Τι κάνουν αλήθεια όλοι αυτοί;
- Είναι ρέστοι απ' ό,τι μαθαίνω και κάθε βράδυ ο καθένας τους φτιάχνει εργόχειρα για πάρτη της.

(από GATZMAN, 15/12/08)(από GATZMAN, 15/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση του γνωστού λόφου του Λυκαβηττού, γνωστού εξ αρχαιοτάτων χρόνων στα ζευγαράκια (άνευ αλλά κυρίως με Ι.Χ.) και όπως είναι φυσικό, στους παρελκόμενους ματάκηδες.

Η παράφραση οφείλεται στις ερωτικές δραστηριότητες στις οποίες αρέσκονται τα εν λόγω ζευγαράκια, εις το πιο λαϊκόν (βλ. σχετικό παράδειγμα στο λήμμα γαμάω) και ουδεμία σχέση υπάρχει επί του προκειμένου με τo εκκλησάκι του Αγ. Γεωργίου (μεγάλη η χάρη του) και τη φράση «Kάβαλα παν' στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε».

Ένα (περισσότερο) πονηρό μυαλό βεβαίως, θα μπορούσε να συνδυάσει το «...προσκυνάνε» με το σκύψιμο και εντός του αναπτυχθέντος εκκλησιαστικού μοτίβου, να συμπληρώσει με την εξίσου γνωστή παραίνεση:

«Σκύψε Ευλογημένη» (λήμμα το οποίο παρεμπιπτόντως δεν έχει καταχωρηθεί!).

Όπως είναι λογικό, ο Καβαλητός ευρίσκεται στις δόξες του κατά τις νυχτερινές ώρες και ειδικά τα Σαββατοκύριακα. Παρόλο που τα διάφορα ξενοδοχεία «της ώρας» (ουδεμία σχέση με τα κοψίδια), θεωρητικώς θα μείωναν τους επισκέπτες, κάτι η οικονομική συγκυρία, κάτι η πράσινη φύσις, κάτι οι φήμες ότι στα ΧΧΧ σε κινηματογραφούν, διατηρούν τον αριθμό των ζευγαρακίων σε υψηλά επίπεδα.

Το κέφι βέβαια είναι το ζευγαράκι το οποίο είναι μέσα στο γλέντι πάνω στη στροφή, την ώρα που κατεβαίνουν 10.000 αυτοκίνητα στο τέλος συναυλίας και τους κορνάρουν.

Κατεβαίναμε χθες βράδυ από την συναυλία των Banistir-Doolap και κατάλαβα γιατί τον λένε Καβαλητό...

Βλ. σχετικά: καβάλα, καβαλάρης, ο, Καβαλέρια Ρουστικάνα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το νυχτερινό μαγαζί / μπαρ με γυναίκες.

Πήγαμε με τα παιδιά σε ενα κωλόμπαρο χτες βραδυ και ήταν φοβερά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χορευτική φιγούρα που θυμίζει τον τρόπο που χόρευαν οι αρκούδες των γύφτων στα πανηγύρια. Ένα βαρύ χοροπηδητό, χωρίς ίχνος ρυθμού και χάρης. Συνήθως αυτό που χορεύεται δεν έχει σχέση με αυτό που ακούγεται.

Συναντάται κυρίως στις πίστες των μπουζουκλερί, μετά τις 3 τα χαράματα και αφού οι θαμώνες έχουν καταναλώσει ικανοποιητικές ποσότητες Θήβας Ρήγκαλ για να χάσουν κάθε ίχνος αξιοπρέπειας και να μη νιώθουν στάλα ντροπή.

(Ο άβγαλτος μπουζουξής στον πληκτρά):

- Ρε συ, εμείς βαράμε βαριά ζεμπεκιά κι αυτοί χορεύουν τσιφτετέλι;
- Εμ βέβαια, 3 η ώρα αρχίζουνε οι αρκουδιές.
- Πού κατάντησα ο καλλιτέχνης...

(από slangprof, 01/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χορός που χορεύουν στις πίστες οι διάφοροι φλώροι, φλούφληδες, λαλάκηδες και άλλοι της αυτής συνομοταξίας, που νομίζουν ότι γίνανε άντρες βαριοί κι ασήκωτοι επειδή χόρεψαν την «Ευδοκία» μαζί με άλλους 15 στην ίδια πίστα, κουνώντας τον κώλο τους ή κάνοντας άλλα αδερφίστικα καμώματα. Αξιοθρήνητος χορός που δε θυμίζει σε τίποτα το πέταγμα του αετού, που συμβολίζει ένα ζεϊμπέκικο.

(Σε μπουζουξίδικο)
- Δε χορεύει καταπληκτικά ο Αγησίλαος;
- Ναι, το πάει ωραία το γκεϊμπέκικο....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για να εκφράσει ένα καταστροφικό ξενύχτι με ισχυρές δόσεις αλκοόλ. (βλ. γίνομαι κώλος)

Εκεί που μέσα στα κωλοτρυπίδια σου δε θυμάσαι τίποτα απολύτως σχετικά με το τι και πώς έγινε.

Και χανγκάιβερ να είσαι, πάλι δε πρόκειται να βρεις τρόπο να συνέλθεις.

Έχει ειπωθεί και με ταυτόχρονη κίνηση των δαχτύλων στα πλήκτρα Ctrl+Alt+Delete για να προσδώσει γλαφυρότητα.

- Ρε χτες φορμάτ σου λεω! Ήπια μια κάβα και με κουβαλάγανε. Ελπίζω να μην έγινα τελείως ρόμπα.

(από notheitis, 27/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν στρώνεται στο ποτό ο νεροχύτης με την παρέα του. Ακαταλόγιστο ποτό. Προφέρεται με το ρ παρατεταμένο για να δώσουμε έμφαση (φαρρρμακώσαμε).

  1. Πατέρας στο γιό:
    - Γιατί ξέρναγες εχθές το βράδι; Πάλι φαρμάκωσες;
    - Άσε με ρε πατέρα, έχω και πονοκέφαλο....

  2. Μεταξύ φίλων:
    - Καλά ρε μαλάκα, 5 μπουκάλια ουίσκι 3 άτομα εχθές;
    - Άστα, πέρασε ο Νιόνιος από 'δω και φαρρρμακώσαμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη συγκεκριμένη περίπτωση μιλάμε για το ειρωνικό σχόλιο, που μπορεί να πέσει για άτομα που δε διαθέτουν μουσική παιδεία, είναι εντελώς ατάλαντα στο τραγούδι, εντούτοις όμως είναι ψωνισμένα με το τραγούδι και επιμένουν να αγριογκαρίζουν.

Έτσι ο όρος παραπέμπει στο κακής ποιότητας τραγούδι και αναφέρεται σε τύπους που διαθέτουν λαρύγγι Κακοφωνίξ ή Μαρία Καβλας. Η Μαρία Κάβλας βέβαια, μπορεί να μην είναι αοιδός (Αιδοιός οπωσδήποτε), ωστόσο διαθέτει άλλα τάλαντα.

Είναι γεγονός πως η τύπισσα έχει από φωνή μουνί, κι από μουνί φωνάρα. Μπορεί να μην έχει μεν καλλιτεχνικό λαρύγγι, έχει όμως βαθύ λαρύγγι. Κι ο τρόπος ακόμα, που κρατάει το μικρόφωνο παραπέμπει σε άλλα κρατήματα. Δεν έχει ακούσει ποτέ της Λίστ (η μουσική παιδεία που λέγαμε), αλλά έχει σίγουρα αδιαμφισβήτητο ταλέντο ως ψωλίστ.

Τέτοια ψώνια ψαρεύονται από εκπομπές τύπου Αννίτας και πολύ συχνά τους/τις βλέπεις να συνοδεύουν κάποια αγριόσκυλα σε σκυλάδικα του αισχίστου είδους.

-Τι άναρθρες κραυγές είναι αυτές που ακούς στην τηλεόραση;
-Δεν έχει τίποτα σοβαρό η τηλεόραση, εκτός απο αυτό που βλέπω.
-Τι βλέπεις;
-Aκούω τον Κάτμαν στην εκπομπή της Αννίτας. Σε λίγο θα 'ρθει κι ο τύπος που τραγουδάει το «σχιζοφρενή με το πριόνι». Κάτσε λίγο... Θα σ' αρέσει.
-Κοίτα, ή χαμήλωσέ το, ή ψάξε μπας και πιάσεις Λιακόπουλο. Κάπου θα τον βρεις. Χίλιες φορές να ακούω τις φωνές του, από αυτή τη γαργάρα με ξυλόπροκες που μου 'χει τρυπήσει τ' αυτιά μου. Λίγο ακόμα και με βλέπω για ωριλά αύριο. Και αν πάω εκεί... γάμησε τα.
-Σουτ. Μπήκε ο σχιζοφρενής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified