Εθισμός στον πούτσο. Αχόρταγη προσήλωση σε οτιδήποτε έχει το τρίτο και το μακρύτερο... Όπως ο αλκοολισμός, είναι το αίτιο καταστροφής πολλών σχέσεων και οικογενειών.

Συνωνυμα: πουτσοaddicted, τσουποcholic

- Θέλω την πούτσα του Μάκη, του Σάκη, του Τάκη, του Λάκη +........+ Κωστάκη, αλλά ρε συ... θέλω και του Γιωργάκη... Ειμαι πουτσοcholic;
-Ξεκόλλααααα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Cartoon των 90's. Χρησιμοποιείται ώς αντίστοιχη λέξη του χοντράδια όταν κάποιος ψάχνει ό,τι να 'ναι φάση με κοπέλα για να φύγουν απο κάτω οι flintstones να ξεβουλώσει η χοάνη.

- Μαλάκα, καλά που έκατσε η Σούλα κι έδιωξα τους flintstones γιατί είχα πρηστεί σου λέω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Χώρα προέλευσης των σταρχιδιστών, ή τόπος διαμονής τους. Εικάζεται ότι χαρτογραφείται ανατολικά, ενδιαμέσως Ουζμπεκιστάν και Αφγανιστάν.
  2. Κατάσταση υπέρτατου σταρχιδισμού.

Σχετικές λέξεις/φράσεις:

  • Σταρχιδιστής (επίθ): Οπαδός του ωχαδερφισμού.
  • Σταρχιδισμός (ουσ): Κατάσταση έντονης αυτοπαθούς αδιαφορίας.
  • Σταρχιδιλίκι (ουσ): Εκλαϊκευμένη έννοια για τον σταρχιδισμό.
  • Στ' αρχίδια μου όλα (έκφρ.): Έκφραση απόλυτης συμπαντικής απαξίωσης.

- Ρε τον μπαγλαμά. Εδώ καίγεται ο κώλος μας κι αυτός...
- Σταρχιδιστάν ο πούστης...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πιστωτική κάρτα που χρησιμοποιείται σε ειδικές περιπτώσεις έλλειψης μετρητών στη διάρκεια εξόδου-επίσκεψης σε στριπτητζάδικο ή και οίκο ανοχής.

Σύνηθες φαινόμενα είναι η υπέρβαση του πιστωτικού ορίου κατά την αποχώρηση και η παντόφλα από το έτερο ήμισυ άμα τη εμφανίσει του επόμενου λογαριασμού. Φυλάσσεται συχνά σε σκιερά και δροσερά μέρη.

-Ρε συ Μικέ, πώς θα πάμε Baby Gold ρε, δεν έχω μία!!!
-Μην ανησυχείς, έχω φυλάξει μία βύζα card ειδικά για σήμερα, ετοιμάσου!!!!
-Μααα.... δεν στις είχε πετάξει όλες η Ποπάρα;;
-Την είχα κρύψει κάτω από το στρώμα....χε χε....

και σέξι άτοκες δόσεις... (από BuBis, 21/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μια αγγλική λέξη, call-girl, που στα ελληνικά σλανγκίζεται με άλλη σημασία = το κορίτσι που δίνει κώλο. Πρβλ. πίναπ γκερλ, το.

- Να τηλεφωνήσουμε σε κανά call-girl;
- Ναι, αλλά να είναι κωλ-γκερλ και πίναπ γκερλ! Όχι ό,τι κι ό,τι!
- Δηλαδή, εσύ ακούς μόνο μπλακ;

(από Dirty Talking, 16/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Το μπουρδέλο.

-Γιε μου, είσαι έφηβος και δεν έχεις γαμήσει!
-Δεν τα θέλω τα μούνα παρκς, μπαμπά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προπονητής των οπισθίων!

Πήρε έναν προπονητή η Έβερτον, Χοσέ Μουνίνιο μάς βγήκε!

Got a better definition? Add it!

Published

Το σπέρμα, το ψωλόχυμα. Όπως λέμε orange juice, έτσι έχουμε και πέο τζους.

Έτσι, καργιόλα, πιες τώρα πέο τζους, που έχει βιταμίνες να δυναμώσεις, γιατί έχει και δεύτερο γύρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κασέρι μπορεί να σημαίνει:

  1. Τα μετρητά χρήματα εκ του αγγλικού cash, βλέπε τον άλλο ορισμό και κασερόπιττα.

  2. Το χασίς.

  3. Την ουρδική ουσία που σχηματίζεται στον πέοντα λόγω απλυσιάς και η οποία μοιάζει με τυρί, είτε κασέρι είτε φέτα, είτε κεφαλοτύρι.

  4. Παραπλησίως λέμε χύνω κασέρια όταν φεύγουν τα χοντράδια, δηλαδή όταν υπάρχει εκσπερμάτιση μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα. Αλλά και γενικότερα όταν χύνεται μεγάλη ποσότητα σπέρματος, ή και μεταφορικά για πολλαπλούς οργασμούς.

Η λέξη είναι τουρκική.

  1. Υπερήλικας Σλάνγκος από αυτούς που αποτελούν την πλειοψηφία του σάιτ:
    Καλά μιλάμε κάναμε σεξ χτες με την Λυσισλάνγκη μετά από χρόνια, και μιλάμε έχυνα Έμενταλ! Φίλος: Έμενταλ; Μιλάς με γρίφους, γέροντα.
    Σ.: Τώρα δεν είμαι και σίγουρος... Έμενταλ ήταν; Γραβιέρα, ροκφόρ; Γιατί έχω και μια ασθένεια που λέγεται κασέρι.

  2. Ό,τι κασέρι έχει το τρώει σε κασέρι.

(από GATZMAN, 25/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Παραλλαγή του ζμπούτσαμ.

  2. Ανύπαρκτο θρασοχεβιμέταλ συγκρότημα!!

  1. - Ρε, το μηχανάκι βγάζει καπνό, ρε!
    - Ζμπότσομ, ρεεε, δεν είναι δικό μου!

  2. - Εσύ, ρε μέταλλο, τι μουσική ακούς; - Τα πρωινά, Maiden, μεσημέρι Sodom, αλλά το βραδάκι με την γκόμενα μόνο ζμπότσομ!! Φανατικά!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified