Παλαιός λιμανίσιος όρος για το άχρηστο, χαμηλών επιδόσεων και κακής ποιότητας αντικείμενο αλλά και τον αναξιόπιστο, κάλπικο και απατεώνα άνθρωπο. Τελευταίως χρησιμοποιείται ιδίως για auto-moto και gadget με την έννοια της μπαγκατέλας.

Από το ιταλικό valuta που σημαίνει νόμισμα αλλά και τον διεθνή όρο για την αντιστοιχία της τιμής ενός νομίσματος σε ένα άλλο νόμισμα. Προέρχεται πιθανώς από τα διάφορα πληθωριστικά χαρτονομίσματα, ημεδαπά ή αλλοδαπά που δεν είχαν καμιά άλλη αξία εκτός ως κωλόχαρτο. Υπάρχει και η Ιταλική έκφραση «valuta senza valore» = αξία άνευ αντικρίσματος.

  1. Από βλόγιον με θέμα «Για ποιό αυτοκίνητο θα προδίδατε τα πιστεύω σας»: «…Έλα ρε, το 206 ήταν μια χαρά. Πρωτοπόρησε για την εποχή του. Ανοιχτό είναι ωραίο. Το κακό με το μεγκάν είναι, ότι είναι ΚΑΙ άσχημο από οπου και να το δεις. Ανοιχτό ή κλειστό. Και το συγχωρείς σε αμάξια που είναι καλά στο δρόμοαλλά το μεγκάν είναι και βαλούτα….»

  2. Ακόμα κυκλοφοράς μ' αυτήν την βαλούτα τον Χαμήλ Μπατάρ; Πάρε ρε ματζίρη κάνα κουνιστό με μπιρμπιλόνια και κάμερα σαν κι εμένα! Να, κοίτα το πουλάκι!

  3. — Δεν θέλω νταραβέρια πια με τον Μπάμπη, ρε φίλος. Μ' έριξε στο ζύγι και μου έδωσε μάπα πράμα, σκέτο κατιμά...
    — Εγώ σου το 'πα ότι είναι βαλούτα το άτομο, αλλά δεν μ' ακούς καρντασάκι μου
    Τι είπες;

γιατί τα διακοσόευρα δεν είναι πετσετάκια? (από MXΣ, 27/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1. Αναφέρεται σε υποβιβαστική κατηγοριοποίηση καταστάσεων-προσώπων-αντικειμένων-τόπων κλπ και παραπέμπει στην αξιολογική (δηλ. τιμολογιακή) ταξινόμηση προϊόντων (Α & Β διαλογής), δηλαδή πρώτο πράμα (που σαλεύει και το μουστερή γυρεύει) κι ο κατιμάς.

Για κάποιο λόγο έχει επιβιώσει η έκφραση στη γενική ως «διαλογής», με την έννοια αποκλειστικά της σκαρταδούρας (τα «καλάθια» που λέμε).

Όποιος θυμάται, στα 80’ς εύρισκε κανείς ορίτζιναλ Levi’s στο επίσημο πρατήριό της στην Καλαμάτα μισοτιμής (στη λιανική ήταν πανάκριβα), αφού είχαν ένα ελάχιστο ψεγάδι (π.χ. μια διπλή κλωστή, ένα αδιόρατο σημαδάκι κλπ) και διετίθεντο μπιρ-παρά διότι δεν «άγγιζε» τα ελάχιστα στάνταρ πωλήσεως της φίρμας.

2. Ως αυτοαναφορική έννοια του σάιτοστ, είναι τρέχον φαινόμενο απαξίωσης λημμάτων-ορισμών κλπ, είτε οίκοθεν λόγω ευθιξίας – είτε κατόπιν σπαζαρχιδόθεν παραινέσεως, οπότε τα λήμματα-ορισμοί που θα φέρουν εφεξής ένα κίτρινο άστρο στο μπράτσο, θα καταλήξουν στον κάλαθο των επιρρημάτων, διότι δεν «αγγίζουν» τα ελάχιστα στάνταρ της αργκό (ήμαρτον Κύριε)!

Κάτι σαν «Υπόλοιπο Αττικής» δηλαδή...

Σ.Σ. Ξέρετε τίποτα; Εγώ λέω, όταν με το καλό τυπωθεί σε χάρντ κόπυ το λεξικό του σάιτοστ, να κυκλοφορήσει σε δυο εκδόσεις, με ανάλογο περιεχόμενο: Την Α διαλογή (=ακριβό) και την Βου διαλογή (=φτηνατζούρα) κι ας αποφασίσει η Αγορά. Άν βέβαια υπάρξει και Γου διαλογή (=μάπα το καρπούζι), ε τότε να διανέμεται δωρεάν στις στάσεις του Μετρού (!)

Το παρόν λήμμα (ως προς το 1ο σκέλος τουλάχιστον) και υπάρχει και χρησιμοποιείται και θα υποστηριχθεί απο τον φέροντα με το ντουφέκι στη σκεπή, σαν μικρο-ιδιοκτήτης αυθαιρέτου.

Αφιερούται τω Χάνκυ-Πάνκυ.

  1. - Πάμε καμιά τσάρκα έξω;
    - Ναι αμέ; Να πάρω τη Μπέτη να φέρει καμιά φίλη της;
    - Είπαμε να βγούμε σαν άνθρωποι, πάλι με τα κάκαλα θα τη βγάλουμε;
    - Γιατί ρε τί έχουνε; Μια χαρά κοπέλες είναι...
    - Καλές είναι δε λέω, αλλά ξέρω γώ τώρα; Διαλογής μωρ’ αδερφέ μου, τί να σου πώ, πολύ Βου κατάσταση...
    - Καλά εγώ πάω κι εσύ κάτσε και πές το μουνί μουνάκι ψωνάρα! - Δεν κατάλαβα! Πειράζει που το σκέφτομαι δηλαδή;
    - Ως να σκεφτεί ο γνωστικός, ο τρελός πάει κι έρχεται βρεεεεε!

  2. «...Έβγαλα τα 20 χάνκεια λήμματα Β' διαλογής...» «...Αν δεν πρόκειται να γίνει η Β' διαλογή στο ορατό μέλλον, θα επιθυμούσα τα παρακάτω λήμματα απλά να διαγραφούν. Τα έχω διαλέξει έτσι ώστε να μην μετανιώσει κανείς, αν σβηστούν στη λήθη...»
    (Σχόλια απο ’δώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το νερόβραστο φαγητό, με πολύ ζουμί και ελάχιστη γεύση. Ετυμολογικά η λέξη προέρχεται από τον ήχο που ακούγεται ρίχνοντας στερεά υλικά στο νερό που βράζει.

- Ψηλέ, τι έχουμε για φαΐ;
- Πατάτες μπλουμ.
- Πάλι ρε πούστη μου... Πατάτες μπλουμ, μακαρόνια μπλουμ, για το πούτσο είναι ο μάγειρας... Πότε θα πάω σπίτι μου να φάω σαν άνθρωπος...

O νερόβραστος δήμαρχος της Νέας Υόρκης Michael BLOOMberg. (από Vrastaman, 12/09/08)Πάλι μπλουμ ... (από poniroskylo, 12/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη σαβούρα έχει στην αργκό δύο κυρίως σημασίες: «άσχημη γκόμενα» και «πτώση φαρδύπλατη στο έδαφος», πεζή ή από δίκυκλο. Σε τυπικά ελληνικά σημαίνει «έρμα» (πλοίου), «σκουπίδια, σωρός από αχρείαστα καλαμπαλίκια» και «ευτελούς αξίας και ποιότητας».

Η τρίτη αυτή σημασία, της «ευτέλειας» (απ' όπου και η σαβουρογκόμενα άλλωστε), είναι ίσως η πιο συνηθισμένη, και σίγουρα η πιο ενδιαφέρουσα συγκεκριμένα για την αργκό. Καταρχήν, η ευτέλεια μπορεί είναι οικονομικής, κοινωνικοπολιτικής ή πολιτιστικής φύσης, συνεπώς η σαβούρα περιγράφει πράγματα της κοινωνίας που συγγενεύουν με την ασχήμια, το περιθώριο, την αρρώστια, τη βρομιά, και έτσι τροφοδοτούν και στηρίζουν διάφορες μορφές υποκουλτούρας –πάνω κάτω δηλαδή, αυτό που οι αμερικάνοι αποκαλούν τρας (trash, δείτε και την τρασιά του Βράστα).

Το ακόμη πιο όμορφο μ' αυτήν –και το θέμα του παρόντος λήμματος– είναι ότι στην καθομιλουμένη, και ειδικά στην αργκό, συνδυάζεται πάρα πολύ εύκολα με ουσιαστικά και ρήματα ως πρώτο συνθετικό: σαβουρ- + -ο- (ενωτικό) + όνομα ή ρήμα. Η σύνθετη λέξη που σχηματίζεται διατηρεί τη βασική σημασία του δεύτερου συνθετικού, περιορισμένη όμως αποκλειστικά στο βαθμό που αυτή αναφέρεται σε «ευτελή αξία ή ποιότητα»: σαβουρογάμης, αυτός που γαμεί μεν, ευτελείς γκόμενες δε, σαβουροψήφης, αυτός που ψηφίζει μεν, ανάξιους πολιτικούς δε, και ούτω καθεξής.

«Η μεγάλη συνδυαστική ευχέρεια της λέξης σαβούρα στα ζώντα ελληνικά –κοινωνικές και πολιτισμικές προεκτάσεις», προσφέρεται ως θέμα διδακτορικής διατριβής διατμηματικού προγράμματος που συνδιοργανώνουν κορυφαία πανεπιστημιακά ιδρύματα της αλλοδαπής –θα τηρηθεί αυστηρή σειρά προτεραιότητας.

Ετυμολογικά

Η λέξη με τις τυπικές σημασίες της προέρχεται από το λατινικό saburra (ήδη ναυτικός όρος για το έρμα). Με τη σημασία της πτώσης, προέρχεται φαίνεται από τη σαβούρντα και το σαβουρντίζω, τα οποία ο Τριανταφυλλίδης ετυμολογεί από το τούρκικο savurd(i), τρίτο ενικό αόριστου του ρήματος savurmak (ο τέως, βήτα έκδοση, δεν το λημματογραφεί καν).

  1. Οπως σαβουρο-τρώμε, ετοιματζίδικα, προκάτ και ομοιόμορφα, έτσι σαβουρο-βριζόμαστε, με προκατεψυγμένες, ετοιματζίδικες, σελφ-σέρβις βρισιές. (από ισοπεδωτικό άρθρο της Α. Πολίτη στον τύπο, μ' ενδιαφέρον τουλάχιστον θέμα)

  2. Πέραν της διαπίστωσης [...] για την «ευκολία» της τηλεόρασης μετά από 8, 10 και 12 ώρες δουλειάς, με την οποία θα συμφωνήσω, θα πρόσθετα [...] πως και στην αγορά του βιβλίου υπάρχει πολύ πολύ μεγάλο ποσοστό σαβούρας. Μια σαβουρο-εκπομπή από ένα σαβουρο-βιβλίο δεν νομίζω πως έχει διαφορά. (από ιστολόι)

  3. Ρε πολύ καλή σαβουρο-ταινία για γέλιο....καλή φάση αλλα στυλ υποκουλτούρας για να γελάς οχι τπτ σοβαρό. (από συζήτηση σε φόρουμ πάνω στην ταινία «Αυστηρώς κατάλληλο» των Ρέππα και Παπαθανασίου)

  4. Επιχειρηματίες της νύχτας, εργολάβοι, εκβιαστές, χορεύτριες με σπαθιά, παντός είδους λαμόγια που μύρισαν χρήμα και έσπευσαν να βάλουν το δάχτυλο στο μέλι, είναι οι πρωταγωνιστές της πιο φαιάς πτυχής του σκανδάλου του Βατοπεδίου που μας απασχολεί μέρες τώρα [...]. Ενα DVD αρκεί για να γίνει η πολιτική, σαβουρο-πολιτική, ένα ακόμη «κύμα σκουπιδαριού», που κάνει να υποχωρήσουν δραματικά τα όρια αυτού που μπορεί να γίνει ανεκτό. Είναι ο καθρέφτης μας, λένε, που αντανακλά αυτό που αληθινά είμαστε. Στην πραγματικότητα είναι ο καθρέφτης της ισοπέδωσης, της κοινοτοπίας, του βαθμού μηδέν, που εξολοθρεύει περιεχόμενα και προθέσεις. (από άρθρο της Τ. Καραϊσκάκη στον τύπο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Σκωπτικός χαρακτηρισμός για παλιό ή κατεστραμμένο αυτοκίνητο (δηλαδή όπως κατάντησε το ολοκαίνουριο αμάξι του Αλεξανδράκη η φίλη της Βουγιούκλως στη «Σοφερίνα» 1964), αλλά ήδη εν γένει άχρηστο μεταλλικό αντικείμενο και
    ευρύτερα οτιδήποτε μεγάλης ηλικίας (πράγμα ή και πρόσωπο) π.χ. ηλεκτρική συσκευή, πουράκλα κλπ.

  2. Παλιά έκφραση για το μακρύ ξίφος που έσερναν μαζί τους οι αξιωματικοί των σωμάτων ασφαλείας προ αιώνος και

  3. Μετωνυμικώς, περιπαιχτικό σχόλιο για τους ίδιους τους αξιωματικούς (παλιο-σακαράκας=καραβανάς).

Ιταλικής προελεύσεως (αλλά δεν θυμάμαι από πού), που υπέστη σημασιολογική φθορά με την πάροδο των χρόνων, όπως άλλωστε και η παλιοκαιρίσια λέξη γαζέτα (εφημερίδα <ιταλ. gazetta σήμερα giornale/quotidiano-a, που κληρονομήσαμε όμως από τους Τούρκους που ακόμα λεν τον δημοσιογράφο/ρεπόρτερ gazeteci=γαζετατζή ή haberci=χαμπερτζή), της οποίας η παλαιότερη χρήση αναφέρονταν σε μεγάλο στρατσόχαρτο<ιταλ. straccia carta (σεντόνι) και ιδίως τεράστιο χαρτονόμισμα μηδαμινής αξίας, (συνήθως ένεκα υποτιμήσεως της μονέδας).

Συνώνυμα: Κάρο, καρούλι, ψαροκασέλα (βλ. «Ο Ταξιτζής» με τον Χατζηχρήστο 1964), παντόφλα, καφεκούτι, σαράβαλο, μπα(γ)κατέλα, σαπάκι, κωλοκοτρωνέικο (π.χ. σουγιάς) κ.α.

- Πάμε Σαλονίκη το σουκού;
- Ναι αμέ! Με τί θα πάμε;
- Με το τουτού!
- Ποιό μωρέ; Με τί; Με τη δική σου τη σακαράκα;
- Γιατί δε σ’ αρέσει;
- Μωρέ μ’ αρέσει, αλλά μας βλέπω να τρώμε σουβλάκια στον Πασιάκο περιμένοντας την ΕΛΠΑ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified